Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C- 32/19 περί «ελεύθερης κυκλοφορίας εργαζομένων και απόκτησης δικαιωμάτων σύνταξης γήρατος»

Περίληψη:Το άρθρο 17 παρ. 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ έχει την έννοια ότι για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από την παρέλευση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής, οι προϋποθέσεις περί εργασίας στο κράτος αυτό τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και περί συνεχούς διαμονής σε αυτό για περισσότερα από τρία έτη έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο το οποίο, κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του, έχει φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος.

 

Διαβάστε περισσότερα:

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 22ας Ιανουαρίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ιθαγένεια της Ένωσης – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Δικαίωμα μόνιμης διαμονής – Απόκτηση του δικαιώματος πριν από τη συμπλήρωση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής – Πρόσωπο το οποίο κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του έχει φθάσει στην ηλικία για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος»

Στην υπόθεση C‑32/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

AT

κατά

Pensionsversicherungsanstalt,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, πρόεδρο του δεκάτου τμήματος, E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο του πέμπτου τμήματος, και E. Juhász, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο Pensionsversicherungsanstalt, εκπροσωπούμενος από τους J. Milchram, A. Ehm και T. Mödlagl, Rechtsanwälte,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll και τον G. Hesse,

η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, H. Shev, H. Eklinger και J. Lundberg,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.-R. Killmann και J. Tomkin και από την E. Montaguti,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του AT και του Pensionsversicherungsanstalt (οργανισμού συντάξεων, Αυστρία), σχετικά με την άρνηση του οργανισμού αυτού να χορηγήσει στον AT, ως συμπλήρωμα της σύνταξης γήρατος που λαμβάνει, το προβλεπόμενο από την αυστριακή νομοθεσία αντισταθμιστικό επίδομα.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1251/70

3

Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ’ αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), στην παράγραφο 1 όριζε τα εξής:

«Έχει το δικαίωμα μονίμου παραμονής στο έδαφος Κράτους μέλους:

α)

Ο εργαζόμενος ο οποίος, κατά τη στιγμή που παύει την δραστηριότητά του, έχει συμπληρώσει την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία του κράτους αυτού ηλικία προς συνταξιοδότηση λόγω γήρατος και ο οποίος είχε σ’ αυτό απασχόληση κατά την διάρκεια των [δώδεκα] τελευταίων μηνών τουλάχιστον και έχει […] διαμείνει συνεχώς εκεί περισσότερο από τρία έτη·

[…]».

Η οδηγία 75/34/ΕΟΚ

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 191), στην παράγραφο 1 προέβλεπε τα εξής:

«Κάθε Κράτος μέλος αναγνωρίζει δικαίωμα μόνιμης παραμονής στην επικράτειά του:

α)

στο πρόσωπο εκείνο το οποίο, κατά την στιγμή που παύει την δραστηριότητά του, έχει συμπληρώσει την προβλεπόμενη από την νομοθεσία του Κράτους αυτού ηλικία προς συνταξιοδότηση λόγω γήρατος και έχει ασκήσει στο Κράτος αυτό την δραστηριότητά του τουλάχιστον κατά την διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, έχει δε διαμείνει συνεχώς εκεί περισσότερο από τρία έτη·

σε περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία του Κράτους μέλους αυτού δεν αναγνωρίζει δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος σε ορισμένες κατηγορίες μη μισθωτών εργαζομένων, η προϋπόθεση της ηλικίας θεωρείται πληρωθείσα, εφ’ όσον ο δικαιούχος έχει συμπληρώσει το 65ο έτος·

[…]».

Η οδηγία 2004/38

5

Οι αιτιολογικές σκέψεις 10 και 17 έως 19 της οδηγίας 2004/38 έχουν ως εξής:

«(10)

Οι απολαύοντες του δικαιώματος διαμονής δεν θα πρέπει, ωστόσο, να καθίστανται υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά την αρχική περίοδο διαμονής τους. Για τον σκοπό αυτό, το δικαίωμα διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών, θα πρέπει να υπόκειται σε όρους.

