ΙΙΙ. Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) 435/2022

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Ένταξη ΛΕΠΕΤΕ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ- Συνταγματικότητα αρ. 63 ν. 4680/2020.

 (..) 4. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ζητείται η ακύρωση: 1) των ρυθμίσεων των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72 ), 2) της υπ’ αριθ. πρωτ. Φ80020/οικ.15147/Δ16.438/15.4.2020 πράξης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Γνωστοποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72), σχετικά με την ένταξη ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ», 3) των αφορωσών τους αιτούντες πράξεων “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” του e-Ε.Φ.Κ.Α. μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2020 και 4) των από Ιουνίου 2020 συγκεντρωτικών πινάκων πληρωμών των επικουρήσεων των ετών 2019-2020 που εξέδωσε ο e-Ε.Φ.Κ.Α. για τα ποσά των επικουρήσεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 που έλαβαν οι αιτούντες. (..)

  1. Επειδή, το έτος 1949 συνεστήθη από το Ταμείο Αλληλοβοηθείας των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Εισπρακτόρων και Κλητήρων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ο Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Τραπεζών Εθνικής και Εθνικής Κτηματικής ως έντοκος κοινός ειδικός λογαριασμός και ο Κανονισμός του, ο οποίος εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας (βλ. τα από 18.11.1949 πρακτικά της 13ης Συνεδρίασης του Γενικού Συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας), τέθηκε σε ισχύ από 1.10.1949. Μετά από τις γενόμενες κατά το παρελθόν τροποποιήσεις του, ο Κανονισμός φέρει ήδη τον τίτλο «Ειδικός Κανονισμός Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», ο δε παραπάνω Λογαριασμός τιτλοφορείται «Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» [ΛΕΠΕΤΕ] (άρθρο 1 παρ. 1 του Κανονισμού) και σκοπός του είναι η παροχή μηνιαίας επικουρήσεως στο εξελθόν και εξερχόμενο προσωπικό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), το προερχόμενο από αμφότερες τις Τράπεζες Εθνική και Αθηνών, που συγχωνεύθηκαν το 1953 σε μία τράπεζα υπό τον τίτλο «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», και τα άλλα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 2 του Κανονισμού. Περαιτέρω, ο ανωτέρω Κανονισμός προβλέπει τα εξής: Η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του ειδικού λογαριασμού ανήκει σε Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΕΤΕ, ως Πρόεδρο, δύο υπαλλήλους της ΕΤΕ με βαθμό τουλάχιστον Υποδιευθυντή Β΄, οι οποίοι ορίζονται από τη διοίκηση της ΕΤΕ, τους προέδρους των Διοικητικών Συμβουλίων (Δ.Σ.) του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε (Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), του Συλλόγου Υπαλλήλων ΕΤΕ και του Συλλόγου Εργαζομένων στην ΕΤΕ Ταμιακών-Τεχνικών και κλάδου Ασφαλείας (ΣΥΤΑΤΕ), από ένα μέλος του Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε. και τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου των Συνταξιούχων ΕΤΕ (άρθρο 2 παρ. 1). Η Διαχειριστική Επιτροπή, μεταξύ άλλων, μεριμνά για την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του λογαριασμού, μεριμνά για και ελέγχει την κανονική είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού, όπως και των ενεργουμένων καταβολών, και αποφασίζει κυριαρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 9 εδάφιο 3 του Κανονισμού, περί του ποσού της εκάστοτε καταβλητέας στους δικαιούχους επικουρήσεως, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ειδικού λογαριασμού, η δε απόφασή της αυτή ισχύει καθολικώς για όλους τους επικουρουμένους (άρθρο 2 παρ. 2). Η Υπηρεσία του ειδικού λογαριασμού εν γένει διεξάγεται από υπαλλήλους της ΕΤΕ, οι οποίοι ορίζονται από τον Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής (άρθρο 3), ενώ η τροποποίηση και συμπλήρωση του Κανονισμού προϋποθέτει έγκριση του Γενικού (δηλαδή του Διοικητικού) Συμβουλίου της ΕΤΕ και σύμφωνη απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής του λογαριασμού, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 4/5 των μελών της (άρθρο 4). Πόροι του ΛΕΠΕΤΕ είναι οι εισφορές των μισθωτών της ΕΤΕ 3,5% επί των πάσης φύσεως αποδοχών αυτών, εργοδοτική εισφορά 9% επί των αυτών ποσών, εισφορά γάμου και εισφορά για την απόκτηση τέκνου εργοδότη και εργαζομένου, ποσό από τις προμήθειες για ασφαλιστικές εργασίες, οι τόκοι των κεφαλαίων του ειδικού λογαριασμού και οι πρόσοδοι από την επένδυση αυτών, οι πρόσοδοι από την εκποίηση άχρηστου για την Τράπεζα υλικού και κάθε άλλη πρόσοδος από δωρεά κ.λπ. (άρθρο 5). Περαιτέρω, στο άρθρο 9 καθορίζονται οι παροχές και το αποθεματικό. Οι παροχές ειδικότερα καθορίζονται σε ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών, ανάλογα των συντάξιμων ετών, πλέον οικογενειακών επιδομάτων (παρ. 2), ενώ συντάξιμος χρόνος είναι αυτός για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές στο λογαριασμό λόγω υπηρεσίας στην ΕΤΕ, καθώς και ο χρόνος που προσμετράται κατά το άρθρο 11 του Κανονισμού και τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης όπως ισχύουν κάθε φορά και εφόσον αφορούν το λογαριασμό (παρ. 3). Επιπλέον, στο ίδιο άρθρο 9 του Κανονισμού προβλέπεται ότι το κατώτατο ποσό καταβλητέας επικούρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των παροχών του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ για τις περιπτώσεις γήρατος ή θανάτου (παρ. 8), καθώς και ότι με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της Τράπεζας η Διαχειριστική Επιτροπή αποφασίζει ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης και τα προϋπολογιστικά της τρέχουσας, σε περίπτωση δε που κρίνει, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση του λογαριασμού δεν το επιτρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε μικρότερο ποσοστό (παρ. 9).
