Συμβουλίου της Επικρατείας 1939/18 περί «στέρησης σύνταξης Δημοσίου λόγω ανάκλησης πράξεως διορισμού»

Περίληψη: Αντίκειται προς το Σύνταγμα η στέρηση της συντάξεως από το Δημόσιο στην περίπτωση ανακλήσεως της πράξεως διορισμού δημοσίου υπαλλήλου μετά από πάροδο μακρότατου χρόνου από τον διορισμό.

 

Διαβάστε περισσότερα…

(...) Δ. Στην περίπτωση που η ανάκληση της πράξης διορισμού, ακόμη και επί υπαίτιας συμπεριφοράς του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, χωρεί μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από τον διορισμό, πολλώ δε μάλλον σε χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο στο Δημόσιο, έχοντας διανύσει μεγάλο μέρος του εν γένει εργασιακού του βίου και συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο (βλ. σκέψη VII.A), αυτό δε έχει καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα επωφεληθεί των υπηρεσιών του, χωρίς να έχει ασκήσει τη νόμιμη ευχέρειά του να προβεί σε έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών διορισμού προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, η πλήρης στέρηση της σύνταξης από το Δημόσιο, που αντιστοιχεί στην de facto παρασχεθείσα αυτή υπηρεσία, παρ’ ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στα τυπικά προσόντα της θέσης, και της συνδεόμενης με αυτήν υγειονομικής περίθαλψης (βλ. ενδεικτικώς άρθρα 3 και 4 της ΚΥΑ αρ. οικ. 2/7029/0094/17-2-05, Β’ 213, ήδη άρθρο 44 του Ν. 4387/16, Α’ 85), αντίκειται προς τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές θίγοντας τον πυρήνα ατομικών δικαιωμάτων (βλ. σκέψεις ΙΙΙ.Β και Γ και V.ΣΤ). Ειδικότερα, η λήψη των μέτρων αυτών στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, κατά παράβαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, αναιρεί τη σαφή και προβλέψιμη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που απαιτείται και επί υπαίτιων συμπεριφορών των διοικούμενων (βλ. σκέψη ΙΙ), αφού καθίσταται διαρκώς και επ’ αόριστον μετέωρη η συνταξιοδοτική κατάσταση του υπαλλήλου, τελούσα υπό τη διαρκή διαλυτική αίρεση του ελέγχου της νομιμότητας της αρχικής του πρόσληψης από τη Διοίκηση, επιφέροντας επαχθέστατες και ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην προσωπική του κατάσταση, θίγοντας τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 του Συντάγματος, εάν ληφθεί υπόψιν η κατ’ αρχήν υποχρέωση της Διοίκησης να αναζητήσει και το σύνολο των μισθολογικών απολαβών που αυτός έχει εισπράξει (βλ. σκέψεις ΙΙ, ΙΙΙ.Β και Γ).