Περίληψη: Οι κλαδικές και οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ-ΔΑ δεσμεύουν μόνον τους εργοδότες και τους εργαζομένους που είναι μέλη των συνδικαλιστικών Οργανώσεων που συνήψαν την ΣΣΕ ή μεταξύ των οποίων εξεδόθη η διαιτητική απόφαση, εκτός αν έχουν κηρυχθή γενικώς υποχρεωτικές. Η υποχρεωτική παράταση και η μετενέργεια δεν αφορά συμβάσεις εργασίας στις οποίες δεν είχε εφαρμογή η ΣΣΕ-ΔΑ επειδή ο εργοδότης και ο μισθωτός δεν ήταν μέλη των οικείων συνδικαλιστικών Οργανώσεων. Δύναται εγκύρως να συμφωνηθεί ότι ο εργαζόμενος θα αμείβεται βάσει μη δεσμευτικής ΣΣΕ-ΔΑ. Με την ΔΑ 39/2004 Παροχής Υπηρεσιών είχε καθιερωθή πενθήμερο σύστημα οργάνωσης της εργασίας. Επί καθιερώσεως πενθημέρου, η 6η ημέρα εξομοιούται με ημέρα υποχρεωτικής αναπαύσεως, η απασχόληση πάσχει ακυρότητα και οφείλεται αποζημίωση βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Το καταβαλλόμενο κατά την 6η ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβασιν του πενθημέρου, δεν έχει τον χαρακτήρα μισθού, αλλά αποζημιώσεως. Επομένως, δεν εντάσσεται στις «τακτικές αποδοχές» - βάση υπολογισμού των δώρων και της αποζημιώσεως απολύσεως, ούτε στις «συνήθεις αποδοχές» - βάση των αποδοχών και τους επιδόματος αδείας, έστω και αν παρέχεται σταθερώς και μονίμως – Επιτρεπτή η συμφωνία περί μερικής απασχολήσεως με την καταβολή αναλόγως μειωμένων αποδοχών – Χρόνος καταβολής του μισθού – Έννοια «ημερομισθίου». Περαιτέρω ζητήματα μερικής απασχόλησης και μεταβίβασης επιχείρησης.
Διαβάστε περισσότερα:
(...) Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 8 παρ. 2, 11 παρ. 2 και 16 παρ. 8 Ν. 1876/90, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται: α. Σε εθνικές γενικές, που αφορούν τους εργαζόμενους όλης της χώρας. β. Σε κλαδικές, που αφορούν τους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας. γ. Σε επιχειρησιακές, που αφορούν τους εργαζόμενους μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης. δ. Σε εθνικές ομοιοεπαγγελματικές που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος και των συναφών προς το επάγγελμα αυτό ειδικοτήτων όλης της χώρας. ε. Σε τοπικές ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος ή και των συναφών ειδικοτήτων συγκεκριμένης πόλης ή περιφέρειας”, “Οι υπόλοιπες (εκτός της εθνικής γενικής) συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, όπως ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 43 του παρόντος”, “Με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος. Ειδικότερα η επέκταση ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας δεσμεύει όλους τους εργαζόμενους του επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 10” και “Η απόφαση της διαιτησίας εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας και ισχύει από την επομένη της υποβολής της αίτησης για μεσολάβηση, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά”, συνάγεται ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες αφορούν τους εργαζομένους περισσοτέρων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ωρισμένης πόλεως ή περιφερείας ή όλης της χώρας (κλαδικές συλλογικές συμβάσεις), ή τους εργαζομένους ωρισμένου επαγγέλματος και των συναφών προς αυτό ειδικοτήτων (ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις), ως και οι αντίστοιχες διαιτητικές αποφάσεις δεσμεύουν μόνον τους εργοδότες και τους εργαζομένους οι οποίοι είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατήρτισαν την συλλογική σύμβαση εργασίας ή μεταξύ των οποίων εξεδόθη η διαιτητική απόφαση, ενώ δύναται ο Υπουργός Εργασίας υπό προϋποθέσεις να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική ωρισμένη κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας ή αντίστοιχη διαιτητική απόφαση, οπότε δεσμεύονται έκτοτε εξ αυτής και εργοδότες και εργαζόμενοι μη μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα ηδύναντο να είναι μέλη αυτών. Από δε τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2, 4 και 5 του αυτού ως άνω Νόμου, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας αρχίζει από την ημέρα της κατάθεσής της στην αρμόδια Υπηρεσία και λήγει με την πάροδο του χρόνου που συμφωνήθηκε ή με καταγγελία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού”, “Οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 8” και “Μετά την πάροδο του εξαμήνου οι υφιστάμενοι όροι εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας”, εν συνδυασμώ και προς την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 16 παρ. 8 ιδίου Νόμου, συνάγεται ότι οι κανονιστικοί όροι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων, και μετά την λήξη της ισχύος ή την καταγγελία αυτών, εξακολουθούν να ισχύουν επί εξάμηνο,(παρ. 2) ενώ μετά την πάροδο του εξαμήνου εξακολουθούν να ισχύουν ως ενοχικοί πλέον όροι μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σύμβαση εργασίας, η εν λόγω όμως εξακολούθηση της ισχύος των όρων αυτών ως κανονιστικών ή ενοχικών δεν επεκτείνεται επί συμβάσεων εργασίας, στις οποίες ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος ή αμφότεροι δεν είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Κατά πάσα περίπτωση, βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, η οποία απορρέει από την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ: “Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά”, δύναται εγκύρως να συμφωνηθεί με την ατομική σύμβαση εργασίας, ρητώς ή σιωπηρώς, ότι ο εργαζόμενος θα αμείβεται βάσει ισχυούσης ή μελλούσης να ισχύσει συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως, η οποία δεν είναι δεσμευτική ως προς τα συμβαλλόμενα μέρη, οπότε οι σχετικοί κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως ή της διαιτητικής αποφάσεως ισχύουν ως συμβατικοί όροι.