  2. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι μέχρι τον Νοέμβριο του έτους 2017 ο ΛΕΠΕΤΕ κατέβαλλε κανονικά την προβλεπόμενη από τις καταστατικές διατάξεις του επικουρική παροχή στους δικαιούχους αυτής, τα δε ελλείμματά του καλύπτονταν επί 11 περίπου έτη από την ΕΤΕ. Τον Δεκέμβριο του 2017 ο ΛΕΠΕΤΕ λόγω οικονομικής αδυναμίας έπαψε να καταβάλλει την παροχή αυτή και η ΕΤΕ αρνήθηκε να συνεχίσει να καλύπτει τη σχετική δαπάνη. Κατά της άρνησης αυτής δικαιούχοι επικουρικής παροχής από τον ΛΕΠΕΤΕ (εργαζόμενοι και συνταξιούχοι της ΕΤΕ) άσκησαν αγωγές ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Ενόψει αυτών, ο νομοθέτης, με τροπολογία, η οποία εντάχθηκε ως άρθρο εικοστό τέταρτο στο ν. 4618/2019 (Α΄ 89/10.6.2019), όρισε τα εξής: «1. Από 1.1.2019 το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) αναλαμβάνει την καταβολή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύνταξης του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος - Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ). (..) 2. Από 1.1.2019 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στο ΕΤΕΑΕΠ τις αναλογούσες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εισφορές επικουρικής ασφάλισης για το σύνολο των ασφαλισμένων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ, πλέον συμπληρωματικής ασφαλιστικής εισφοράς, η οποία για τα έτη 2019 έως 2023 ανέρχεται στο ποσό των 40 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, ενώ για τα έτη 2024 και εφεξής θα καθοριστεί με μελέτη που εκπονεί η Εθνική Αναλογιστική Αρχή και με την οποία αναπροσαρμόζεται το ύψος του ποσού και ο τρόπος καταβολής του από την ΕΤΕ. Ειδικά για το διάστημα από 1.1 έως 31.5.2019 η ΕΤΕ καταβάλλει επιπροσθέτως στο ΕΤΕΑΕΠ και το ισόποσο των εισφορών ασφαλισμένων για επικουρική ασφάλιση για το διάστημα αυτό. 3. Στους συνταξιούχους της παραγράφου 1 η ΕΤΕ καταβάλλει τις συνταξιοδοτικές παροχές του έτους 2018 στο ύψος που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου της παραγράφου 1 και αφού συμψηφιστούν τυχόν καταβληθείσες παροχές από το ΛΕΠΕΤΕ και τον ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ για το έτος αυτό. Η καταβολή ενεργείται κατά το 1/5 του συνολικού ποσού έως την 31.8.2019 και το υπόλοιπο τμηματικά και πάντως το αργότερο την 31.12.2020. (..) Για τον υπολογισμό της παροχής του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στο ΛΕΠΕΤΕ και στον ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ, καθώς και ο χρόνος που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος κατά τις διατάξεις του καταστατικού τους και της κείμενης νομοθεσίας. 6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος». Κατ’ επίκληση της τελευταίας αυτής εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. πρωτ. 28153/276/21.6.2019 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Εφαρμογή του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 (Α΄ 89)” (Β΄ 2466).
  3. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση επί της σχετικής τροπολογίας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις «επιλύεται, εν όψει της υποχρέωσης του Κράτους να καταβάλλει επικουρική σύνταξη στους επικουρικώς ασφαλισμένους και έως την αμετάκλητη κρίση των αρμόδιων δικαστηρίων ενώπιον των οποίων έχουν προσφύγει φορείς εκπροσώπησης εργαζομένων και συνταξιούχων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το πρόβλημα της μη καταβολής σύνταξης στους δικαιούχους του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού ΕΤΕ – π.π. ΕΘΝΑΚ (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ). Ειδικότερα, από τον Δεκέμβριο του 2017 και εντεύθεν, ήτοι για δεκαοκτώ και πλέον μήνες, οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί έπαψαν να καταβάλλουν στους συνταξιούχους την παροχή που είχαν δικαιωθεί σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, κατ’ επίκληση οικονομικών δυσχερειών. Κατά της εξέλιξης αυτής οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι των ως άνω Λογαριασμών έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη αιτούμενοι να υποχρεωθεί η ΕΤΕ να καλύψει τη δαπάνη που προκαλείται από την σύμφωνη με το καταστατικό τους λειτουργία των Λογαριασμών ώστε να εξακολουθεί να τους καταβάλλεται η παροχή στο ύψος που διαμορφώνεται σύμφωνα με τις καταστατικές προβλέψεις. Δεδομένου ότι ενόσω εκκρεμεί η δικαστική διαμάχη, οι συνταξιούχοι δεν λαμβάνουν επικουρική σύνταξη, με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι, υπό το φως του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, από τον Ιανουάριο του 2019 και εντεύθεν, και πάντως έως την αμετάκλητη κρίση των αρμοδίων δικαστηρίων επί του ζητήματος, το ΕΤΕΑΕΠ αναλαμβάνει τη διαχείριση και καταβολή των συντάξεων αυτών στους δικαιούχους, στο ύψος που θα διαμορφωνόταν η παροχή εάν ίσχυαν οι κανόνες του Ενιαίου Φορέα. ...».
  4. Επειδή, ακολούθησε ο ν. 4680/2020 (Α΄ 72/23.3.2020), με το άρθρο 63 του οποίου, υπό τον τίτλο «Ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ στον e-ΕΦΚΑ και υγειονομική περίθαλψη ασφαλισμένων τ. Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.», ορίσθηκαν τα εξής: «Το άρθρο 24 του ν. 4618/2019 (Α΄ 89) αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Άρθρο 24. 1. Στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ υπάγονται οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των κάτωθι Ειδικών Λογαριασμών επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε.: α) του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και β) του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος - Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ – ΠΠΕΘΝΑΚ). (..) Ως "συντάξιμες αποδοχές" θεωρούνται οι συντάξιμες αποδοχές, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει. 3. Η σύνταξη υπόκειται σε εισφορές υγείας υπέρ Ταμείου Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας (ΤΥΠΕΤ) για τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και υπέρ Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) για τους συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ, πλην όσων έχουν ενταχθεί στο ΤΥΠΕΤ, σε κρατήσεις υπέρ Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, καθώς και σε κάθε άλλη νόμιμη κράτηση. 4. Η επικουρική σύνταξη, ως καθορίζεται με τις παραγράφους 2 και 5, καταβάλλεται στους μεν συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από 1.3.2018, στους δε συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ από 1.8.2018. Ποσά συντάξεων που έχουν ήδη καταβληθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το παρόν, εξαντλούν την υποχρέωση του ΕΤΕΑΕΠ για το χρονικό διάστημα για το οποίο έχουν καταβληθεί. 5. Εάν το καταβλητέο κατά τις 31.12.2019 ποσό συντάξεων είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει μετά τον επανυπολογισμό αυτών, σύμφωνα με την παράγραφο 2, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στους δικαιούχους ως προσωπική διαφορά, μέχρι τις 31.12.2024 και από 1.1.2025 και εφεξής οι συντάξεις καταβάλλονται στο ποσό που διαμορφώνεται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος. 6. Από 1.1.2025 και εφεξής, οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται. 7. Οι ασφαλισμένοι του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ από 1.1.2019 καθίστανται ασφαλισμένοι του τ. ΕΤΕΑΕΠ και διέπονται ως προς τις εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, τον χρόνο ασφάλισης, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη και κάθε άλλο θέμα που αφορά στην ασφάλιση και στις παροχές, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε ή αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε στο ΛΕΠΕΤΕ και στον ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. 8. Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ για τα έτη 2018 έως 2032 επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά, η οποία ανέρχεται κατ’ έτος σε ποσοστό 12% επί των μεικτών αποδοχών των απασχολούμενων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ΕΤΕ στις 31 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους. Η κατά τα ως άνω ετήσια επιπρόσθετη εισφορά της ΕΤΕ προς τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ καταβάλλεται για το έτος 2018 μέχρι τις 30.6.2020 και για τα υπόλοιπα έτη έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους. Με την επιπρόσθετη εισφορά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) για τα έτη 2019 και 2020 συμψηφίζεται η επιπρόσθετη εισφορά που έχει καταβληθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) στο τ. ΕΤΕΑΕΠ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, ως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το παρόν. Με τις ως άνω εισφορές εξαντλείται η υποχρέωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ που προκύπτει από την οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και οιουδήποτε άλλου τρίτου. 9. Η επιπρόσθετη εισφορά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., ως ορίζεται στην παράγραφο 8, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της σύνταξης του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, ούτε προσαυξάνει τη σύνταξη αυτή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85). 10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ρυθμίζεται κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 11. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
