Περίληψη: Ακύρωση αποφάσεως του Υπ. Εργασίας περί μη εγκρίσεως του σχεδίου απολύσεων (Ν. 1387/83) - Η διαφορά παρουσιάζει στοιχείο ενωσιακής διασυνοριακότητος και έλκεται εις εφαρμογήν το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο - Εφαρμογή των κριθέντων με την απόφαση του ΔΕΕ της 21-12-2016.
...) Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 13449/246/ 26.4.2013 του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, με την οποία αποφασίσθηκε, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 1387/83, να μην εγκριθούν οι σχεδιαζόμενες από την αιτούσα ομαδικές απολύσεις στο εργοστάσιό της (παραγωγής τσιμέντου) στη Χαλκίδα.
3. Υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως παρεμβαίνει, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, το σωματείο «Ένωση Εργαζομένων Τσιμέντων Χαλκίδας», το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του, έχει σκοπό την προστασία και προαγωγή των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του (εργαζομένων στο ως άνω εργοστάσιο της αιτούσης).
4. Η υπόθεση συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 10.2.2015 στο ακροατήριο του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με την απόφαση 1254/2015(παρ. 2) ανέβαλε την οριστική κρίση και διετύπωσε προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) τα εξής προδικαστικά ερωτήματα: α) Αν είναι συμβατή με την Οδηγία 98/59 ΕΚ και με τα άρθρα 49 και 63 της ΣΛΕΕ η ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 1387/83, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο προέβλεπε τον έλεγχο των ομαδικών απολύσεων των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, από διοικητικό όργανο, βάσει των κριτηρίων α) των συνθηκών της αγοράς εργασίας, β) της καταστάσεως της εργοδοτικής επιχειρήσεως και γ) του συμφέροντος της Εθνικής Οικονομίας. β) Σε περίπτωση αποφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος, αν σοβαροί κοινωνικοί λόγοι, όπως η οξεία οικονομική κρίση και η ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία, καθιστούν συμβατή την ως άνω εθνική νομοθεσία με τις ίδιες διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήδη η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο προς νέα συζήτηση, μετά την έκδοση επί των ως άνω προδικαστικών ερωτημάτων της από 21.12.2016 αποφάσεως του ΔΕΕ, C-201/15, Α.Γ.Ε.Τ. Ηρακλής.(παρ. 3)
5. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα, η οποία ανήκει στον πολυεθνικό όμιλο L. και δραστηριοποιείται στην παραγωγή, διανομή και εμπορία τσιμέντου, διαθέτοντας στην Ελλάδα τρία εργοστάσια (στην Αγριά Βόλου, στο Αλιβέρι και στη Χαλκίδα), άρχισε από το έτος 2011 να αντιμετωπίζει πρόβλημα μείωσης της ζήτησης του παραγομένου στο εργοστάσιο της Χαλκίδας προϊόντος και πτώση, κάτω του 10%, της αξιοποίησης των εγκαταστάσεων του ίδιου εργοστασίου. Αρχικά, η αιτούσα έθεσε σε εφαρμογή, από 16.12.2012, πρόγραμμα εκ περιτροπής απασχόλησης των εργαζομένων στο εργοστάσιο. Ακολούθως, το Διοικητικό Συμβούλιο της αιτούσης, με απόφασή του της 25.3.2013, ενέκρινε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής, το οποίο προέβλεπε την οριστική διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας. Στο από 26.3.2013 δελτίο τύπου της αιτούσης αναφέρονται τα εξής: «Στόχος του