[…]

(17)

Το δικαίωμα μόνιμης διαμονής για τους πολίτες της Ένωσης που έχουν επιλέξει να εγκατασταθούν μακροχρόνια στο κράτος μέλος υποδοχής ενισχύει τη συνείδηση της ιθαγένειας της Ένωσης και συμβάλλει καθοριστικά στην προαγωγή της κοινωνικής συνοχής, που αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις στόχους της Ένωσης. Για το λόγο αυτόν, ενδείκνυται να καθιερωθεί δικαίωμα μόνιμης διαμονής για όλους τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, που έχουν διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής, τηρουμένων των όρων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, επί ένα συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών και δεν έχει ληφθεί κατά αυτών μέτρο απέλασης.

(18)

Το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, άπαξ αποκτηθεί, δεν θα πρέπει να υπόκειται σε όρους, προκειμένου να αποτελεί ένα πραγματικό μέσο ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο διαμένει ο πολίτης της Ένωσης.

(19)

Θα πρέπει, ωστόσο, να διατηρηθούν ορισμένα πλεονεκτήματα τα οποία αφορούν ειδικά τους πολίτες της Ένωσης που είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί και τα μέλη των οικογενειών τους, δεδομένου ότι αποτελούν κεκτημένα δικαιώματα, παραχωρηθέντα με τον κανονισμό [1251/70] και με την οδηγία [75/34] που είναι δυνατό να επιτρέπουν στα πρόσωπα αυτά να αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής πριν να διαμείνουν πέντε έτη στο κράτος μέλος υποδοχής.»

6

Το κεφάλαιο III της οδηγίας 2004/38 φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής» και περιλαμβάνει τα άρθρα 6 έως 15.

7

Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, που επιγράφεται «Δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες χωρίς κανένα όρο ή διατύπωση πέραν της απαίτησης κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου.»

8

Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)

είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)

διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

γ)

έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και

διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, ή

δ)

είναι μέλη της οικογένειας τα οποία συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης που πληροί τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ).»

9

Το άρθρο 14 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής», ορίζει τα εξής:

«1.   Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 6, ενόσω δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, ενόσω πληρούν τους όρους των άρθρων αυτών.

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσον ο πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους των άρθρων 7, 12 και 13, τα κράτη μέλη δύνανται να ελέγχουν εάν πληρούνται οι όροι αυτοί. Ο έλεγχος αυτός δεν διενεργείται συστηματικά.»

10

Το κεφάλαιο IV της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα μόνιμης διαμονής», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τμήμα Ι, με τίτλο «Επιλεξιμότητα», στο οποίο βρίσκονται τα άρθρα 16 και 17 της οδηγίας αυτής.

11

Το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας, υπό τον τίτλο «Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III.»

12

Το άρθρο 17 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρεκκλίσεις για τα πρόσωπα τα οποία δεν εργάζονται πλέον στο κράτος μέλος υποδοχής και για τα μέλη των οικογενειών τους», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από τη συμπλήρωση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής απολαύουν:

α)

οι μισθωτοί ή οι μη μισθωτοί, οι οποίοι, κατά το χρόνο παύσης της εργασίας τους, έχουν φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος, ή μισθωτοί οι οποίοι έχουν παύσει να ασκούν μισθωτή δραστηριότητα λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι εργάσθηκαν στο εν λόγω κράτος μέλος τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και ότι έχουν διαμείνει εκεί συνεχώς για περισσότερα από τρία έτη.

[…]»

Το αυστριακό δίκαιο

13

Το άρθρο 53 του Niederlassungs- und Aufenthaltsgesetz (νόμου περί εγκαταστάσεως και διαμονής, BGBl. I, 100/2005), όπως ισχύει για την υπόθεση της κύριας δίκης, στις παραγράφους 1 και 3 ορίζει τα εξής:

«1)   Οι πολίτες [του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)] που απολαύουν δικαιώματος διαμονής δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης (άρθρα 51 και 52) αποκτούν μετά τη συμπλήρωση πενταετούς νόμιμης και συνεχούς διαμονής στην επικράτεια της χώρας δικαίωμα μόνιμης διαμονής ανεξαρτήτως της περαιτέρω συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 51 και 52. Κατόπιν σχετικής αίτησης, τους χορηγείται αμελλητί έγγραφο που πιστοποιεί τη μόνιμη διαμονή τους, αφού εξακριβωθεί η διάρκεια της διαμονής.

[…]

3)   Κατά παρέκκλιση από τη διάταξη της παραγράφου 1, οι πολίτες του ΕΟΧ αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής πριν από τη συμπλήρωση πενταετίας σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, σημείο 1, εάν:

1.