Αφ’ ετέρου, οι αποδοχές του προσωπικού καθαριότητος των επιχειρήσεων των δραστηριοποιουμένων στον καθαρισμό κτηρίων και χώρων εν γένει ρυθμίζονται από 1ης Ιανουαρίου 2008 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2009 από την Δ.Α. 11/2008 “Για τους όρους αμοιβής εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας”, η οποία έχει κηρυχθεί υποχρεωτική από 6ης Ιουνίου 2008 με την υπ’ αριθμόν 51871/2440 από 11ης Ιουλίου 2008 Απόφαση της Υφυπουργού Απασχολήσεως και Κοινωνικής Προστασίας (Φ.Ε.Κ. Β’ 1448/23 Ιουλίου 2008),και από 1ης Ιανουαρίου 2010 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2010 από την ομοία Δ.Α. 51/2010 (πράξη καταθέσεως 27/23 Νοεμβρίου 2010), η οποία δεν έχει κηρυχθεί υποχρεωτική, ενώ η απασχόληση των εν λόγω εργαζομένων κατά την Κυριακή αμείβεται βάσει του άρθρου μόνου παράγρ. 1 εδ. α’ της Αποφάσεως Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946 (Φ.Ε.Κ. Β’ 54/1946), η οποία έχει εκδοθεί δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 1 Ν. 28/1944 και ερμηνευθεί δια της Αποφάσεως Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας 25825/1951 (Φ.Ε.Κ. Β’ 86/1951), δια του νομίμου ημερομισθίου προσαυξανομένου κατά ποσοστό 75%.
Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 της από 29ης Δεκεμβρίου 1980 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία έχει κυρωθεί με την διάταξη του άρθρου πρώτου Ν. 1157/1981,(παρ. 6) ορίζονται τα εξής: “Κατά την διαδικασίαν του Ν. 3239/55 “περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας κλπ.”, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, και προκειμένου περί μισθωτών υπαγομένων εις αυτόν, εξαιρέσει μισθωτών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δύναται να καθιερούται σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε εργασίμων ημερών, άνευ μειώσεως του κατά περίπτωσιν ισχύοντος ή εφαρμοζομένου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας”. Κατ’ εφαρμογήν της προαναφερομένης ρυθμίσεως, έχει καθιερωθεί, δια των διατάξεων των άρθρων 1 περ. γ’ και 2 εδ. α’ της Δ.Α. 39/ 2004 “Για τους όρους αμοιβής, εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας”, η οποία έχει κηρυχθεί υποχρεωτική από 29ης Σεπτεμβρίου 2004 με την υπ’ αριθμόν 13129 από 19ης Οκτωβρίου 2004 Απόφαση του Υφυπουργού Απασχολήσεως και Κοινωνικής Προστασίας (Φ.Ε.Κ. Β’ 1643/5 Νοεμβρίου 2004), ως προς το προσωπικό καθαριότητος των επιχειρήσεων των δραστηριοποιουμένων στον καθαρισμό κτηρίων και χώρων εν γένει, εβδομαδιαία εργασία πέντε ημερών και ημερησία και εβδομαδιαία απασχόληση οκτώ και σαράντα ωρών αντιστοίχως.