προγράμματος αναδιάρθρωσης είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ύφεσης στον κατασκευαστικό τομέα, η στήριξη της βιωσιμότητας της εταιρίας και η διασφάλιση των προϋποθέσεων για ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Ομίλου, τόσο στην εγχώρια αγορά, όσο και στις αγορές του εξωτερικού. Η νέα δομή περιλαμβάνει την παραγωγή τσιμέντου από τα δυο εργοστάσια Βόλου και Μηλακίου Ευβοίας, αξιοποιώντας τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, ιδιαίτερα των λιμενικών τους εγκαταστάσεων, για την εξυπηρέτηση της εσωτερικής αγοράς και την ενίσχυση της εξαγωγικής παρουσίας της ΑΓΕΤ Ηρακλής στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Η λειτουργία του εργοστασίου Χαλκίδας, η παραγωγική δραστηριότητα του οποίου βρίσκεται σε αδράνεια από τον Ιούλιο του 2011, παύει οριστικά. Η απόφαση αυτή έρχεται σε συνέχεια μιας σειράς προσπαθειών με επενδύσεις σε νέα τεχνολογία παραγωγής τσιμέντου και ενεργειών για νέες δραστηριότητες, που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να καταστεί η λειτουργία της συγκεκριμένης μονάδας ανταγωνιστική και να διασφαλισθεί η βιωσιμότητά της. Ωστόσο, παρά τις σχετικές προσπάθειες, το εργοστάσιο της Χαλκίδας υπέστη σοβαρή μείωση πωλήσεων λόγω της συρρικνώσεως της κατασκευαστικής δραστηριότητας στην Αττική, κύρια αγορά του εργοστασίου, κατά 80% από το 2008 έως σήμερα. Σε συνθήκες πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας στην αγορά, το εργοστάσιο της Χαλκίδας κατέστη πλέον μη βιώσιμο. Η εφαρμογή του προγράμματος αναδιάρθρωσης έχει άμεση ισχύ. Δέσμευση και επιδίωξη της εταιρίας είναι η προσπάθεια εξεύρεσης κάθε δυνατής λύσης που θα περιορίσει τις προσωπικές και κοινωνικές επιπτώσεις από τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου Χαλκίδας στους 236 εργαζομένους, οι οποίοι επηρεάζονται. Για τον σκοπό αυτό, η εταιρία έχει καλέσει τους εκπροσώπους των εργαζομένων του εργοστασίου σε διαβούλευση ως προς την διακοπή των συμβάσεων εργασίας σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου. Με τη νέα παραγωγική δομή η εταιρία αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες των δυο παραγωγικών μονάδων και της εφοδιαστικής αλυσίδας της ΑΓΕΤ Ηρακλής, αυξάνει την παραγωγικότητά της κατά 30%, διασφαλίζει τη βιωσιμότητά της και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του μέλλοντος, ενδυναμώνοντας και εδραιώνοντας τη θέση της ως εξαγωγικής δυνάμεως στη λεκάνη της Μεσογείου. Η παραγωγική αναδιάρθρωση εκτιμάται ότι θα έχει εφάπαξ αρνητική επίδραση στα οικονομικά αποτελέσματα της ΑΓΕΤ Ηρακλής και κατ’ επέκταση του Ομίλου εταιριών Ηρακλής κατά 57 εκατ. ευρώ στη χρήση του 2013. Συγκεκριμένα, αρνητική επίδραση αναμένεται κυρίως λόγω της απομειώσεως παγίων περιουσιακών στοιχείων και ανταλλακτικών, του κόστους αποζημιώσεων προσωπικού και του κόστους φυσικών αποκαταστάσεων στη μονάδα Χαλκίδας. Όσον αφορά τις επόμενες χρήσεις, εκτιμάται ότι θα υπάρξει θετική επίδραση κατά 18 εκατ. ευρώ περίπου ανά έτος και αύξηση της παραγωγικότητας». Ακολούθως, με την από 26.3.2013 επιστολή της, η οποία κοινοποιήθηκε στους Υπουργούς Εργασίας και Ανάπτυξης, καθώς και στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Ευβοίας), η αιτούσα κάλεσε το παρεμβαίνον σωματείο σε συνάντηση στις 29.3.2013, με αντικείμενο την αναλυτική ενημέρωση για τους λόγους που οδήγησαν στην ως άνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και τη διαβούλευση με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους, όπως προβλέπεται στον ν. 1387/83. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο, κατά τη διάρκεια της συνάντησης επρόκειτο να ανακοινωθούν οι λόγοι των απολύσεων, ο αριθμός και οι κατηγορίες του προσωπικού του εργοστασίου της Χαλκίδας, ο αριθμός των εργαζομένων που επρόκειτο να απολυθούν και ο χρόνος των απολύσεων. Στις 29.3.2013 συντάχθηκε πρακτικό από τους εκπροσώπους της αιτούσης, στο οποίο βεβαιώνεται ότι οι εκπρόσωποι του παρεμβαίνοντος σωματείου δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση. Ακολούθησε νέα από 1.4.2013 πρόσκληση της αιτούσης με το ίδιο περιεχόμενο, με την οποία ορίσθηκε ημερομηνία συνάντησης η 4.4.2013, αλλά και πάλι οι εκπρόσωποι του παρεμβαίνοντος σωματείου δεν ανταποκρίθηκαν. Κατόπιν των ανωτέρω, η αιτούσα υπέβαλε στις 16.4.2013 στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας το αίτημα να εγκριθεί σχέδιό της για ομαδικές απολύσεις εργαζομένων στο εργοστάσιο της Χαλκίδας βάσει των διατάξεων του ν. 1387/83, επισυνάπτοντας τα ως άνω έγγραφα και τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της των ετών 2010, 2011 και 2012. Το αίτημα αυτό εισήχθη προς γνωμοδότηση στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, το οποίο κατά τη συνεδρίαση της 24.4.2013 γνωμοδότησε υπέρ της μη εγκρίσεως του σχεδίου απολύσεων της αιτούσης, κρίνοντας ότι η αναγκαιότητα ομαδικών απολύσεων δεν τεκμηριώνεται βάσει συγκεκριμένων και εμπεριστατωμένων στοιχείων και ότι τα προβαλλόμενα από την αιτούσα επιχειρήματα είναι αόριστα. Με βάση την εν λόγω γνωμοδότηση, καθώς και με αναφορά α) στην εκτίμηση των συνθηκών της αγοράς εργασίας, β) στην κατάσταση της επιχείρησης της αιτούσης, γ) στο συμφέρον της Εθνικής Οικονομίας και δ) στις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Έκτοτε η αιτούσα κατήγγειλε συμβάσεις εργασίας εργαζομένων στο εργοστάσιο της Χαλκίδας χωρίς να υπερβαίνει, ανά μήνα, τον αριθμό που θα συνιστούσε απαγορευμένη ομαδική απόλυση κατά τον ν. 1387/83 και την προσβαλλομένη υπουργική απόφαση.
6. Ακόμη και αν κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο έχουν λυθεί όλες οι συμβάσεις εργασίας στο εργοστάσιο της αιτούσης στη Χαλκίδα, η ίδια διατηρεί ηθικό έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, διότι: α) Διαθέτει στην Ελλάδα δύο εργοστάσια σε λειτουργία και ευλόγως ενδιαφέρεται για τη διατήρηση ομαλών σχέσεων με τους εργαζόμενους. β) Κατά την ως άνω συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας ο πρόεδρος του παρεμβαίνοντος σωματείου την κατηγόρησε ότι «είναι εχθρική προς την κοινωνία της Χαλκίδας».
7. Η κρινόμενη διαφορά παρουσιάζει στοιχείο ενωσιακής διασυνοριακότητας, διότι κύριος μέτοχος της αιτούσης είναι η γαλλικών συμφερόντων εταιρία «L*.». Επομένως, έλκεται σε εφαρμογή το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και, ειδικότερα, οι βασικές ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τις συνθήκες που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΚ απόφαση της 15.5.2003, C-300/01, Doris Salzmann, σκέψη 32, ΔΕΕ απόφαση της 22.12.2010, C-245/09, Omalet NV, σκέψεις 12-14, κ.ά.).