κατά τον χρόνο παύσεως της εργασίας τους έχουν φθάσει στην κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως ή είναι μισθωτοί οι οποίοι έχουν παύσει να ασκούν μισθωτή δραστηριότητα λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι εργάσθηκαν στην επικράτεια της χώρας τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και ότι έχουν διαμείνει στην επικράτεια της χώρας συνεχώς για περισσότερα από τρία έτη·

2.

διέμεναν συνεχώς για περισσότερα από δύο έτη στην επικράτεια της χώρας και έπαυσαν να εργάζονται εκεί εξαιτίας μόνιμης ανικανότητας προς εργασία. Δεν επιβάλλεται περιορισμός στη διάρκεια της παραμονής αν η ανικανότητα αυτή είναι συνέπεια εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας που παρέχει ευεργέτημα το οποίο καταβάλλεται στον ενδιαφερόμενο εν όλω ή εν μέρει από αυστριακό ασφαλιστικό οργανισμό συντάξεων· ή

3.

μετά τη συμπλήρωση τριών ετών συνεχούς απασχολήσεως και διαμονής στην επικράτεια της χώρας ασκούν δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατηρώντας τον τόπο διαμονής τους στην επικράτεια της χώρας, όπου και επιστρέφουν, καταρχήν, τουλάχιστον άπαξ εβδομαδιαίως.

Για τους σκοπούς της απόκτησης του δικαιώματος που προβλέπεται στα σημεία 1 και 2, οι περίοδοι απασχολήσεως σε άλλο κράτος μέλος λογίζονται ως περίοδοι απασχολήσεως στην επικράτεια της χώρας. […]»

14

Το άρθρο 292 του Allgemeines Sozialversicherungsgesetz (γενικού νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων) στην παράγραφο 1 προβλέπει τα εξής:

«Σε περίπτωση που η σύνταξη, μαζί με το καθαρό εισόδημα του συνταξιούχου από άλλες πηγές και τα ποσά που λαμβάνονται υπόψη κατά το άρθρο 294, υπολείπεται του ισχύοντος στην περίπτωσή του ορίου (άρθρο 293), ο συνταξιούχος δικαιούται συμπληρωματικό της συντάξεως αντισταθμιστικό επίδομα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, υπό την προϋπόθεση της συνήθους και νόμιμης διαμονής του στη χώρα.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15

Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, ο οποίος γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1950 και έχει τη ρουμανική ιθαγένεια, διαμένει στην Αυστρία συνεχώς από τις 21 Αυγούστου 2013 και στις 28 Ιανουαρίου 2015 συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης.

16

Από την 1η Οκτωβρίου 2013 μέχρι και τη συνταξιοδότησή του, στις 31 Αυγούστου 2015, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης εργαζόταν σε κατάστημα ψιλικών δώδεκα ώρες την εβδομάδα. Από την 1η Απριλίου 2016 έως την 1η Φεβρουαρίου 2017, ημερομηνία της οριστικής απόσυρσής του από τον ενεργό επαγγελματικό βίο, εργάσθηκε εκ νέου στο κατάστημα ψιλικών για λιγότερο από 20 ώρες την εβδομάδα, οι οποίες προβλέπονταν στη σύμβαση εργασίας του, προκειμένου να μπορεί να λάβει βεβαίωση καταχώρισης στο μητρώο μισθωτών, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου περί εγκαταστάσεως και διαμονής, βεβαίωση που του χορηγήθηκε από τις αυστριακές αρχές στις 10 Αυγούστου 2016.

17

Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης λαμβάνει αυστριακή σύνταξη γήρατος που ανέρχεται σε 26,73 ευρώ μηνιαίως, η οποία προστίθεται στη ρουμανική σύνταξη γήρατος, που ανέρχεται σε 204 ευρώ μηνιαίως.

18

Στις 14 Φεβρουαρίου 2017 ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ζήτησε να λάβει, από 1ης Μαρτίου 2017, το αντισταθμιστικό επίδομα του άρθρου 292 του γενικού νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, ως συμπλήρωμα στη σύνταξη γήρατος. Προς στήριξη του αιτήματός του, προέβαλε το γεγονός ότι είχε δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην Αυστρία, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38.

19

Ο οργανισμός συντάξεων απέρριψε το εν λόγω αίτημα, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων της κύριας δίκης δεν διέμενε νομίμως στην Αυστρία.

