Περίληψη: Κρίσιμο χρονικό σημείο, βάσει του οποίου καθορίζεται το όριο πέρα του οποίου οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός κατά τον οποίο ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις και όχι του μηνός κατά τον οποίο θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις – Επί καταγγελίας με προειδοποίηση, κρίσιμος χρόνος είναι η αρχή του μηνός κατά τον οποίο ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις, προσερχόμενος σε διαβουλεύσεις ή αν δεν προσέλθη σε διαβουλεύσεις, του μηνός κατά τον οποίο έγινε η καταγγελία (προειδοποίηση) και όχι του μηνός κατά τον οποίο θα λυθούν οι συμβάσεις (λήξεως του διαστήματος προειδοποιήσεως).
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 1387/83 συνάγεται ότι κρίσιμο χρονικό σημείο, βάσει του οποίου καθορίζεται το ως άνω όριο, καθ’ υπέρβαση του οποίου οι απολύσεις των επί σχέσει εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εργαζομένων, τις οποίες επιχειρεί ο εργοδότης στα πλαίσια οικονομοτεχνικών μεταβολών κατά την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητος, θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός, κατά τον οποίον ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις και όχι του μηνός κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας. Η εξωτερίκευση της βουλήσεως του εργοδότη γίνεται είτε όταν προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σχετικώς με τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, είτε, εάν δεν προέλθει προηγουμένως σε διαπραγματεύσεις, όταν περιέλθουν στους εργαζομένους τα καταγγελτήρια των συμβάσεών τους εργασίας, τούτο δε ισχύει και εάν οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας γίνονται υπό προειδοποίηση συμφώνως προς την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1 εδ. α’ Ν. 2112/20, αφού η κοινοποίηση στον εργαζόμενο της καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας αποτελεί την έκφραση της αποφάσεως περί διακοπής της σχέσεως εργασίας, η δε εν τοις πράγμασι λήξη της εν λόγω σχέσεως κατά την παρέλευση της προθεσμίας προειδοποιήσεως συνιστά απλώς και μόνον το αποτέλεσμα της εν λόγω αποφάσεως. Η ανωτέρω ερμηνεία προκύπτει σαφώς και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 1387/83, στην οποία, κεφ. Β’ αρ. 4, διαλαμβάνονται τα εξής: «τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις χαρακτηρίζονται ομαδικές προσδιορίζονται κάθε φορά σε σχέση με τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα, κατά τον οποίον ο εργοδότης εκδηλώνει τη βούλησή του να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις», και από την γραμματική διατύπωση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 Ν. 1387/83 «Ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ...» θεσπίζουσας υποχρέωση του εργοδότη να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, προτού προβεί σε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας, είναι δε συμβατή και προς την Οδηγία 98/59, με την οποία έχουν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις της προαναφερομένης Οδηγίας 75/129 ως και της μεταγενεστέρως εκδοθείσης Οδηγίας 92/56, όπως προκύπτει από την απόφαση ΔΕΕ C-188/03, με την οποία έγινε δεκτό «ότι τα άρθρα 2 και 4 της Οδηγίας έχουν την έννοια ότι το γεγονός, το οποίο συνιστά απόλυση έγκειται στη δήλωση βουλήσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας». (...)
Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τις ομαδικές απολύσεις, δεδομένου ότι η εναγομένη την 1η Δεκεμβρίου του έτους 2013 απασχολούσε 22 και πλέον μισθωτούς όλων των ειδικοτήτων, συνδεόμενη μαζί τους με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, ώστε καταγγέλλοντας τις συμβάσεις εργασίας 15 συνολικά εργαζομένων της, εντός του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2013, υπερέβη τον ανώτατο καθοριζόμενο εκ του νόμου αριθμό των έξι απολυτέων μισθωτών, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζόμενων, με σκοπό τη διερεύνηση αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους, χωρίς την έγγραφη παροχή πληροφοριών για τον αριθμό και τις κατηγορίες των απολυτέων, τα κριτήρια της επιλογής τους και το χρονικό διάστημα που θα πραγματοποιούντο οι απολύσεις, και χωρίς την τήρηση της ενημέρωσης του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας για την εξέλιξη των διαβουλεύσεων. Ωστόσο, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγοντων δεν αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος, αντίθετα αποδεικνύεται ότι η εναγομένη την 1η Δεκεμβρίου του έτους 2013 απασχολούσε συνολικά 19 και όχι 22 μισθωτούς, δεδομένου ότι εντός του μηνός Νοεμβρίου του ίδιου έτους η εργοδότρια εταιρία προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας έξι συνολικά μισθωτών, ενώ παράλληλα αποχώρησαν από αυτή οικειοθελώς δύο εργαζόμενοι, με αποτέλεσμα, όταν προέβη στην καταγγελία των ενδίκων συμβάσεων εργασίας μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος της προμήνυσης, οπότε τότε επέρχεται το αποτέλεσμα της λύσης της εργασιακής σχέσης, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ της καταγγελίας και της οριστικής λήξης της σχέσης και κατά συνέπεια τότε είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον έλεγχο του κύρους των καταγγελιών των ενδίκων συμβάσεων ως προαναφέρθηκε και όχι ο χρόνος της έγγραφης καταγγελίας τους με προμήνυση ως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες με τον πρώτο λόγο έφεσης που είναι απορριπτέος ως αβάσιμος». Υπό τις ως άνω παραδοχές το Μονομελές Εφετείο Αθηνών απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της εφέσεως, με τον οποίον οι αναιρεσείοντες ισχυρίζοντο ότι εσφαλμένως είχε ληφθεί ως ημερομηνία ελέγχου των απολύσεων αυτών η 1η Δεκεμβρίου 2013, ενώ έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν η 1η Αυγούστου 2013, οπότε ως εκ του αριθμού των απασχολουμένων στην αναιρεσίβλητη οι απολύσεις θα εχαρακτηρίζοντο ως ομαδικές. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο ψευδώς ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν. 1387/83, αφού κατά τα ανωτέρω, επί καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών υπό προειδοποίηση λόγω οικονομοτεχνικών μεταβολών, κρίσιμος χρόνος, βάσει του οποίου καθορίζεται το όριο, καθ’ υπέρβαση του οποίου οι εν λόγω καταγγελίες θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός, κατά τον οποίον ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις προσερχόμενος σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ή, εάν δεν προσέλθει προηγουμένως σε διαβουλεύσεις, του μηνός, κατά τον οποίον περιήλθαν στους εργαζομένους οι καταγγελίες, και όχι του μηνός, κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας. (...)