Κατά την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 2874/2000, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3385/2005, “Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα)”, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 74 παρ. 10 Ν. 3863/2010,(παρ. 9) η οποία αντικατέστησε την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 2874/2000, όπως αυτή κατά τα ανωτέρω είχε αντικατασταθεί, και συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 76 ιδίου Νόμου, ισχύει από της δημοσιεύσεως αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Α’ 115/15 Ιουλίου 2010), οι ώρες υπερεργασίας αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20%, κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180 και 904 παρ. 1 ΑΚ αντιστοίχως, “Η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης”, “Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη”, “Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε” και “‘Οποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, επί καθιερώσεως εβδομάδος εργασίας πέντε ημερών, η απασχόληση από την 41η μέχρι την 45η ώρα, εφ’ όσον δεν υπερβαίνει το νόμιμο ωράριο, συνιστά υπερεργασία, η οποία αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσηυξημένο κατά ποσοστό 25% και από της 15ης Ιουλίου 2010 κατά ποσοστό 20%, η δε έκτη ημέρα εξομοιούται προς ημέρα υποχρεωτικής αναπαύσεως, οπότε, εάν ο εργαζόμενος απασχοληθεί και έκτη ημέρα, η σύμβαση περί της απασχολήσεως κατά την ημέρα αυτή, ως αντικειμένη προς απαγορευτική διάταξη νόμου, πάσχει ακυρότητα και θεωρείται μη γενομένη και ο εργοδότης, καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιώτερος, υποχρεούται να αποδώσει προς τον εργαζόμενο ως προσπορισθείσα ωφέλεια, το ποσόν της αμοιβής, την οποία θα κατέβαλλε προς άλλον μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος ως αντάλλαγμα της ιδίας εργασίας, εάν η σύμβαση δεν έπασχε ακυρότητα, χωρίς, όμως, να λαμβάνονται υπ’ όψιν προς υπολογισμό της εν λόγω αμοιβής ιδιαίτερες περιστάσεις εν αναφορά προς το πρόσωπο αυτού, οι οποίες δεν θα υφίσταντο αναγκαίως και ως προς το πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως, ενώ, κατά την διάταξη του άρθρου 8 Ν. 3846/2010,(παρ. 10) η οποία συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 35 ιδίου Νόμου, ισχύει από της δημοσιεύσεως αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Α’ 66/11 Μαΐου 2010), “Η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%”. Η έκτη δε ημέρα της εβδομάδος, παρ’ ότι αποτελεί, επί καθιερώσεως πενθημέρου εβδομαδιαίας απασχολήσεως, ημέρα υποχρεωτικής αναπαύσεως, εν τούτοις, προς υπολογισμό του εβδομαδιαίου μισθού και του χρόνου υπηρεσίας, θεωρείται πλασματικώς χρόνος εργασίας, εφ’ όσον οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να λαμβάνουν τις αποδοχές των έξη ημερών και να απασχολούνται υπό το αυτό ωράριο εργασίας και, συνεπώς, ως ημερομίσθιο λαμβάνεται, προκειμένου περί εργατοτεχνιτών, το 1/6 της εβδομαδιαίας αμοιβής, το οποίο αντιστοιχεί προς εργασία 6,66 (40/6) ωρών, ενώ, εάν ο εργαζόμενος απασχοληθεί επί μείζονα ή ελάσσονα χρόνο, το εν λόγω ημερομίσθιο αυξάνεται ή μειούται αναλόγως. Το προαναφερόμενο καταβαλλόμενο στον εργαζόμενο ποσόν λόγω της απασχολήσεως αυτού κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος κατά παράβαση του πενθημέρου δεν έχει τον χαρακτήρα μισθού, αλλά αποζημιώσεως και δεν εντάσσεται στην έννοια των τακτικών αποδοχών, οι οποίες αποτελούν την βάση υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και της αποζημιώσεως απολύσεως (άρθρα 3 παρ. 1 Αποφάσεως Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981, Φ.Ε.Κ. Β’ 742, 3 παρ. 2 Ν. 2112/20), ούτε των συνήθων αποδοχών, οι οποίες αποτελούν την βάση υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας (άρθρα 3 παρ.1 Α.Ν. 539/45, 3 παρ. 16 Ν. 4504/66), έστω και εάν το εν λόγω ποσόν παρέχεται σταθερώς και μονίμως, αφού λόγω της κατά τα ανωτέρω ακυρότητος της συμβάσεως εργασίας κατά την έκτη ημέρα δεν αποτελεί νόμιμο συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας.
Από δε τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 εδ. α’ και 7 εδ. α’ Ν. 1892/90, όπως αντικατεστάθησαν με την διάταξη του άρθρου 2 Ν. 2639/98, ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: “Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση)” και “Οι αποδοχές των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών δεν μπορεί να είναι κατώτερες από αυτές που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τους απασχολούμενους κατά το κανονικό ωράριο για την ίδια εργασία και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης”, ενώ από την διάταξη του άρθρου 2 Ν. 3846/2010,η οποία συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 35 ιδίου Νόμου ισχύει από της δημοσιεύσεως αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Α’ 66/11 Μαΐου 2010), ορίζονται τα εξής: “Το άρθρο 38 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α’), όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 2 του ν. 2639/98 (ΦΕΚ 205 Α’), αντικαθίσταται ως ακολούθως: “1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). 2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ως: α) “εργαζόμενος μερικής απασχόλησης”, κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση, β) “συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση”, κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση... 9. Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης...“. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή η έγγραφη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, είτε κατά την σύσταση της σχέσεως εργασίας, είτε κατά την διάρκεια αυτής, ότι οι ώρες εργασίας του εργαζομένου, υπολογιζόμενες επί ημερησίας ή εβδομαδιαίας ή δεκαπενθημέρου ή μηνιαίας βάσεως θα υπολείπονται του πλήρους ωραρίου εργασίας, οπότε και οι αποδοχές αυτού θα είναι μειωμένες αναλόγως προς τον περιορισμό των ωρών εργασίας. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1, 345 εδ. α’, 655 εδ. α’ ΑΚ και 1 της υπ’ αριθμόν 95 Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης “περί προστασίας του ημερομισθίου”, η οποία εκυρώθη δια του άρθρου πρώτου Ν. 3248/55, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής”, “‘Οταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία”, “Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός απ’ αυτά” και “Εν τη εννοία της παρούσης συμβάσεως, ο όρος “ημερομίσθιον” σημαίνει, οιαδήποτε και αν είναι η ονομασία ή ο τρόπος του υπολογισμού, την αμοιβήν ή τας απολαβάς τας δυναμένας ν` αποτιμηθούν εις χρήμα και να καθορισθούν δια συμφωνίας ή δια της εθνικής νομοθεσίας προς οφειλόμενα δυνάμει συμβάσεως εκμισθώσεως υπηρεσιών, γραπτής ή προφορικής, συναφθείσης υπό εργοδότου δια τον μισθωτόν, είτε δι’ εργασίαν εκτελεσθείσαν ή μέλλουσαν να εκτελεσθή, είτε δι’ υπηρεσίας προσφερθείσας ή μελλούσας να προσφερθούν”, προκύπτει ότι ο μισθός, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και η αμοιβή της υπερεργασίας και της εργασίας κατά την Κυριακή, εφ’ όσον παρέχεται νομίμως, καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, εάν υπολογίζεται κατά μήνα, καταβάλλεται την τελευταία ημέρα του μηνός, η οποία αποτελεί δήλη ημέρα και με μόνη την πάροδο αυτής ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσης διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους.(...)