20

Το Landesgericht Graz (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Graz, Αυστρία) απέρριψε την προσφυγή που άσκησε ο αναιρεσείων της κύριας δίκης κατά της απόφασης του οργανισμού συντάξεων. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, ήτοι η εργασία εντός του κράτους μέλους υποδοχής τουλάχιστον τους τελευταίους δώδεκα μήνες, καθώς και η συνεχής διαμονή εντός του εν λόγω κράτους μέλους επί τρία έτη, έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση προσώπου το οποίο παύει να εργάζεται διότι συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης. Ο AT δεν πληρούσε όμως τις προϋποθέσεις αυτές.

21

Το Oberlandesgericht Graz (εφετείο Graz, Αυστρία) απέρριψε την έφεση που άσκησε ο AT κατά της απόφασης του Landesgericht Graz (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Graz), επικυρώνοντας την ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

22

Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία), ενώπιον του οποίου άσκησε αναίρεση ο AT, επισημαίνει ότι δεν αμφισβητείται ότι το πρόσωπο αυτό, ως πολίτης της Ένωσης που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, τουλάχιστον αφότου έληξε η δεύτερη σχέση εργασίας, δεν διαθέτει επαρκείς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της ίδιας οδηγίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο προσθέτει ότι κατά την ημερομηνία που ήταν κρίσιμη βάσει του αυστριακού δικαίου, ήτοι την 1η Μαρτίου 2017, το εν λόγω πρόσωπο δεν είχε ακόμη συμπληρώσει πέντε έτη συνεχούς διαμονής στην Αυστρία.

23

Ως εκ τούτου, προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιόν του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι χρονικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, in fine, της οδηγίας 2004/38 έχουν εφαρμογή και για τους μισθωτούς ή μη μισθωτούς οι οποίοι, κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας τους, έχουν ήδη συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης στο κράτος υποδοχής.

24

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι το ζήτημα του ακριβούς χρονικού σημείου κατά το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ότι έπαυσε να εργάζεται ο αναιρεσείων της κύριας δίκης δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, όποια ημερομηνία και αν θεωρηθεί ορθή, δεν θα πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας. Συγκεκριμένα, αφενός, όταν ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, στις 31 Αυγούστου 2015, έπαυσε για πρώτη φορά να εργάζεται στην Αυστρία αφού συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικίας συνταξιοδότησης, είχε, βεβαίως, εργασθεί κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες, αλλά δεν είχε συμπληρώσει συνεχή τριετή διαμονή εντός του εν λόγω κράτους μέλους. Αφετέρου, όταν η δεύτερη δραστηριότητά του έληξε, την 1η Φεβρουαρίου 2017, είχε διαμείνει στο εν λόγω κράτος μέλος για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών, αλλά η δεύτερη αυτή δραστηριότητα είχε διαρκέσει μόνο δέκα μήνες πριν από την οριστική αποχώρησή του από τον ενεργό επαγγελματικό βίο.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2004/38] την έννοια ότι ένας μισθωτός, ο οποίος, κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του, έχει φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους απασχολήσεως για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος, πρέπει να έχει εργαστεί τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και να έχει διαμείνει στο κράτος απασχολήσεως συνεχώς για περισσότερα από τρία έτη, προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής πριν από τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος πέντε ετών;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2004/38 την έννοια ότι οι εργαζόμενοι απολαύουν δικαιώματος μόνιμης διαμονής εάν αρχίσουν να ασκούν δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος σε χρόνο κατά τον οποίον είναι προβλέψιμο ότι μπορούν να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους μόνο για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα έως τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και ότι, πάντως μετά την παύση της δραστηριότητάς τους, θα είναι αναγκασμένοι, λόγω των χαμηλών τους εισοδημάτων, να προσφύγουν στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

26

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από την παρέλευση συνεχούς περιόδου πέντε ετών διαμονής, οι προϋποθέσεις περί εργασίας στο κράτος αυτό τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και περί συνεχούς διαμονής για περισσότερα από τρία έτη έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο το οποίο κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του έχει φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος.

27

Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα της διάταξης αυτής, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω διάταξη, για την αναγνώριση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, αναφέρεται σε δύο περιστάσεις σχετικές με το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος παύει να εργάζεται, ήτοι, αφενός, στη συμπλήρωση της ηλικίας που ορίζεται από τη σχετική εθνική νομοθεσία για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος και, αφετέρου, στην παύση της εργασίας λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης.

