Αρείου Πάγου 1187/2019 περί «επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας»

Περίληψη: Απαιτείται ειδική άδεια λειτουργίας για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλίας και ειδική άδεια εργασίας για το προσωπικό τους. Επίσης, ειδική άδεια εργασίας απαιτείται και για το προσωπικό ασφαλείας οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχειρήσεως, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη των χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων αυτής. Αν ο μισθωτός δεν έχει εφοδιασθεί με την εν λόγω άδεια, η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη και δεν οφείλονται αποδοχές υπερημερίας. Ο αναιρετικός λόγος που αφορά τον μη εφοδιασμό του μισθωτού με την άδεια εργασίας, επειδή αφορά την δημοσία τάξη, προτείνεται παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, εφόσον το πραγματικό υλικό, στο οποίο στηρίζεται, υπεβλήθη στο Δικαστήριο της ουσίας και γίνεται σαφής επίκληση αυτού στο αναιρετήριο.

 

Διαβάστε περισσότερα…

(...) 3. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 2518/97, ως επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θεωρούνται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ατομικές ή εταιρικές, οι οποίες παρέχουν σε τρίτους μία ή περισσότερες από τις αναφερόμενες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η επιτήρηση ή η φύλαξη κινητών και ακινήτων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων. Ως προσωπικό ασφαλείας νοείται το προσωπικό, στο οποίο ανατίθεται η άσκηση οποιασδήποτε από τις ως άνω δραστηριότητες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 4 του αυτού νόμου, επιχειρήσεις που ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες απαιτείται να κατέχουν ειδική προς τούτο άδεια λειτουργίας, η οποία εκδίδεται από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, ύστερα από γνώμη τριμελούς επιτροπής και εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι αναφερόμενες προϋποθέσεις. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται η διαδικασία εκδόσεως και ανανεώσεως της άδειας και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1, 2 και 3 του ανωτέρω νόμου, το προσωπικό ασφαλείας απαιτείται να κατέχει άδεια εργασίας, η οποία εκδίδεται από την Αστυνομική Διεύθυνση του νομού ή τη Διεύθυνση Ασφάλειας του τόπου κατοικίας του, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 παρ. 1 αυτού. Η άδεια εργασίας, όπως και η άδεια λειτουργίας των ως άνω επιχειρήσεων (άρθρ. 2 παρ. 3 του ίδιου νόμου), είναι προσωπικές, ισχύουν για πέντε χρόνια και ανανεώνονται για ίσο χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αρχικών χορηγήσεων. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται η διαδικασία εκδόσεως και ανανεώσεως της άδειας εργασίας και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ρυθμίζεται κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 1016/109/149-α/09 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β’ 1967/09) καθορίσθηκαν τα δικαιολογητικά και η διαδικασία εκδόσεως της άδειας εργασίας του προσωπικού ασφαλείας. Για τη χορήγηση της τελευταίας άδειας (άρθρ. 3 παρ. 1 του Ν. 2518/97) ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει στο Τμήμα Ασφαλείας και όπου δεν υπάρχει, στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου της κατοικίας του τα αναφερόμενα λεπτομερώς δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων, εκτός από την αίτηση, περιλαμβάνονται: α) επικυρωμένο φωτοαντίγραφο εγγράφου με το οποίο να αποδεικνύονται τα στοιχεία ταυτότητας του αιτούντος, ειδικότερα δε για τους Έλληνες πολίτες τα στοιχεία ταυτότητας να αποδεικνύονται από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή τη σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας Αρχής ή το διαβατήριο ή την άδεια οδήγησης ή το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών φορέων. β) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/86, με την οποία δηλώνεται από τον ενδιαφερόμενο ότι: ι. δεν στερείται των προϋποθέσεων που αναφέρονται στις περ. στ’, η’ και θ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2518/97, ιι. δεν κρατείται προσωρινά, ιιι. δεν έχει καταδικασθεί έστω και με οριστική απόφαση ούτε έχει παραπεμφθεί αμετάκλητα σε δίκη για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης γ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2518/97, ιv. δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι (6) μηνών για έγκλημα του άρθρου 8 του Ν. 2518/97 και για κάθε έγκλημα που τελέσθηκε με δόλο. γ) Πιστοποιητικό ψυχιάτρου σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 3418/05 από το οποίο να προκύπτει, ότι δεν πάσχει από οποιασδήποτε μορφής ψυχική νόσο και δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών. Επί πλέον η Υπηρεσία παραλαβής των ανωτέρω δικαιολογητικών αναζητεί αυτεπαγγέλτως για τον αιτούντα αντίγραφο ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης και πιστοποιητικό Πρωτοδικείου ότι δεν τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση. Τα εν λόγω δικαιολογητικά μετά τον έλεγχό τους από τις δεχόμενες αυτά Υπηρεσίες υποβάλλονται στην προϊσταμένη τους Αστυνομική Διεύθυνση ή στη Διεύθυνση Ασφαλείας, κατά περίπτωση, ο δε Διευθυντής αυτών των Υπηρεσιών ελέγχει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Ν. 2518/97 και ακολούθως εκδίδει απόφαση για τη χορήγηση της αιτουμένης άδειας ή την απόρριψη της αιτήσεως. Περαιτέρω κατά το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. γ’, στ’, ζ’ και 2 του Ν. 2518/97 το προσωπικό ασφαλείας οφείλει να χρησιμοποιεί την προβλεπόμενη στολή, εφόσον γίνεται χρήση στολής, να μην θίγει, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του, τα κάθε είδους συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών και να μην χρησιμοποιεί μέσα και μεθόδους που μπορούν να προκαλέσουν ζημία, βλάβη, ενόχληση σε τρίτους ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Τα ανωτέρω έχουν, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του ίδιου ως άνω Ν. 2518/97, εφαρμογή και για το προσωπικό οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και η προστασία των ιδίων αυτής χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι η άδεια εργασίας του προσωπικού ασφαλείας εντάσσεται στον προληπτικό έλεγχο του υπαλληλικού προσωπικού από τις αρμόδιες Αστυνομικές Αρχές και ανάγεται στην εύρυθμη ανάθεση και εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών, που άπτονται των προστατευομένων συνταγματικά δικαιωμάτων της προσωπικής ελευθερίας και της ελεύθερης μετακινήσεως και δεν μπορούν να εκτελούνται κατ` απόκλιση από τις ρυθμίσεις και τους περιορισμούς των διατάξεων του ως άνω νόμου χωρίς την εποπτεία και τον έλεγχο των αρμοδίων κατά τόπο Αστυνομικών Αρχών. Το προσωπικό ασφαλείας υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των εν λόγω Αρχών και να παρέχει σ’ αυτές τη συνδρομή του, εφόσον του ζητηθεί, σε περίπτωση εκδηλώσεως εγκληματικής ενέργειας, ενόψει και του ότι η άσκηση των προβλεπομένων δραστηριοτήτων των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής ασφαλείας, δεν θίγει τις αρμοδιότητες των Κρατικών Αρχών στους τομείς αυτούς (άρθρ. 1 παρ. 4 και 7 του Ν. 2518/97). Έτσι, η καταρτιζόμενη με τον εργοδότη, σύμβαση εργασίας, χωρίς ο μισθωτός, στον οποίον ανατίθεται η προαναφερόμενη δραστηριότητα του άρθρου 1 του Ν. 2518/97, να έχει εφοδιασθεί με την απαιτούμενη κατά το νόμο ως άνω άδεια εργασίας, είναι άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 ΑΚ, διότι αντίκειται στις ανωτέρω απαγορευτικές διατάξεις, που αφορούν τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1320/08). Εξ άλλου σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργοδότης μη αποδεχόμενος τις υπηρεσίες του μισθωτού ή καταγγέλλοντας την σύμβαση, χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, δεν καθίσταται υπερήμερος και δεν υποχρεούται, ως εκ τούτου, στην καταβολή αποδοχών υπερημερίας, ούτε στην συνέχιση της σχέσεως εργασίας, αφού αυτή, μη αναγνωριζόμενη από τον νόμο, δεν μπορεί να εξακολουθήσει χωρίς την θέλησή του (ΑΠ 1211/17, ΑΠ 131/15, ΑΠ 24/14, ΑΠ 622/91). (...)