8. Το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 43 ΣΕΚ) ορίζει τα εξής: «Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας Συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων». Εξ άλλου, με την Οδηγία 98 /59 / ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20.7.1998 (ΕΕ L 225 / 12.8.1998) θεσπίσθηκε η ελάχιστη προστασία των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν ομαδικές απολύσεις, η οποία συνίσταται α) σε υποχρέωση διαβούλευσης με συμμετοχή των εκπροσώπων των εργοδοτών και των εργαζομένων και με στόχο την από κοινού αναζήτηση δυνατοτήτων αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και άμβλυνσης των συνεπειών τους, β) στον καθορισμό συγκεκριμένης διαδικασίας για τη διενέργεια των ομαδικών απολύσεων, η οποία περιλαμβάνει κοινοποίηση του σχετικού σχεδίου στην αρμόδια Δημόσια Αρχή για να αναζητήσει την εξεύρεση λύσεων στα γεννώμενα προβλήματα, καθώς και ορισμένη προθεσμία από την κοινοποίηση αυτή, μετά την παρέλευση της οποίας ισχύουν οι απολύσεις (άρθρα 2 και 3). Πάντως, η Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους (άρθρο 5).
9. Κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, τα άρθρα 1, 3, 5 και 6 του ν. 1387/83 «Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις» (Α’ 110), όπως τροποποιήθηκαν με τους νόμους 2736/99 (Α’ 172),(παρ. 4) 1568/85 (Α’ 177), 2874/00 (Α’ 286),(παρ. 5) 3488/06 (Α’ 191) και 3863/10 (Α’ 115),(παρ. 6) όριζαν τα εξής: «Άρθρο 1. 1. Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου. 2. Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. Άρθρο 3. 1. Ο εργοδότης, πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Ο εργοδότης οφείλει α) να παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και β) να τους ανακοινώνει εγγράφως αα) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων, ββ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων, γγ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων, δδ) το χρονικό διάστημα στο οποίο πρόκειται να γίνουν απολύσεις, εε) τα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν. Οι παραπάνω υποχρεώσεις εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη. Για παραβάσεις των υποχρεώσεων της ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης δεν λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε αναγ-καίες πληροφορίες. Η έλλειψη ενημέρωσης του εργοδότη από την επιχείρηση που έλαβε την παραπάνω απόφαση, δεν αίρει την υποχρέωσή του. 3. Αντίγραφα των εγγράφων αυτών υποβάλλονται από τον εργοδότη στο Νομάρχη και τον Επιθεωρητή Εργασίας. Εάν η επιχείρηση ή εκμετάλλευση έχει υποκαταστήματα σε περισσότερους Νομούς, τα παραπάνω αντίγραφα υποβάλλονται στον Υπουργό Εργασίας και στην Επιθεώρηση Εργασίας του τόπου της εκμετάλλευσης ή του υποκαταστήματος, όπου σχεδιάζεται να γίνουν οι απολύσεις ή οι περισσότερες από αυτές. Άρθρο 5. 1. Η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το προηγούμενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δυο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3. 2. Εάν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν αφού περάσουν δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας κατά περίπτωση. 3. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης καθώς και το συμφέρον της Εθνικής Οικονομίας, μπορεί είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφερομένων μερών, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Πριν από την έκδοση της παραπάνω απόφασης ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας, που εδρεύει σε κάθε νομό, ή του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, αντίστοιχα. Τα γνωμοδοτικά αυτά όργανα, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να καλούν και να ακούουν τόσο τους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζομένων και τον ενδιαφερόμενο εργοδότη, όσο και πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις πάνω σε επί μέρους τεχνικά θέματα. 4. Ο εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας. Εάν δεν εκδοθεί τέτοια απόφαση μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται στην έκταση που δέχτηκε ο εργοδότης κατά τις διαβουλεύσεις. Άρθρο 6. 1. Ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι άκυρες». Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του ν. 1387 / 83, σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας, μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων, για ομαδικές απολύσεις, η διενέργειά τους εξαρτάται από την παροχή ή μη εγκρίσεως από την αρμόδια Διοικητική Αρχή, η οποία κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στο σχετικό σχέδιο απολύσεων του εργοδότη με βάση α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της Εθνικής Οικονομίας.