28

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, πρέπει ενδεχομένως να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων, ωστόσο από κανένα στοιχείο της διάταξης αυτής δεν προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις περί χρονικού διαστήματος εργασίας και περί διάρκειας της διαμονής πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στις καταστάσεις στις οποίες η παύση της εργασίας οφείλεται σε πρόωρη συνταξιοδότηση.

29

Συγκεκριμένα, από τη δομή της διάταξης αυτής προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις που παρατίθενται στο τέλος της περιόδου, με την εισαγωγική φράση «υπό την προϋπόθεση ότι», ισχύουν τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη περίπτωση που ρυθμίζεται από την εν λόγω διάταξη. Επομένως, οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται από το πρόσωπο το οποίο, κατά τον χρόνο που παύει να εργάζεται, έχει συμπληρώσει την ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος.

30

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την όλη οικονομία της οδηγίας 2004/38. Διαπιστώνεται, στο πλαίσιο αυτό, κατά πρώτον, ότι στην αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας αυτής επισημαίνεται ότι πρέπει να διατηρηθούν ορισμένα πλεονεκτήματα τα οποία αφορούν ειδικά τους πολίτες της Ένωσης που είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι και τα μέλη των οικογενειών τους, δεδομένου ότι τα εν λόγω πλεονεκτήματα αποτελούν κεκτημένα δικαιώματα, παραχωρηθέντα με τον κανονισμό 1251/70 και με την οδηγία 75/34, που είναι δυνατόν να επιτρέπουν στα πρόσωπα αυτά να αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής πριν διαμείνουν πέντε έτη στο κράτος μέλος υποδοχής.

31

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1251/70 όριζε ότι δικαίωμα μονίμου παραμονής στο έδαφος κράτους μέλους είχε ο εργαζόμενος ο οποίος, κατά τη στιγμή που έπαυσε τη δραστηριότητά του, είχε συμπληρώσει την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία του κράτους αυτού ηλικία προς συνταξιοδότηση λόγω γήρατος και ο οποίος είχε σ’ αυτό απασχόληση κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών τουλάχιστον και διέμεινε συνεχώς εκεί περισσότερο από τρία έτη. Το δε άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 75/34 θέσπιζε παρόμοιο κανόνα υπέρ των μη μισθωτών εργαζομένων.

32

Κατά συνέπεια, έστω και αν, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, ο νομοθέτης της Ένωσης επέκτεινε το ευεργέτημα της προβλεπόμενης με τη διάταξη αυτή παρέκκλισης και στους μισθωτούς που παύουν να ασκούν μισθωτή δραστηριότητα λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης, δεν θα μπορούσε να συναχθεί εξ αυτού ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να απαλλάξει τους λοιπούς εργαζομένους από τις προϋποθέσεις που προέβλεπε ήδη για αυτούς ο κανονισμός 1251/70 και η οδηγία 75/34 και οι οποίες έχουν επαναληφθεί στην εν λόγω διάταξη.

33

Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2004/38 προέβλεψε σύστημα περισσότερων βαθμίδων όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής, το οποίο, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τα στάδια και τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διάφορες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης και η νομολογία που προηγήθηκαν της οδηγίας αυτής, καταλήγει στο δικαίωμα μόνιμης διαμονής (απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero, C‑316/16 και C‑424/16EU:C:2018:256, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Συγκεκριμένα, καταρχάς, για τις διαμονές έως τριών μηνών, το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας περιορίζει τις προϋποθέσεις ή διατυπώσεις του δικαιώματος διαμονής στην απαίτηση κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου και το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής διατηρεί το δικαίωμα αυτό ενόσω ο πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής (απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero, C-316/16 και C‑424/16EU:C:2018:256, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Εν συνεχεία, για διάρκεια διαμονής άνω των τριών μηνών, η αναγνώριση του δικαιώματος διαμονής εξαρτάται από τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, το εν λόγω δικαίωμα διατηρείται ενόσω ο πολίτης της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους αυτούς. Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 10 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός των προϋποθέσεων αυτών είναι, μεταξύ άλλων, η αποφυγή του ενδεχομένου να καταστούν τα πρόσωπα αυτά υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής (απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero, C-316/16 και C-424/16EU:C:2018:256, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Τέλος, από το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι οι πολίτες της Ένωσης αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής αφού έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής και ότι αυτό το δικαίωμα δεν υπόκειται στους όρους που αναφέρθηκαν στην προηγουμένη σκέψη. Όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 18 της ίδιας οδηγίας, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, άπαξ και αποκτηθεί, δεν θα πρέπει να υπόκειται σε όρους, προκειμένου να αποτελεί ένα πραγματικό μέσο ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους αυτού (απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero, C-316/16 και C-424/16EU:C:2018:256, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι, έστω και αν, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής των προσώπων τα οποία δεν εργάζονται πλέον στο κράτος μέλος υποδοχής είχε, πριν από την οδηγία 2004/38, αποτελέσει το αντικείμενο ειδικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, το δικαίωμα αυτό διέπεται πλέον από το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, διάταξη η οποία, σύμφωνα με το γράμμα της, εισάγει παρέκκλιση από το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας.