    12. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση επί της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν στη Βουλή οι διατάξεις του μετέπειτα άρθρου 63 του 
    ν. 4680/2020, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι με τις επίμαχες ρυθμίσεις για τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π..ΕΘΝΑΚ «[…] πλέον εξασφαλίζεται η καταβολή επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ), από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης e-ΕΦΚΑ. Με τον τρόπο αυτό, οι δικαιούχοι σύνταξης των ανωτέρω Λογαριασμών εντάσσονται στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Παράλληλα, προβλέπεται η καταβολή επιπρόσθετης εισφοράς από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς τον κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, βάσει μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής προκειμένου να καλυφθεί εν μέρει η επιβάρυνση που προκαλείται στο τελευταίο από την ένταξη σε αυτό των ως άνω ασφαλισμένων. Με τον τρόπο αυτό ρυθμίζεται το ζήτημα που έχει προκύψει για τους δικαιούχους των ανωτέρω Λογαριασμών, από την οικονομική δυσπραγία των Λογαριασμών αυτών να καταβάλλουν τις συντάξεις. […] Τέλος, με την προτεινόμενη διάταξη επιλύεται το κοινωνικό ζήτημα που έχει ανακύψει και εξασφαλίζεται η ομαλή και απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων στις κατηγορίες των ως άνω συνταξιούχων». Για τους ίδιους λόγους κρίθηκαν αναγκαίες οι επίμαχες ρυθμίσεις, σύμφωνα με την σχετική «έκθεση αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων», στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση […] εξασφαλίζεται η καταβολή επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος -Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων ΑΕ (ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π. ΕΘΝΑΚ), καθώς οι Λογαριασμοί αυτοί από το έτος 2018 βρίσκονται σε αδυναμία εκπλήρωσης του σκοπού τους και δεν καταβάλλουν συντάξεις. […] Η προτεινόμενη διάταξη […] προβλέπει την ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος -Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων ΑΕ (ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π. ΕΘΝΑΚ) στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, προκειμένου να ξεκινήσει η καταβολή των συντάξεών τους δεδομένου ότι οι ως άνω Λογαριασμοί βρίσκονται σε αδυναμία εκπλήρωσης του σκοπού τους από το έτος 2018. Παράλληλα, προβλέπεται η καταβολή επιπρόσθετης εισφοράς από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς τον κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, προκειμένου να καλυφθεί εν μέρει η επιβάρυνση που προκαλείται στο τελευταίο από την ένταξη σε αυτό των ως άνω ασφαλισμένων. Με τον τρόπο αυτό ρυθμίζεται το ζήτημα που έχει προκύψει για τους δικαιούχους των ανωτέρω Λογαριασμών, από την οικονομική δυσπραγία των Λογαριασμών αυτών να καταβάλλουν τις συντάξεις. […] Με την προτεινόμενη διάταξη οι δικαιούχοι σύνταξης των ανωτέρω Λογαριασμών εντάσσονται στον κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, επιλύεται το κοινωνικό ζήτημα που έχει ανακύψει και εξασφαλίζεται η ομαλή και απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων στις κατηγορίες των ως άνω συνταξιούχων».
    (..)17. Επειδή, οι αιτούντες στρέφονται, επίσης, κατά των πράξεων “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2020 του e-ΕΦΚΑ, οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 63 του ν. 4680/2020 και με τις οποίες προσδιορίζεται η καταβλητέα για τους ανωτέρω μήνες στους αιτούντες επικουρική σύνταξη από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Οι πράξεις αυτές αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις (βλ. ΣτΕ 3783/2015 7μ., πρβλ. ΣτΕ 1283-4/2012 Ολομ., 668/2012 Ολομ.), από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων αναφύεται κοινωνικοασφαλιστική διαφορά ουσίας, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 περίπτ. α´ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), ανήκει στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου. Ωστόσο, ενόψει του ότι με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα αμφισβητείται η συμφωνία των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκαν οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις, προς το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο και άλλους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αμφισβητείται η νομιμότητα της ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 ως προς τον υπολογισμό της καταβλητέας στους αιτούντες σύνταξης, το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της δίκης, διακρατεί την υπόθεση κατά το μέρος αυτό, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 παρ. 1 εδ. ε΄ του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) (πρβλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ., 1283/2012 Ολομ., 4204/2012 Ολομ., 1357/2018 7μ. κ.ά.) και εξετάζει αυτήν περαιτέρω.

(..) 19. Επειδή, οι αιτούντες, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι και δικαιούχοι επικουρικής παροχής από τον ΛΕΠΕΤΕ, καταλαμβανόμενοι από τις ρυθμίσεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, επιδιώκουν την ακύρωση των πράξεων “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” από τον e-ΕΦΚΑ, οι οποίες τους αφορούν και είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, και οι μόνες παραδεκτώς προσβαλλόμενες, προκειμένου να συνεχίσουν να είναι δικαιούχοι επικουρικής παροχής στο ύψος και με τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του Κανονισμού του ανωτέρω Ειδικού Λογαριασμού, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι μη νομίμως η επικουρική σύνταξη προσδιορίστηκε σε ποσό που υπολείπεται της παροχής, που, κατά τους ισχυρισμούς τους, εδικαιούντο από τον ΛΕΠΕΤΕ. Με τα δεδομένα αυτά οι αιτούντες με έννομο συμφέρον προσβάλλουν τις ανωτέρω πράξεις.

(..) 21. Επειδή, στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με τη διάταξη αυτή ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφάλισης με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της Χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε την εξειδίκευσή της ανάλογα με τις περιστάσεις στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για την ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ Ολομ. 1285-86/2012, 2197-9/2010 κ.ά.). Η μόνη δέσμευση που επέβαλε ο συντακτικός νομοθέτης σχετικά με τη μορφή του ασφαλιστικού φορέα εκεί όπου ο νόμος καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια ή επικουρική) και θεσπίζει την υποχρεωτική καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς είναι η παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως είτε από μόνο το Κράτος είτε από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ Ολομ. 1889-1891/2019, 2287/2015, 3096-3101/2001, 2690, 2692/1993, 5024/1987 κ.ά.). Εξάλλου, ο νομοθέτης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δύναται να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση, και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον ούτε διαλύονται τα ταμεία αυτά ούτε αφαιρείται η περιουσία τους (ΣτΕ 2197-2201/2010 Ολομ., 3689/2015 7μ.).