10. Το Δ.Ε.Ε., επιληφθέν στην απόφασή του της 21.12.2016, C-201/15, Ανώνυμη Γενική Εταιρία Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής), των προδικαστικών ερωτημάτων που διατυπώθηκαν με την απόφαση 1254 / 2015 του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, επεσήμανε εν πρώτοις ότι μια νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία θέτει υπό διοικητική έγκριση τις αποφάσεις των επιχειρήσεων να προβαίνουν σε ομαδικές απολύσεις, είναι ικανή να καταστήσει, για τις επιχειρήσεις με προέλευση άλλα κράτη μέλη, εξ αρχής λιγότερο ελκυστική την εγκατάσταση στο εν λόγω κράτος μέλος και, εν συνεχεία, να περιορίσει σημαντικά ή και να εξαλείψει τη δυνατότητά τους να ρυθμίσουν τη δραστηριότητά τους ή και να την παύσουν, αποδεσμευόμενες από τις συμβατικές σχέσεις τους με τους εργαζόμενους που έχουν προσλάβει (σκ. 56). Μολονότι μια εθνική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο για την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως που κατοχυρώνει το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν αφ’ ενός μεν τη δυνητική έκταση της επιπτώσεως, αφ’ ετέρου δε την πάγια νομολογία του κατά την οποία επιτρέπεται περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως εφ’ όσον δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (σκ. 61), έκρινε ότι «ένας μηχανισμός ρυθμίσεως των ομαδικών απολύσεων μπορεί, δεδομένης κυρίως της ελλείψεως κανόνων της Ένωσης που να αποτρέπουν τέτοιες απολύσεις, πέραν των σχετικών με την πληροφόρηση και τη διαβούλευση κανόνων της Οδηγίας 98/59 ΕΚ, να αποδειχθεί ικανός να συμβάλει στην ενίσχυση της αποτελεσματικής προστασίας των εργαζομένων και των θέσεων εργασίας τους, διά της επί της ουσίας ρυθμίσεως της λήψεως τέτοιων οικονομικής και εμπορικής φύσεως αποφάσεων από τις επιχειρήσεις» (σκ. 92) και ότι «τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ αρχήν, ευλόγως να θεωρήσουν ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου ρυθμιστικού μηχανισμού είναι αναγκαία για τη διασφάλιση αυξημένου επιπέδου προστασίας των εργαζομένων και των θέσεων εργασίας τους» (σκ. 93). Επομένως, εξεταζόμενο επί της αρχής, ένα ρυθμιστικό πλαίσιο προϋποθέσεων πραγματοποιήσεως ομαδικών απολύσεων δεν αποκλείεται, κατά το ΔΕΕ, να ικανοποιεί τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας και να είναι συμβατό με το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ που κατοχυρώνει την ελευθερία εγ-καταστάσεως (σκ. 94). Όμως, εξετάζοντας τα κριτήρια, επί τη βάσει των οποίων ασκείται ο διοικητικός έλεγχος των ομαδικών απολύσεων δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 1387/83, το ΔΕΕ έκρινε, ως προς μεν το κριτήριο του συμφέροντος της Εθνικής Οικονομίας ότι κατατείνει στην επίτευξη σκοπού οικονομικής φύσεως και γι’ αυτό δεν δικαιολογεί περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας κατοχυρωμένης από τη ΣΛΕΕ (σκ. 72 και 97), ως προς δε τα άλλα δύο κριτήρια, των συνθηκών της αγοράς εργασίας και της καταστάσεως της επιχειρήσεως, ότι είναι διατυπωμένα «κατά τρόπο υπέρμετρα γενικό και ασαφή» (σκ. 99). Ειδικότερα, κατά το ΔΕΕ: α) «Σε περίπτωση όπου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με την εξουσία εναντιώσεως που διαθέτει ο υπουργός, η εξουσία επεμβάσεως κράτους μέλους ή Δημόσιας Αρχής δεν υπόκειται σε καμιά προϋπόθεση, πέραν της γενικής διατυπώσεως ορισμένων κριτηρίων και χωρίς να διευκρινίζονται οι συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις ασκήσεως της εξουσίας αυτής, προκαλείται σοβαρός περιορισμός της οικείας ελευθερίας, ο οποίος, προκειμένου περί αποφάσεων οι οποίες έχουν θεμελιώδη σημασία για τον βίο της επιχειρήσεως, δύναται