Το Μονομελές Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες καθιστώσες ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και εστέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως. Συγκεκριμένως, εδέχθη κατά τα ανωτέρω ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι οι αναιρεσίβλητοι θα αμείβονται “με βάση τις οικείες ΣΣΕ για τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών”, ότι βάσει της εν λόγω συμφωνίας το μισθολογικό καθεστώς των αναιρεσιβλήτων από της 1ης Ιανουαρίου 2008 και εξής διείπετο από τις Δ.Α. 11/2008 και 51/2010 “Για τους όρους αμοιβής εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας” μέχρι της 11ης Σεπτεμβρίου 2012 ως προς τον πρώτο, της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 ως προς τον δεύτερο, της 7ης Σεπτεμβρίου 2012 ως προς τον τρίτο και της 4ης Σεπτεμβρίου 2012 ως προς τον τέταρτο, οπότε έκαστος των αναιρεσιβλήτων “υπέγραψε αντίστοιχα τροποποίηση της ατομικής του σύμβασης εργασίας, με την οποία συμφώνησαν ότι οι πάσης φύσεως (τακτικές και έκτακτες) αποδοχές τους υπολογίζονται από την παύση ισχύος της ΔΑ 11/2008 (1-8-2010) και εφεξής, σύμφωνα με την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, όμως οι τροποποιητικές αυτές συμβάσεις σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να έχουν αναδρομική εφαρμογή, αλλά ισχύουν για το διάστημα μετά την υπογραφή τους για τον καθένα”. Εν τούτοις, ενώ δεν εδέχθη το Μονομελές Εφετείο ότι οι διάδικοι ήσαν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων εξεδόθησαν οι προαναφερόμενες διαιτητικές αποφάσεις, και συνεπώς, συμφώνως προς τα ανωτέρω, μετά την λήξη της ισχύος αυτών οι όροι εκάστης δεν κατελάμβαναν ούτε ως κανονιστικοί ούτε ως ενοχικοί τις συμβάσεις εργασίας των αναιρεσιβλήτων, εκτός εάν είχε συμφωνηθεί το αντίθετο, παρέλειψε να διευκρινίσει εάν οι εν λόγω συναφθείσες συμφωνίες περί υπαγωγής του μισθολογικού καθεστώτος των αναιρεσιβλήτων στις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και συνακολούθως και διαιτητικές αποφάσεις περιελάμβαναν, εκτός των κηρυχθεισών γενικώς υποχρεωτικών, και τις μη κηρυχθείσες υποχρεωτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, ούτε και εάν είχε συμφωνηθεί η εξακολούθηση της ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων ως προς το μισθολογικό καθεστώς των αναιρεσιβλήτων και μετά την λήξη της ισχύος αυτών. Η παράλειψη διασαφηνίσεως των εν λόγω στοιχείων δημιουργεί έλλειμμα αιτιολογίας ως προς την παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το μισθολογικό καθεστώς των αναιρεσιβλήτων δεν είχε μεταβληθεί μετά την λήξη της ισχύος της Δ.Α. 11/2008 και μέχρι της συνάψεως των νέων συμφωνιών κατά μήνα Σεπτέμβριο 2012, οι οποίες ετροποποίησαν τούτο και δεν είχαν χαρακτήρα απλώς επιβεβαιωτικό της εχούσης ήδη συντελεσθεί μεταβολής αυτού, αφού η εν λόγω παραδοχή δύναται να ισχύει μόνον εφ’ όσον είχε συμφωνηθεί η εξακολούθηση της ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων ως προς το μισθολογικό καθεστώς των αναιρεσιβλήτων και μετά την λήξη της ισχύος αυτών, ενώ, εάν δεν έχει γίνει η εν λόγω συμφωνία, το μισθολογικό καθεστώς των αναιρεσιβλήτων μετά την λήξη της ισχύος της Δ.Α. 11/2008 ή και της Δ.