  1. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, όχι όμως και το δικαίωμα για την απόκτηση περιουσίας, όπως για την απόκτηση κοινωνικής παροχής ή σύνταξης [Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), απόφαση της 18.1.2007, Bulgakova κατά Ρωσίας, αριθ. προσφ. 69524/01, απόφαση της 18.2.2009, Andrejeva κατά Λετονίας, αριθ. προσφ. 55707/00]. Στην κατά τα ανωτέρω έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον δηλαδή υφίσταται σχετικώς μία επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη σχετική νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων των συμβαλλόμενων κρατών ή όταν έχει εκδοθεί υπέρ του προσφεύγοντος τελική εκτελεστή απόφαση εθνικού δικαστηρίου [ΕΔΔΑ, Ελληνικά Διυλιστήρια Στραν και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος, απόφαση της 18.4.2002, Ουζούνης κατά Ελλάδος, αριθ. προσφ. 49144/99, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 29.8.2002, Λαγουβάρδου-Παπαθεοδώρου κατά Ελλάδος, αριθ. προσφ. 72211/01, απόφαση της 18.11.2004, Pravednaya κατά Ρωσίας, αριθ. προσφ. 69529/01, απόφαση της 12.7.2005, Solodyuk κατά Ρωσίας, αριθ. προσφ. 67099/01, απόφαση της 15.4.2014, Stefanetti κατά Ιταλίας, αριθ. προσφ. 21838/10, 21849/10, 21852/10, 21855/10, 21860/10, 21863/10, 21869/10 και 21870/10]. Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΔΔΑ, αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αξιώσεις για τη χορήγηση κοινωνικοασφαλιστικών εν γένει παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο [ΕΔΔΑ, απόφαση της 28.4.2009, Rasmussen κατά Πολωνίας, αριθ. προσφ. 3886/05, απόφαση της 15.9.2009, Moskal κατά Πολωνίας, αριθ. προσφ. 10373/05, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 30.9.2010, Hasani κατά Κροατίας, αριθ. προσφ. 20844/09]. Τέτοιο δικαίωμα υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης έχει αναλάβει υποχρέωση για την καταβολή σύνταξης υπό προϋποθέσεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μέρος της σύμβασης εργασίας (ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.2.2010, Aizpurua Ortiz κατά Ισπανίας, αριθ. προσφ. 42430/05). Πάντως, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν προστατεύεται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού [ΕΔΔΑ, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 12.10.2000, Janković κατά Κροατίας, αριθ. προσφ. 43440/98, απόφαση της 12.10.2004, Kjartan Ásmundsson κατά Ισλανδίας, αριθ. προσφ. 60669/00, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, αριθ. προσφ. 57665/12 και 57657/12, απόφαση της 5.12.2017, Ribać κατά Σλοβενίας, αριθ. προσφ. 57101/10, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 6.3.2018], με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, εναπόκειται δε στον νομοθέτη να αξιολογήσει τους λόγους δημοσίας ωφέλειας, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό, κατόπιν στάθμισης διαφόρων ζητημάτων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσης, αρκεί η εν λόγω εκτίμηση να μη στερείται προδήλως λογικής βάσης [ΕΔΔΑ, απόφαση (επί του παραδεκτού) της 28.1.2003, Saarinen κατά Φινλανδίας, αριθ. προσφ. 69136/01, απόφαση της 8.7.2004, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, αριθ. προσφ. 66810/01, Andrejeva κατά Λετονίας, απόφαση της 11.2.2010, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, αριθ. προσφ. 33704/04]. Τέλος, σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην περιουσία, πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της απαίτησης σεβασμού της περιουσίας των προσώπων, ενώ πρέπει να πληρούνται και οι όροι της αρχής της αναλογικότητας (ΕΔΔΑ, απόφαση της 21.2.1986, James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφ. 8793/79).
  2. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 αντίκεινται ευθέως στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), διότι με αυτές επιχειρείται: α) η αυθαίρετη κατάργηση ενός συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, ήτοι ενός λογαριασμού (του ΛΕΠΕΤΕ) στον οποίο καταβάλλονταν επί δεκαετίες οι εισφορές των αιτούντων, β) η αναγκαστική υπαγωγή των αιτούντων στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, γ) η υποχρεωτική μετατροπή της ενοχικής φύσης αξίωσης των αιτούντων σε επικουρική σύνταξη, δ) η δραστική μείωση του ύψους της παροχής που δικαιούνται από τον ΛΕΠΕΤΕ οι αιτούντες, και ε) η μη διασφάλιση της εν λόγω παροχής τους μετά την 31.12.2024. Εξάλλου, κατά τους αιτούντες, ο περιορισμός στο εν λόγω περιουσιακό δικαίωμά τους δεν δικαιολογείται από κάποιο λόγο δημοσίου συμφέροντος, αλλά αποβλέπει αποκλειστικά στη διασφάλιση του συμφέροντος της ΕΤΕ, καθώς περιορίζεται δραστικά η εκ συμβάσεως υποχρέωση της τελευταίας για την καταβολή των σχετικών ποσών που απαιτούνται προκειμένου να εκπληρώνεται ο καταστατικός σκοπός του ΛΕΠΕΤΕ και επιβάλλεται σ’ αυτήν η υποχρέωση να καταβάλλει μία επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά για τα έτη 2018 έως 2032, το ύψος της οποίας δεν επαρκεί για την καταβολή πλήρους της παροχής τους, αλλά άγει σε περικοπή αυτής κατά περίπου 50%.