να επιφέρει την πλήρη αποδυνάμωση της συγκεκριμένης ελευθερίας» (σκ. 99). β) «Μολονότι δε η Δημόσια Αρχή που διαθέτει εν προκειμένω εξουσία μη εγκρίσεως της ομαδικής απολύσεως οφείλει, κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, να προβεί σε ανάλυση του φακέλου, να λάβει υπ’ όψιν την κατάσταση της επιχειρήσεως και τις συνθήκες της αγοράς εργασίας και να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση, εν τούτοις διαπιστώνεται ότι, ελλείψει διευκρινίσεων σχετικά με τις συγκεκριμένες περιστάσεις ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας, οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες δεν γνωρίζουν υπό ποίες συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις μπορεί να ασκηθεί η εξουσία αυτή, καθώς οι περιπτώσεις δυνητικής ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας είναι πολυάριθμες, απροσδιόριστες και μη προσδιορίσιμες, με συνέπεια η αρμόδια Αρχή να διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που δεν μπορεί ευχερώς να ελεγχθεί. Τέτοια κριτήρια, τα οποία είναι ασαφή και δεν στηρίζονται σε αντικειμενικές και δυνάμενες να ελεγχθούν προϋποθέσεις, υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν ικανοποιούν τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας» (σκ. 100). γ) «Εξ άλλου, το να υπόκειται η άσκηση μιας τέτοιας εξουσίας εναντιώσεως στον έλεγχο του εθνικού δικαστή αποτελεί στοιχείο αναγκαίο για την προστασία των επιχειρήσεων έναντι της εφαρμογής των κανόνων περί ελεύθερης εγκαταστάσεως, όμως το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για την εξάλειψη της ασυμβατότητας των δύο προαναφερθέντων κριτηρίων εκτιμήσεως με τους εν λόγω κανόνες, δεδομένου, ειδικότερα, ότι από την επίμαχη ρύθμιση δεν προκύπτουν αρκούντως σαφή κριτήρια βάσει των οποίων το εθνικό δικαστήριο δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους της Διοικητικής Αρχής» (σκ. 101). δ) «Επομένως, ένα σύστημα ελέγχου και εναντιώσεως όπως αυτό που έχει θεσπιστεί με την επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, παραβιάζει το άρθρο 49 ΣΛΕΕ» (σκ. 102). Τέλος, το ΔΕΕ έκρινε ότι η οξεία οικονομική κρίση και το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ανεργίας δεν είναι λόγοι ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως που κατοχυρώνει το άρθρο 49 ΣΛΕΕ (σκ. 107). Με τις σκέψεις αυτές το ΔΕΕ απεφάνθη ότι «το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση» όπως αυτή του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 1387/83.
11. Με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη υπουργική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, διότι εκδόθηκε βάσει του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 1387/83, το οποίο ήταν ανεφάρμοστο λόγω αντιθέσεώς του με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ που κατοχυρώνει την ελευθερία εγκαταστάσεως. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα (σκ. 7), αυτός ο λόγος ακυρώσεως προβάλλεται παραδεκτώς, διότι η κρινόμενη διαφορά παρουσιάζει στοιχείο ενωσιακής διασυνοριακότητας. Πρέπει δε να γίνει δεκτός ο ίδιος λόγος, ως βάσιμος, επί τη βάσει των κριθέντων με την εκδοθείσα επί του σχετικού προδικαστικού ερωτήματος απόφαση του ΔΕΕ της 21.12.2016, C-201/15, Ανώνυμη Γενική Εταιρία Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής).
12. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί η απόφαση 13449 / 246 / 26.4.2013 του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας για τον αναφερόμενο στην προηγούμενη σκέψη λόγο ακυρώσεως, αλυσιτελούς καθισταμένης της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων, και να απορριφθεί η παρέμβαση.