Α. 51/2010, εάν η σχετική συμφωνία περιελάμβανε και διαιτητικές αποφάσεις μη κηρυχθείσες υποχρεωτικές, διείπετο πλέον από τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ώστε η προαναφερομένη περί μη μεταβολής αυτού παραδοχή να ελέγχεται ως αντιφατική. Ωσαύτως, εδέχθη το Μονομελές Εφετείο ότι κατά την πρόσληψη των αναιρεσιβλήτων είχε συμφωνηθεί εβδομαδιαία απασχόληση αυτών έξι ημερών και ημερησία έξι ωρών και σαράντα λεπτών και ότι εν συνεχεία συνεφωνήθη απασχόληση αυτών πέντε ημερών, χωρίς να μετατραπεί ο συνολικός εβδομαδιαίος χρόνος των σαράντα ωρών, εν τούτοις παρέλειψε να διευκρινίσει ποίο το ημερήσιο ωράριο των αναιρεσιβλήτων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο συμφώνως προς τα ανωτέρω ίσχυε ως προς το προσωπικό των επιχειρήσεων των δραστηριοποιουμένων στον καθαρισμό κτηρίων και χώρων εν γένει εβδομαδιαία εργασία πέντε ημερών, και δη εάν υπήρξε αύξηση της ημερησίας απασχολήσεως ή η ημερησία απασχόληση των έξι ωρών και σαράντα λεπτών παρέμεινε η αυτή και η εργασία των αναιρεσιβλήτων παρείχετο και την έκτη ημέρα της εβδομάδος. Η εν λόγω ελλιπής αιτιολογία αφορά και τα επιδικασθέντα κονδύλια της υπερεργασίας και της εργασίας κατά Κυριακές, αφού η παράθεση του ημερησίου ωραρίου είναι εκ των αναγκαίων στοιχείων της θεμελιώσεως των σχετικών αξιώσεων, αλλά και πάντα τα λοιπά επιδικασθέντα κονδύλια, ο υπολογισμός των οποίων έγινε βάσει πλήρων αποδοχών, ενώ, συμφώνως προς τα ανωτέρω, εάν η ημερησία απασχόληση ανήρχετο σε έξι ώρες και σαράντα λεπτά και η εργασία παρείχετο και την έκτη ημέρα της εβδομάδος, οι αναιρεσίβλητοι δεν εδικαιούντο πλήρων αποδοχών αλλά αποδοχών μειωμένων κατά 1/6 εν συγκρίσει προς τις πλήρεις αποδοχές και η αποζημίωση της εργασίας κατά την έκτη ημέρα, οφειλομένη βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και από 11ης Μαΐου 2010 του άρθρου 8 Ν. 3846/2010, της οποίας εδικαιούντο, δεν ελαμβάνετο υπ’ όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών, ούτε των αποδοχών και του επιδόματος αδείας ούτε της αποζημιώσεως απολύσεως. Επίσης, το Μονομελές Εφετείο έκρινε ότι οι λόγοι της εφέσεως των αναιρεσειουσών οι αφορώντες τα κεφάλαια της εκκαλουμένης αποφάσεως περί των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων κατά το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2008 μέχρι 31ης Αυγούστου 2012, ήσαν εν μέρει απορριπτέοι ως αλυσιτελείς και ως εκ τούτου ότι ωφείλοντο τα επιδικασθέντα πρωτοδίκως ποσά λόγω διαφοράς αποδοχών και επιδομάτων αφ’ ενός και υπερεργασίας αφ’ ετέρου, των οποίων παρέθεσε μόνον τα αθροίσματα καθ’ έκαστο έτος, ως προς δε τις αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων του διαστήματος από 1ης Σεπτεμβρίου 2012 μέχρι της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας εδέχθη ότι εδικαιούτο έκαστος αναιρεσίβλητος διάφορα επί μέρους ποσά λόγω διαφοράς βασικού μισθού, αμοιβής της εργασίας κατά Κυριακές και επιδομάτων εορτών και επιδομάτων αδείας, από το άθροισμα των οποίων το Μονομελές Εφετείο αφήρεσε το συνολικό ποσόν, το οποίο κατεβλήθη από τις αναιρεσείουσες κατά το ως άνω χρονικό διάστημα ως αντάλλαγμα της παρασχεθείσης εργασίας, και επιδίκασε το υπόλοιπο. Τα ως άνω δε ποσά, από 1ης Ιανουαρίου 2008 και εξής, επιδίκασε, άλλα καταψηφιστικώς και άλλα αναγνωριστικώς, νομιμοτόκως, τα αφορώντα βασικούς μισθούς, αμοιβή εργασίας Κυριακών και αμοιβή υπερεργασίας, από της επομένης της ημέρας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθούν, τα αφορώντα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, από της 1ης Ιανουαρίου του επομένου έτους, τα αφορώντα επιδόματα εορτών Πάσχα, από της 1ης Μαΐου του οικείου έτους, και τα αφορώντα επιδόματα αδείας, από της 1ης Ιανουαρίου του επομένου έτους. Εν τούτοις, το Μονομελές Εφετείο παρέλειψε να προσδιορίσει ποίο συγκεκριμένως ποσό κατά κεφάλαιο και εκ ποίας νομικής αιτίας καθίσταται απαιτητό καθ’ έκαστο χρονικό σημείο, με συνέπεια ως προς τα ανωτέρω επιδικαζόμενα ποσά, τα οποία πάντα παρατίθενται αθροιστικώς κατ’ έτη ή άλλα μεγάλα χρονικά διαστήματα, να μην καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του οφειλομένου επ’ αυτών τόκου.