  3. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει και από την προαναφερόμενη (βλ. σκέψη 12) αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν στη Βουλή οι διατάξεις του μετέπειτα άρθρου 63 του ν. 4680/2020, ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη ότι από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 ο ΛΕΠΕΤΕ έπαψε να καταβάλλει τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό Λειτουργίας του παροχές επικούρησης, ενέταξε οριστικά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις κατά τα ανωτέρω επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, και προσδιόρισε τους ειδικότερους όρους της ιδρυθείσας κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης δημοσίου δικαίου μεταξύ των ανωτέρω και του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-Ε.Φ.Κ.Α. Συνεπώς, με τις επίμαχες διατάξεις δεν καταργείται ο ΛΕΠΕΤΕ ούτε επιχειρείται μετατροπή ενοχικών αξιώσεων εργαζομένων κατά εργοδότη σε δημοσίου δικαίου δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης ή επέμβαση σε τυχόν υφιστάμενο περιουσιακό δικαίωμα των αιτούντων για λήψη της προβλεπόμενης από τον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ ιδιωτικού δικαίου παροχής, αλλά η το πρώτον σύσταση δημοσίου δικαίου σχέσης κοινωνικής ασφάλισης, κατά τρόπο οριστικό, υπό τους όρους που καθορίζουν οι ίδιες οι επίμαχες διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της παύσης πληρωμών από τον ως άνω ειδικό λογαριασμό και της υποχρεώσεως του Κράτους να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση χορήγηση και στη συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλισμένων και συνταξιούχων επικουρικής σύνταξης, όπως συμβαίνει και για τους λοιπούς ασφαλισμένους και συνταξιούχους. Ως εκ τούτου, ο παρατιθέμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων των αιτούντων ως εκ της καταργήσεως του ΛΕΠΕΤΕ, της αναγκαστικής υπαγωγής τους στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης και της καταβολής επικουρικής σύνταξης μικρότερου ύψους σε σχέση με την προβλεπόμενη στον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ παροχή, είναι απορριπτέος, διότι ερείδεται επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι, δυνάμει των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, καταργήθηκε ο ΛΕΠΕΤΕ και ότι οι τυχόν ενοχικές αξιώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ έναντι της ΕΤΕ –περί των οποίων (αξιώσεων) αρμόδια να κρίνουν είναι τα πολιτικά δικαστήρια– αντικαταστάθηκαν με δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης, καθ’ υποκατάσταση της οφειλέτριας (κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων) τράπεζας από τον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Εξάλλου, πέραν του ότι, κατά τα ανωτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν προστατεύεται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού, δεν προκύπτει από το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη υποχρέωση του Κράτους για καταβολή επικουρικής σύνταξης ανάλογου ύψους με το οριζόμενο στον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ (αλλά και κάθε άλλου παρόμοιου ειδικού λογαριασμού) ύψος των παροχών επικούρησης και, κατά συνέπεια, υποχρέωση ικανοποίησης των αξιώσεων των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, που τυχόν απορρέουν από τις συμβατικές σχέσεις τους με την ΕΤΕ, από τον επιφορτισμένο με την επικουρική ασφάλιση των εργαζομένων δημόσιο φορέα (πρβλ. ΕΔΔΑ, Aizpurua Ortiz κατά Ισπανίας). Εξάλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων, ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 στοιχειοθετούν απαγορευμένη επέμβαση στην περιουσία τους, διότι δεν διασφαλίζεται η καταβολή της παροχής μετά τις 31.12.2024, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των παρ. 1 έως 7 του εν λόγω άρθρου, δεν θεσπίζεται χρονικό όριο για την χορήγηση επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, όπως δεν θεσπίζεται, άλλωστε, και για τους λοιπούς υπαγομένους στον Κλάδο αυτόν ασφαλισμένους και συνταξιούχους, και, συνεπώς, η καταβολή επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ θα συνεχισθεί και μετά την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τον ανωτέρω Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης.
    25. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν επίσης ότι η, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, κατάργηση του ΛΕΠΕΤΕ και η αναγκαστική υπαγωγή των συνταξιούχων του εν λόγω Ειδικού Λογαριασμού στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, με συνέπεια τη μετατροπή των ενοχικών αξιώσεών τους για λήψη επικουρικών παροχών του ΛΕΠΕΤΕ σε δικαίωμα λήψης ουσιωδώς μειωμένης επικουρικής σύνταξης από τον δημόσιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, αποτελεί αντίθετη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επέμβαση του νομοθέτη σε συνεστημένη συμβατική σχέση μεταξύ της ΕΤΕ και των εργαζομένων της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε και στην προηγούμενη σκέψη, η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ στην επικουρική ασφάλιση του δημόσιου φορέα κοινωνικής ασφάλισης υπαγορεύθηκε από τους προαναφερθέντες λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, συνιστάμενους στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης επικουρικής ασφαλιστικής κάλυψής τους μετά τη διακοπή καταβολής της παροχής του ΛΕΠΕΤΕ από τον Δεκέμβριο του έτους 2017, η δε εφεξής λειτουργία και η τύχη της τυχόν περιουσίας του ΛΕΠΕΤΕ δεν αποτέλεσε αντικείμενο ρύθμισης εκ μέρους του νομοθέτη, ο οποίος δεν τον διέλυσε ούτε αφαίρεσε περιουσιακά του στοιχεία, ενώ τυχόν ενοχικές αξιώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ κατά της ΕΤΕ δεν μετετράπησαν σε δημοσίου δικαίου δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης από τον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Διαφορετικό δε είναι το ζήτημα αν ο ως άνω Λογαριασμός έχει καταστεί στην πράξη ανενεργός λόγω της οικονομικής του κατάστασης ενόψει του τρόπου χρηματοδότησής του.
  4. Επειδή, όταν προσβάλλεται ατομική διοικητική πράξη, λόγοι ακύρωσης, με τους οποίους αμφισβητείται η συμβατότητα με υπερκείμενους κανόνες δικαίου νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες δεν περιέχονται στις διατάξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά σε άλλες διατάξεις του οικείου νόμου, συναφείς με το ρυθμιστικό πλαίσιο ή εντασσόμενες εντός του αυτού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και η προσβαλλόμενη πράξη, είναι παραδεκτοί υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν αποδοχή τους θα οδηγούσε αμέσως σε καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συγκεκριμένου συστήματος ρυθμίσεων, το κύρος του οποίου προϋποθέτει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, ή εφόσον, πάντως, οι πληττόμενες ρυθμίσεις συνέχονται αναπόσπαστα με το εισαγόμενο ρυθμιστικό σύστημα κατά τρόπο που, αν αυτές κριθούν μη εφαρμοστέες, να επέρχεται επίσης αμέσως καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του ρυθμιστικού πλαισίου, στο οποίο εντάσσονται και οι εφαρμοστέες για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης διατάξεις (ΣτΕ 813-4/2019 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 1880/2019 Ολομ., 668/2012 Ολομ., 1283/2012 Ολομ., 3059/2009 Ολομ., 5057/1987 7μ.).
  5. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ο παρατιθέμενος στη σκέψη 23 λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται αντίθεση σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου ειδικώς της διάταξης του τελευταίου (τετάρτου) εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του ν. 4680/2010, σύμφωνα με την οποία με την καταβολή της προβλεπόμενης στο πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου επιπρόσθετης ασφαλιστικής εισφοράς της ΕΤΕ για τα έτη 2018 έως 2032 εξαντλείται η υποχρέωση αυτής έναντι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ που προκύπτει από την οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου με την εφαρμογή του ως άνω άρθρου, καθώς και οιουδήποτε άλλου τρίτου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Και τούτο, διότι οι μόνες παραδεκτώς προσβαλλόμενες πράξεις “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης” δεν έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής, αλλά εφαρμόζουν στην ατομική περίπτωση κάθε αιτούντος τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, που αφορούν στη δημοσίου δικαίου σχέση των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ με τον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη δεν συνέχεται με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 –οι οποίες εντάσσονται σε ένα σύστημα ρυθμίσεων που διέπει τη νεοσυσταθείσα δημοσίου δικαίου σχέση κοινωνικής ασφάλισης μεταξύ του δημόσιου φορέα επικουρικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, καθώς και της ΕΤΕ ως εργοδότη, και αποβλέπει στην, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, εξασφάλιση της απρόσκοπτης καταβολής επικουρικής συνταξιοδοτικής παροχής στα πρόσωπα αυτά– κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι τυχόν ανίσχυρο της ως άνω διάταξης θα οδηγούσε σε καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συγκεκριμένου συστήματος ρυθμίσεων και, συνεπώς, σε αδυναμία υπαγωγής της συγκεκριμένης κατηγορίας ασφαλισμένων και συνταξιούχων στον δημόσιο φορέα που έχει συσταθεί για να εξασφαλίσει την επικουρική ασφάλιση όλων των εργαζομένων (πρβλ. Σ.τ.Ε 813-4/2019 Ολ., 3059/2009 Ολ., 2469-71/2008 Ολ., 96/2009 7μ., 3266/2008 7μ., 2112/1984 κ.ά.). Διάφορο είναι το ζήτημα ότι το κύρος της επίμαχης διάταξης μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ενώπιον των οποίων οι αιτούντες δύνανται να επιδιώξουν την αναγνώριση και ικανοποίηση τυχόν ιδιωτικού δικαίου αξιώσεών τους έναντι της ΕΤΕ –όπως άλλωστε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, έχουν ήδη πράξει (πρβλ. ΣτΕ 372-73/2005 7μ.)– και τα οποία (πολιτικά δικαστήρια) είναι αρμόδια να αποφανθούν ως προς την τυχόν έννοια και την επιρροή της ανωτέρω διάταξης στις σχέσεις αυτές.