38

Επομένως, οι διατάξεις που αφορούν τη χορήγηση, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, δικαιώματος μόνιμης διαμονής στους εργαζομένους οι οποίοι, κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας τους, έχουν συμπληρώσει την ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, εντάσσονται στο σύστημα περισσότερων βαθμίδων που θεσπίστηκε με την οδηγία αυτή και αποτελούν, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, ένα ευνοϊκότερο καθεστώς υπέρ της εν λόγω κατηγορίας πολιτών της Ένωσης, καθόσον με αυτές προβλέπεται η απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος πριν από την παρέλευση συνεχούς πενταετούς περιόδου διαμονής. Κατά τα λοιπά, ως διατάξεις που εισάγουν παρέκκλιση, οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O., C-554/13EU:C:2015:377, σκέψη 42).

39

Επομένως, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, οι εργαζόμενοι αυτοί πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, περί εργασίας τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες εντός του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και περί συνεχούς διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος για περισσότερα από τρία έτη. Ερμηνεία κατά την οποία το γεγονός και μόνον ότι κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει την ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος είναι αρκετό προκειμένου να αποκτηθεί δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, χωρίς καμία άλλη απαίτηση σχετική με το χρονικό διάστημα διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος πριν από την εν λόγω παύση της εργασίας, θα αγνοούσε το προβλεπόμενο από την οδηγία αυτή σύστημα των περισσότερων βαθμίδων.

40

Τρίτον, ερμηνεία η οποία δεν θα απαιτούσε από τους εργαζομένους οι οποίοι κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας τους έχουν συμπληρώσει την ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, προκειμένου να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από τη συμπλήρωση συνεχούς πενταετούς περιόδου διαμονής, θα αντέβαινε στους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

41

Επισημαίνεται συναφώς, ότι, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την προαγωγή της κοινωνικής συνοχής και προβλέφθηκε από την οδηγία αυτή για να ενισχύσει τη συνείδηση της ιθαγένειας της Ένωσης, με αποτέλεσμα ο νομοθέτης της Ένωσης να εξαρτήσει την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, από την ένταξη του πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής (απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero, C-316/16 και C-424/16EU:C:2018:256, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η ένταξη, στην οποία στηρίζεται η κτήση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, βασίζεται όχι μόνο σε γεωγραφικά ή χρονικά κριτήρια, αλλά και σε ποιοτικά κριτήρια, τα οποία σχετίζονται με τον βαθμό της ένταξης του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος υποδοχής (απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero, C-316/16 και C-424/16EU:C:2018:256, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2004/38, δικαίωμα μόνιμης διαμονής στηριζόμενο στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας μπορεί να αποκτηθεί από εργαζόμενο ο οποίος, κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του, έχει συμπληρώσει την ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος μόνον εφόσον η ενσωμάτωσή του στο κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να προκύψει βάσει των προϋποθέσεων στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Givane κ.λπ., C-257/00EU:C:2003:8, σκέψη 29).

44

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από την παρέλευση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής, οι προϋποθέσεις περί εργασίας στο κράτος αυτό τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και περί συνεχούς διαμονής σε αυτό για περισσότερα από τρία έτη έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο το οποίο κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του έχει φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

45

Δεδομένης της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

46

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από την παρέλευση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής, οι προϋποθέσεις περί εργασίας στο κράτος αυτό τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και περί συνεχούς διαμονής σε αυτό για περισσότερα από τρία έτη έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο το οποίο, κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του, έχει φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος.

 

(υπογραφές)

*1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.