Συνεπώς, οι πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος του, πέμπτος και όγδοος λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια των οποίων προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της ανεπαρκούς, ασαφούς και αντιφατικής αιτιολογίας, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
Κατά την διάταξη του άρθρου 9 Ν. 118/1945, η οποία τροποποιηθείσα επανεφέρθη εν ισχύι δια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 Ν. 3198/1955, “Επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις υπαγόμεναι εις τας περί ασφαλίσεως της ανεργίας διατάξεις του ν.δ. 2961/54 “περί συστάσεως Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας”, δύνανται να καταγγέλλουν την σχέσιν εργασίας του προσωπικού των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, υποχρεούνται όμως να καταβάλλουν εις αυτό την υπό του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζομένην αποζημίωσιν διά την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Κατά τας περιπτώσεις ταύτας δεν επιτρέπεται προειδοποίησις (προμήνυσις)”, κατά δε την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920, το οποίο έχει εκδοθεί δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 12 παρ. 2 Ν. 2112/20, “Εργοδότης παραλείπων την κατά ανωτέρω υποχρέωσιν της καταγγελίας καταβάλλει εις τον απολυόμενον της εργασίας ως αποζημίωσιν ποσόν ίσον προς το σύνολον των τακτικών αυτού μισθών ή εν γένει αμοιβών, ας θα ελάμβανεν αντί της παρεχομένης εργασίας κατά τας εργασίμους ημέρας, προ των οποίων έδει να γίνει η καταγγελία”. Η κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις οφειλομένη αποζημίωση, υπολογιζομένη βάσει της οριζομένης από το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Β.Δ. προθεσμίας καταγγελίας, έχει αυξηθεί βάσει των διατάξεων των εκάστοτε Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., καθοριζομένη κατά το άρθρο 3 της από 12ης Απριλίου 2006 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. (πράξη καταθέσεως 14/13 Απριλίου 2006), προκειμένου περί εργατοτεχνιτών συμπληρωσάντων χρόνο υπηρεσίας 5 έως 10 ετών σε 30 ημερομίσθια και 10 έως 15 ετών σε 60 ημερομίσθια. Ως χρόνος υπηρεσίας νοείται η διάρκεια της απασχολήσεως του εργαζομένου υπό σύμβαση αορίστου χρόνου στον καταγγέλλοντα την σύμβαση εργασίας εργοδότη, ενώ από την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ως άνω Β.Δ., κατά την οποία, “Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογήν των υπέρ του εργάτου ή του υπηρέτου διατάξεων του παρόντος νόμου”, συνάγεται ότι, εάν μεταβληθεί το πρόσωπο του εργοδότη, εφ’ όσον διατηρείται η ταυτότης της επιχειρήσεως, στην οποία απασχολείται ο εργαζόμενος, προς εξεύρεση της αποζημιώσεως συνυπολογίζεται και ο χρόνος απασχολήσεως αυτού στον προηγούμενο εργοδότη. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή.
Εν προκειμένω, το Μονομελές Εφετείο εδέχθη κατά τα ανωτέρω ότι οι αναιρεσίβλητοι προσελήφθησαν από την αναιρεσείουσα εταιρία “...”, οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας δι’ απορροφήσεως είναι από 10ης Ιανουαρίου 2013 η αναιρεσείουσα εταιρία “...”, ως εργάτες καθαριότητος, ο πρώτος αναιρεσίβλητος, Β. Ν. του Κ., την 3η Ιουλίου 2006, ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, Φ. Ρ. του Μ., την 7η Ιουνίου 2006, ο τρίτος αναιρεσίβλητος, Β. Ρ. του Α., την 25η Απριλίου 2007 και ο τέταρτος αναιρεσίβλητος, Μ. Κ. του Κ., την 10η Απριλίου 2003, ότι η αναιρεσείουσα εταιρία “...” κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας αυτών, του πρώτου την 10η Ιουνίου 2013, του δευτέρου την 7η Ιουνίου 2013, του τρίτου την 11η Ιουνίου 2013 και του τετάρτου την 8η Ιουλίου 2013, και ότι οι αναιρεσίβλητοι εδικαιούντο ως αποζημίωση απολύσεως εκατό ημερομίσθια έκαστος, βάσει δε της εν λόγω παραδοχής αναγνώρισε ότι η αναιρεσείουσα εταιρία “...” οφείλει ως διαφορά της αποζημιώσεως απολύσεως σε έκαστον των πρώτου και δευτέρου αναιρεσιβλήτων το ποσόν των 1938,93 ευρώ, στον τρίτο αναιρεσίβλητο το ποσόν των 1952,43 ευρώ και στον τέταρτο αναιρεσίβλητο το ποσόν των 741,33 ευρώ. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 και 3 της από 12ης Απριλίου 2006 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., αφού οι αναιρεσίβλητοι εδικαιούντο βάσει του χρόνου απασχολήσεως αυτών στις αναιρεσείουσες εταιρίες, ο οποίος είχε υπερβεί, ως προς τους τρεις πρώτους, τα πέντε έτη, όχι όμως και τα δέκα, ως προς δε τον τέταρτο, τα δέκα έτη, όχι όμως και τα δέκα πέντε, ως αποζημίωση απολύσεως τριάντα ημερομίσθια έκαστος των τριών πρώτων και εξήντα ημερομίσθια ο τέταρτος. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια του οποίου προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.(...)