  6. Επειδή, κατά την γνώμη, όμως, της Συμβούλου Φραντζέσκας Γιαννακού, με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος δίδεται μεν κυρίαρχα στον νομοθέτη η αρμοδιότητα να ρυθμίζει την υποχρεωτική (εκ του νόμου) κοινωνική ασφάλιση, κύρια και επικουρική, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, η παροχή προαιρετικής (ιδιωτικής) επικουρικής ασφαλίσεως, δυνάμει συλλογικών ενοχικών συμφωνιών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ.). Και ναι μεν δύναται ο νομοθέτης να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία και λογαριασμούς στηριζόμενους στην ιδιωτική βούληση και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, μία τέτοια, όμως, νομοθετική επέμβαση στη συμβατική (ή / και συλλογική) ελευθερία είναι συνταγματικά ανεκτή (κατά τα άρθρα 5 παρ. 1 και 22 παρ. 3 του Συντάγματος) μόνον εφόσον γίνεται προς διασφάλιση του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος της απρόσκοπτης παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα ως άνω ταμεία ασφαλίσεως και λογαριασμοί ούτε διαλύονται με νόμο ούτε αφαιρείται η περιουσία τους, αλλά, αντιθέτως, καταλείπεται έδαφος να συνεχίσουν τη λειτουργία τους σύμφωνα, καταρχήν, με τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών (ΣτΕ 2200/2010 Ολομ.). Οι συνταγματικές αυτές απαιτήσεις είναι, μάλιστα, ιδιαιτέρως επιτακτικές όταν τα εν λόγω ειδικά ταμεία ή λογαριασμοί συνεστήθησαν πολύ πριν από την ψήφιση του ισχύοντος Συντάγματος, εξακολούθησαν δε να υφίστανται και υπό την ισχύ αυτού (παρά την ως άνω συνταγματική διάταξη και τις διευκρινήσεις του άρθρου 43 παρ. 3 του ν. 1902/1990) επί επίσης μακρότατο χρόνο (όπως ο ΛΕΠΕΤΕ), δημιουργώντας ευλόγως στους εργαζομένους την προσδοκία ενός συμπληρωματικού και επιπρόσθετου της κρατικής κοινωνικής ασφαλίσεως επιπέδου προστασίας γι’ αυτούς. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4680/2020 στη Βουλή (βλ. δηλώσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 8 αυτού, η προκαλούμενη με τον εν λόγω νόμο επέμβαση αποσκοπεί όχι μόνον στην, ενόψει του κοινωνικού ζητήματος που ανέκυψε από την οικονομική δυσπραγία του ΛΕΠΕΤΕ, διασφάλιση της παροχής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως στους εργαζομένους / συνταξιούχους της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και στη φερεγγυότητα της τράπεζας αυτής. Περαιτέρω, ναι μεν με τις διατάξεις του ως άνω νόμου δεν διαλύεται τύποις ο ΛΕΠΕΤΕ, αποστερείται όμως από τους κυριότερους πόρους του (ήτοι τις ασφαλιστικές εισφορές αμφοτέρων των μερών), όπερ και καθιστά ανέφικτη τη συνέχιση της λειτουργίας του. Εξάλλου, ναι μεν με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ύψους, δεν παύει όμως να θεωρείται ότι συνιστούν περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, οι έναντι των οικείων οργανισμών αξιώσεις των εργαζομένων / συνταξιούχων για τη χορήγηση των προβλεπομένων κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, ιδίως όταν ο εργαζόμενος έχει καταβάλει υποχρεωτικώς εισφορές ή ο εργοδότης έχει αναλάβει υποχρέωση για την καταβολή συντάξεως υπό προϋποθέσεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μέρος της συμβάσεως εργασίας (ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.2.2010, Aizpurua Ortiz κατά Ισπανίας, αριθ. προσφ. 42430/05, σκ. 38), ως εν προκειμένω. Τα ανωτέρω, δε, έχουν ως συνέπεια ότι επεμβάσεις στο ύψος των προβλεπομένων συντάξεων, ακόμη και όταν είναι, ενόψει των συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί, καταρχήν επιτρεπτές, δεν δύναται, πάντως, να είναι δυσανάλογες προς τον εξυπηρετούμενο σκοπό γενικού συμφέροντος. Με τα δεδομένα αυτά, ακόμη και εάν η οικονομική δυσπραγία του ΛΕΠΕΤΕ σε συνδυασμό με τη διασφάλιση της φερεγγυότητας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος συνιστούν λόγους γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι δεν δύναται να επιτευχθούν με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, αλλά επιτάσσουν, κατ’ εξαίρεση από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), νομοθετική παρέμβαση, ο στόχος αυτός δεν επιτρέπεται, πάντως, να εκπληρωθεί με την πλήρη ή δυσανάλογη εξάλειψη των πλεονεκτημάτων που είχαν επιτευχθεί, ως αντιστάθμισμα της παρεχομένης εργασίας, υπέρ του προσωπικού της τράπεζας στα πλαίσια των προαναφερθεισών συμβάσεων, μετακυλίοντας, με τον τρόπο αυτό, το βάρος της διασφαλίσεως της φερεγγυότητας της τράπεζας δυσανάλογα στους εργαζομένους / συνταξιούχους αυτής, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 5, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτων έπεται ότι ναι μεν η προβλεπομένη από τον ν. 4680/2020 υπαγωγή των συνταξιούχων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στον Κλάδο Επικουρικής Ασφαλίσεως του e-Ε.Φ.Κ.Α. παρίσταται, ενόψει της διαπιστωθείσης οικονομικής δυσπραγίας του ΛΕΠΕΤΕ, καταρχήν συνταγματικά επιτρεπτή, όπως επίσης συνταγματικά επιτρεπτή είναι και η καταβολή μειωμένων, σε σχέση με τις αναμενόμενες, παροχών, δεδομένου ότι το ύψος των εν λόγω παροχών συναρτάται αναγκαίως με τη βιωσιμότητα του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του e-Ε.Φ.Κ.Α. και με την ικανότητά του να ανταποκριθεί στην κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος αποστολή του, όμως, ο δια νόμου, άνευ συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, περιορισμός των συμβατικών υποχρεώσεων τις οποίες είχε από μακρού αναλάβει η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία προς καταβολή αυξημένων παροχών στους εργαζομένους / συνταξιούχους αυτής και, ιδίως, η πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, περί απαλλαγής της εν λόγω τράπεζας από τυχόν υποχρεώσεις της προς οιονδήποτε τρίτο, εκφεύγει της κανονιστικής εμβέλειας του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και συνιστά επέμβαση στις ως άνω συμβατικές σχέσεις κατά τρόπον αντιβαίνοντα στο άρθρο 5 παρ. 1 αυτού (πρβλ. μειοψ. σε ΑΠ 9/2012 Ολ.). Ενόψει δε του ότι η ως άνω απαλλαγή συνδέεται αρρήκτως με τους σκοπούς και το όλο πλέγμα των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, οι προσβαλλόμενες πράξεις ανάλυσης συντάξεων θα έπρεπε, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να ακυρωθούν, για τον ως άνω λόγο, βασίμως προβαλλόμενο, καθ’ ο μέρος έχουν κατά νόμον ως συνέπεια την απαλλαγή της ως άνω τράπεζας από τις υποχρεώσεις της προς τους αιτούντες.