Ο ισχυρισμός του εναγομένου εργοδότη αναφορικώς με την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του ενάγοντος εργαζομένου, ότι, συμφώνως προς ειδικό μη κανονιστικής ισχύος όρο της μεταξύ αυτών συμβάσεως εργασίας, η εν λόγω προϋπηρεσία αποδεικνύεται και αναγνωρίζεται μόνον με την προσκόμιση συγ-κεκριμένων δικαιολογητικών, αποτελεί ένσταση ερειδομένη επί της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 361 ΑΚ, μη λαμβανομένη αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν, και συνεπώς, πρέπει κατά τα ανωτέρω να προταθεί παραδεκτώς κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή, εφ’ όσον προταθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, να επικαλεσθεί παραδεκτώς και να αποδείξει ο εργοδότης την συνδρομή μιάς των προϋποθέσεων παραδεκτής προβολής αυτής κατ’ έφεση.
Εν προκειμένω, με τον έβδομο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται η αιτίαση ότι το Μονομελές Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι οι αναιρεσίβλητοι είχαν γνωστοποιήσει στην αναιρεσείουσα εταιρία “...” την προϋπηρεσία αυτών με μόνη την προσκόμιση των οικείων ασφαλιστικών βιβλιαρίων, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τον ασκούντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ισχυρισμό, τον οποίον οι αναιρεσείουσες προέβαλαν και πρωτοδίκως και με λόγο εφέσεως, ότι συμφώνως προς σχετικό όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας των αναιρεσιβλήτων, η προϋπηρεσία του εργαζομένου αποδεικνύεται και γίνεται δεκτή μόνον με την κατάθεση στην εταιρία βεβαιώσεως του ασφαλιστικού φορέως και βεβαιώσεως περί της απασχολήσεως αυτού σε άλλους εργοδότες, χωρίς δε την προσκόμιση των προαναφερομένων δικαιολογητικών δεν αναγνωρίζεται η εν λόγω προϋπηρεσία. Όμως, ο ως άνω λόγος, εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι συμφώνως προς τα ανωτέρω απαράδεκτος ως αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι ο προαναφερόμενος ισχυρισμός περί υπάρξεως ειδικού συμβατικού όρου ως προς την γνωστοποίηση της προϋπηρεσίας των αναιρεσιβλήτων προετάθη προφορικώς κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κατεχωρίσθη στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των θεμελιούντων αυτόν περιστατικών ή περιείχετο στις προτάσεις των αναιρεσειουσών, κατά πάσα δε περίπτωση δεν προσκομίζονται ούτε οι προτάσεις των αναιρεσειουσών ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ούτε τα πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, ώστε να αποδεικνύεται η παραδεκτή προβολή του εν λόγω ισχυρισμού πρωτοδίκως, ούτε εκτίθενται στοιχεία δικαιολογούντα παραδεκτή προβολή αυτού το πρώτον κατ’ έφεση. (...)
Με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Μονομελές Εφετείο, δεχόμενο ότι η γνωστοποίηση της προϋπηρεσίας των αναιρεσιβλήτων προέκυπτε και από τους πίνακες προσωπικού, τους οποίους προσεκόμισαν οι αναιρεσείουσες, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, τα οποία εάν είχε ορθώς αναγνώσει, θα είχε καταλήξει σε αντίθετο πόρισμα. Από το προπαρατιθέμενο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η διάταξη αυτής περί απορρίψεως του αναφερομένου στην αναγνώριση της προϋπηρεσίας των αναιρεσιβλήτων εβδόμου λόγου της εφέσεως των αναιρεσειουσών στηρίζεται επί των επαλλήλων αιτιολογιών αφ’ ενός της πληττομένης με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως ως προϊόν παραμορφώσεως του περιεχομένου των πινάκων προσωπικού και αφ’ ετέρου της πληττομένης με τον έβδομο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ότι η εν λόγω προϋπηρεσία είχε γνωστοποιηθεί στην εργοδότιδα εταιρία με την προσκόμιση των οικείων ασφαλιστικών βιβλιαρίων, ο οποίος όμως λόγος έχει κατά τα ανωτέρω απορριφθεί.(...)
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 342 και 345 εδ. α’ ΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως “Ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη” και “‘Οταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία”, συνάγεται ότι, εάν ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής είναι υπερήμερος, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει τόκο υπερημερίας, χωρίς να είναι υπόχρεως να αποδείξει ζημία, όμως, ο οφειλέτης δεν καθίσταται υπερήμερος, εάν δεν υπέχει ευθύνη ως προς την καθυστέρηση, ως όταν έχει δικαιολογημένη, μη οφειλομένη σε αμέλεια αυτού, αμφιβολία, πλάνη ή άγνοια ως προς την ύπαρξη του χρέους. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά ένσταση, το δε εύλογο της αιτίας της καθυστερήσεως αποτελεί έννοια νομική, υποκειμένη στον αναιρετικό έλεγχο.
Εν προκειμένω, με τον ένατο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Μονομελές Εφετείο, δεχόμενο κατ’ ουσίαν τον μόνο λόγο της εφέσεως των αναιρεσιβλήτων, επιδίκασε τόκους επί των επιδικασθέντων υπέρ αυτών με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ποσών, αφ’ ότου έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τον παραδεκτώς προταθέντα δια των προτάσεων προς υπεράσπιση κατά της εν λόγω εφέσεως ισχυρισμό των αναιρεσειουσών εκ του άρθρου 342 ΑΚ ότι δεν υπείχαν ευθύνη ως προς την καθυστέρηση των αποδοχών των αναιρεσιβλήτων και επομένως δεν περιήλθαν σε υπερημερία. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 2 ΚΠολΔ χάριν των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των προτάσεων των αναιρεσειουσών, ο εν λόγω προβληθείς ισχυρισμός έχει ως εξής: “η καθυστέρηση της καταβολής των όποιων τυχόν διαφορών αποδοχών, θα επιδικασθεί, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά μας αλλά σε ανυπαίτια άγνοιά μας για την ύπαρξη της οφειλής, αφού (α) επί σειρά ετών οι αποδοχές των αντιδίκων υπολογίζονταν με βάση τα ημερήσια στοιχεία μερικής απασχόλησής τους 6 ώρες και 30 λεπτά, που απεικόνιζαν την μεταξύ μας συμφωνία μειωμένης καθημερινής απασχόλησης, οι δε αντίδικοι ελάμβαναν τις αποδοχές τους, κατά τους υπολογισμούς του λογιστηρίου μας, ανεπιφύλακτα, χωρίς την παραμικρή εναντίωση, (β) οι αντίδικοι ουδέποτε για πολλά χρόνια προέβαλαν αξιώσεις για διαφορές αποδοχών, από την έναρξη της εργασίας τους μέχρι την επίδοση της αγωγής, και επομένως αγνοούσαμε ανυπαίτια την ύπαρξη διαφορών αποδοχών, ώστε να καθιστάμεθα υπερήμερες για την μη καταβολή τους”. Μόνα όμως τα εν λόγω παρατιθέμενα περιστατικά, της μη προβολής αξιώσεων και της μη εναντιώσεως των αναιρεσιβλήτων επί σειρά ετών, δεν δικαιολογούν αμφιβολία ή πλάνη ή ανυπαίτια άγνοια των οργάνων των αναιρεσειουσών ως προς τις αποδοχές των αναιρεσιβλήτων και ο εν λόγω μη ληφθείς υπ’ όψιν από το Μονομελές Εφετείο ισχυρισμός της μη περιελεύσεως των αναιρεσειουσών σε υπερημερία είναι μη νόμιμος και δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκ-βαση της δίκης, συνεπώς, ο υπό κρίση, εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως είναι συμφώνως προς τα ανωτέρω αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια αλλά και τα τελούντα σε σχέση ουσιαστικής συναφείας προς αυτά, κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατόν να αποχωρισθούν, όπως είναι το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε συναναιρούνται και αυτά. Εάν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και δια της παραδοχής ενός λόγου εξαφανίζεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος, κατά το οποίο προσβάλλεται, δεν εξετάζονται οι τυχόν περιλαμβανόμενοι άλλοι λόγοι, εκτός εάν δικαιολογείται σχετικώς ειδικό έννομο συμφέρον. Εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1 - 3 ΚΠολΔ, να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, άλλως παραπέμ-πει την υπόθεση, προκειμένου να συζητηθεί σε νέα δικάσιμο, και προκειμένου περί των υπ’ αριθμ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων, δύναται να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου ισοβάθμου και ομοειδούς προς το εκδώσαν την αναιρεθείσα απόφαση ή ενώπιον του ιδίου, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός των εκδωσάντων την αναιρεθείσα απόφαση.
Εν προκειμένω, εν όψει των κατά τα ανωτέρω δεκτών γενομένων λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να αναιρεθεί καθ’ ολοκληρίαν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση, ενώ παρέλκει κατά τα προαναφερθέντα η εξέταση των λοιπών λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίοι πάντες αφορούν αιτιάσεις ως προς επί μέρους διατάξεις, ως προς τις οποίες η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει κατά τα ανωτέρω αναιρεθεί δυνάμει των δεκτών γενομένων λόγων.(..)