  7. Επειδή, ο νομοθέτης, όταν θεσπίζει νέο ασφαλιστικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου αφενός μεν ιδρύεται νέος, ενιαίος ασφαλιστικός φορέας, ύστερα από συγχώνευση σε αυτόν όλων των υπαρχόντων φορέων, αφετέρου δε προβλέπεται: α) νέος τρόπος υπολογισμού των εφεξής απονεμόμενων συνταξιοδοτικών παροχών, με συνέπεια τη μείωση αυτών σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα και β) επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων που μπορεί να οδηγεί και στη μείωσή τους, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να τεκμηριώσει αφενός μεν τη βιωσιμότητα του φορέα που θα απονέμει τις συνταξιοδοτικές παροχές, αφετέρου δε την επάρκεια των απονεμόμενων από το εν λόγω σύστημα παροχών υπό την έννοια της μη παραβίασης του συνταγματικού πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος. Προκειμένου, ειδικότερα, ο νομοθέτης να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του να τεκμηριώσει τη βιωσιμότητα των φορέων που συνιστώνται και λειτουργούν στο πλαίσιο νέου ασφαλιστικού συστήματος και χορηγούν τις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες και επικουρικές) –υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος (ερμηνευόμενου ενόψει και του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος), με το οποίο ο νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφάλισης με σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου (Σ.τ.Ε Ολομ. 2200/2010, 2180/2004)– οφείλει, πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να έχει προκαλέσει τη σύνταξη αναλογιστικών μελετών προερχόμενων από αρμόδια προς τούτο αρχή [πρβλ. Π.Ε 148, 157, 200, 240/2007, 184/2006, 130/2005, 566/2002 κ.ά.], η οποία να διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις, όπως είναι η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, που θεσπίσθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3029/2002 (Α΄ 160) (ΣτΕ Ολομ. 1889/2019 σκ. 23, 1890/2019 σκ. 24, 1891/2019 σκ. 22). Εξάλλου, για να τεκμηριώσει την επάρκεια των συνταξιοδοτικών παροχών του νέου ασφαλιστικού συστήματος, ο νομοθέτης οφείλει, πριν από την ψήφιση του νόμου, να έχει προκαλέσει, ενόψει και της πολυπλοκότητας και του τεχνικού εν πολλοίς χαρακτήρα των σχετικών εκτιμήσεων, την εκπόνηση επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ή μελετών από πρόσωπα που διαθέτουν τις κατάλληλες προς τούτο γνώσεις, από τις οποίες να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η επάρκεια των χορηγούμενων παροχών και η εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου (ΣτΕ Ολομ. 1891/2019 σκ. 27).
  8. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν παραβίαση των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 22, 25 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ως εκ του ότι της θέσπισης των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 δεν προηγήθηκε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτουν τα εξής: α) η ανάγκη υπαγωγής των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης και της κατάργησης του ΛΕΠΕΤΕ και της μετατροπής των ενοχικών αξιώσεών τους σε επικουρική σύνταξη, β) η ανάγκη καθορισμού του ύψους της επικουρικής σύνταξής τους σε ποσοστό περίπου 50% της παροχής του ΛΕΠΕΤΕ, γ) ο προσδιορισμός του ύψους των εισφορών της ΕΤΕ και μάλιστα για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δ) ότι οι επιπτώσεις από τις επίμαχες ρυθμίσεις στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη επέμβαση στην περιουσία τους.
    31. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, για την κατάθεση του νομοσχεδίου “Ασφαλιστική μεταρρύθμιση και ψηφιακός μετασχηματισμός ΕΦΚΑ (e-ΕΦΚΑ )” (ν. 4670/2020) εκπονήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2020, δηλαδή πριν από τη δημοσίευση της κρίσιμης για την κρινόμενη υπόθεση διάταξης του άρθρου 63 παρ. 2 του ν. 4680/2020, αφενός “Αναλογιστική Μελέτη Συνταξιοδοτικού Συστήματος Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης” από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και αφετέρου “Μελέτη Επάρκειας Συντάξεων” από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στην ανωτέρω αναλογιστική μελέτη λαμβάνονται υπόψη για την βιωσιμότητα του του e-ΕΦΚΑ και τα ποσά των συντάξεων που θα ελάμβαναν οι συνταξιούχοι του ΛΕΠΕΤΕ, δυνάμει του ισχύοντος κατά τον χρόνο εκπονήσεως της εν λόγω μελέτης άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως το άρθρο αυτό είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020. Περαιτέρω, αναλογιστική μελέτη εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή τον Μάρτιο 2020, πριν από την ψήφιση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 63 του ν. 4680/2020, ειδικά για τις τροποποιήσεις που θα επιφέρονταν με τις διατάξεις αυτές, η εν λόγω δε μελέτη έλαβε υπόψη και στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στην προαναφερθείσα, συνοδεύουσα τον ν. 4670/2020, αναλογιστική μελέτη. Εξάλλου, η προαναφερθείσα “Μελέτη Επάρκειας Συντάξεων”, που συνοδεύει τον ν. 4670/2020 και η εκπόνηση της οποίας προηγείται της ψηφίσεως του ν. 4680/2020, στα συμπεράσματά της αναφέρει ότι “σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας των συντάξεων να παρέχουν ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης στους συνταξιούχους και τα μέλη των νοικοκυριών τους”, καταλήγει δε: “Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι το μέσο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους είναι ελαφρά υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου, ενώ τα ποσοστά των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους που βρίσκονται κάτω από το όριο επαρκούς βιοτικού επιπέδου είναι αρκετά χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου”. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι πριν από την ψήφιση των διατάξεων του άρθρου 63 του 
    ν. 4680/2020 εκπονήθηκαν, στο πλαίσιο της ψηφίσεως και του αφορώντος το ασφαλιστικό σύστημα γενικότερα ν. 4670/2020, αφενός μεν αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες, προκειμένου να τεκμηριώσουν γενικώς την βιωσιμότητα του e-ΕΦΚΑ (όπως με τον νόμο αυτόν μετονομάσθηκε ο ΕΦΚΑ), έλαβαν υπόψη και την ένταξη στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, και, προφανώς, και τους απαιτούμενους για την αντιμετώπιση του οικονομικού βάρους, που θα συνεπαγόταν η ένταξη αυτή, πόρους [βλ. την, προς το σκοπό κάλυψης εν μέρει της επιβάρυνσης που θα προκληθεί στον ανωτέρω Κλάδο από την ένταξη αυτή, πρόβλεψη καταβολής επιπρόσθετης εισφοράς από την ΕΤΕ στην παρ. 8 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020], και αφετέρου επιστημονική μελέτη ως προς την επάρκεια γενικώς των συντάξεων, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προβλεπόμενες συντάξεις παρέχουν «ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο». Συνεπώς, ο παρατιθέμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι δεν έχει προηγηθεί αναφορικά με την επάρκεια των επικουρικών συντάξεων ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη. Κατά τα λοιπά ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι δεν απαιτείτο να περιέχεται στην επιστημονική μελέτη, που συνετάγη γενικώς για την επάρκεια των χορηγούμενων από τον e-ΕΦΚΑ συνταξιοδοτικών παροχών, εκτίμηση για την επάρκεια της καταβλητέας ειδικά στους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από τον e-ΕΦΚΑ επικουρικής σύνταξης ενόψει του ότι αυτή είναι μειωμένη κατά ποσοστό 50% περίπου, κατά τους αιτούντες, σε σχέση με την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό του ΛΕΠΕΤΕ παροχή, εφόσον, αφενός, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 24, δεν προκύπτει από το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη υποχρέωση του Κράτους για καταβολή επικουρικής σύνταξης ανάλογου ύψους με την προβλεπόμενη σε κανονισμό λειτουργίας λογαριασμού ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι ο ΛΕΠΕΤΕ, παροχή και, αφετέρου, το ύψος της επικουρικής σύνταξης, που δικαιούται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, η συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε οι αιτούντες ισχυρίζονται, ότι υπολείπεται του ύψους της επικουρικής σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις γενικές διατάξεις που ισχύουν για την χορήγηση της επικουρικής σύνταξης (βλ. και το από 29.1.2021 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών του e-ΕΦΚΑ προς το Δικαστήριο). Εξάλλου, δεν χρειαζόταν να προκύπτει από ειδική επιστημονική μελέτη η ανάγκη υπαγωγής των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, εφόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δέχονται και οι ίδιοι οι αιτούντες, αδιαφόρως για ποιόν λόγο, πάντως δεν ελάμβαναν καμία επικουρική παροχή από τον ΛΕΠΕΤΕ από τον Δεκέμβριο του 2017, με τις επίμαχες δε ρυθμίσεις ο νομοθέτης απέβλεψε στην εξασφάλιση της καταβολής, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους παροχής από τον ειδικό αυτό λογαριασμό. Καθό δε μέρος προβάλλεται ότι θα έπρεπε να προκύπτει από ειδική επιστημονική μελέτη η ανάγκη κατάργησης του ΛΕΠΕΤΕ και της μετατροπής των ενοχικών αξιώσεων των υπαγομένων σε αυτόν σε επικουρική σύνταξη, ο λόγος είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020, δεν καταργήθηκε ο ΛΕΠΕΤΕ ούτε μετετράπησαν τυχόν ενοχικές αξιώσεις των υπαγομένων σε αυτόν κατά της ΕΤΕ σε επικουρική σύνταξη. Τέλος, από την επίμαχη επιστημονική μελέτη δεν απαιτείτο να προκύπτει ο λόγος για τον οποίο προσδιορίσθηκε το συγκεκριμένο ύψος και το χρονικό διάστημα καταβολής της επιπρόσθετης εισφοράς της ΕΤΕ [δηλαδή εισφοράς πέραν εκείνης που καταβάλλει η ΕΤΕ ως εργοδότης], η οποία προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του ν. 4680//2020, διότι το ζήτημα της τυχόν ανάγκης καταβολής από τον εργοδότη επιπρόσθετης εισφοράς στον φορέα κοινωνικής ασφάλισης και του ύψους αυτής δεν αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω μελέτης, η οποία αποβλέπει στην τεκμηρίωση της επάρκειας των προβλεπομένων να καταβληθούν συνταξιοδοτικών παροχών, αλλά ζήτημα, το οποίο έχει σχέση με την βιωσιμότητα του φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
  9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι συνιστούν αναδρομική επέμβαση του νομοθέτη σε εκκρεμή δικαστική διένεξη μεταξύ των αιτούντων και της ΕΤΕ, με την οποία η ΕΤΕ απαλλάσσεται από το σύνολο των υποχρεώσεών της έναντι των αιτούντων και του ΛΕΠΕΤΕ, με αποτέλεσμα να αποβαίνουν οι εκκρεμείς δίκες υπέρ αυτής. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 συνιστούν απαγορευμένη, κατά το άρθρο 107 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), κρατική ενίσχυση υπέρ της ΕΤΕ, διότι με την κατάργηση του ΛΕΠΕΤΕ και των αξιώσεων των αιτούντων για λήψη των παροχών επικούρησης, η ΕΤΕ απαλλάσσεται από το οικονομικό βάρος που συνεπάγεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της έναντι των συνταξιούχων του Λογαριασμού και, με τον τρόπο αυτό, αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των λοιπών τραπεζικών επιχειρήσεων. Καθόσον δε η απαλλαγή της ΕΤΕ από τις υποχρεώσεις της συνοδεύεται από την μετακύλιση μέρους των εν λόγω υποχρεώσεων στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, καθ’ υποκατάσταση της τράπεζας και κατ’ αντικατάσταση της παροχής του ΛΕΠΕΤΕ με χορήγηση επικουρικής σύνταξης, το επίμαχο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα παρέχεται με κρατικούς πόρους. Για το ως άνω δε μέτρο κρατικής ενίσχυσης δεν τηρήθηκε η διαδικασία προηγούμενης ενημέρωσης της Επιτροπής που ορίζεται στο άρθρο 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Συναφώς προς τους ανωτέρω ισχυρισμούς τους, οι αιτούντες ζητούν την υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Οι ανωτέρω δύο λόγοι ακυρώσεως, στρεφόμενοι κατά των προσβαλλόμενων και αφορωσών τους αιτούντες πράξεων “ανάλυσης πληρωμής επικουρικής σύνταξης’, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 26, καθόσον προϋποθέτουν αμφισβήτηση του κύρους της διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να ελεγχθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, εφόσον οι ως άνω παραδεκτώς προσβαλλόμενες πράξεις δεν έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της εν λόγω διάταξης. Το κύρος της διάταξης αυτής μπορεί να ελεγχθεί, όπως ήδη εκτέθηκε, στο πλαίσιο των δικαστικών διενέξεων των αιτούντων με την ΕΤΕ ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία είναι αρμόδια να αποφανθούν ως προς την έννοια και την τυχόν επιρροή της εν λόγω διάταξης στις διενέξεις αυτές. (..)