VΙII. Υπόθεση C-192/21 - Comunidad de Castilla y León (Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4, σημείο 1 – Αρχή της μη διάκρισης)

Περίληψη: Ρήτρα ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP- Αναγνώριση προϋπηρεσίας εργαζόμενου ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος.

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4, σημείο 1 – Αρχή της μη διάκρισης – Μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος μονιμοποιήθηκε, για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού του βαθμού – Εξομοίωση της προϋπηρεσίας αυτής με εκείνη ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου – Έννοια “αντικειμενικών λόγων” – Προσμέτρηση της προϋπηρεσίας για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου – Διάρθρωση της κάθετης εξέλιξης των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία»

Στην υπόθεση C 192/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν, Ισπανία), με απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2021 η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης (..)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα), (..) εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του εκκαλούντος της κύριας δίκης, για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Clemente», και της Comunidad de Castilla y León (Dirección General de la Función Pública) [Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν (Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Διοίκησης), Ισπανία] (στο εξής: Αυτόνομη Κοινότητα) σχετικά με την άρνηση της δεύτερης να αναγνωρίσει οριστικά τον προσωπικό βαθμό τον οποίο είχε ο εκκαλών της κύριας δίκης ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος πριν διοριστεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3 Κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης.

4 Κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η συμφωνία αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

5 Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως: 1. “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου”, νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος· 2. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων […]». 6 Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής: «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

 Το ισπανικό δίκαιο

7 Το άρθρο 69 του Ley 7/2005 de la Función Pública de Castilla y León (νόμου 7/2005 περί του υπαλληλικού προσωπικού της Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν), της 24ης Μαΐου 2005 (BOE αριθ. 162 της 8ης Ιουλίου 2005, σ. 24200), ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Ανεξάρτητα από τη θέση που καλύπτουν, οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται τουλάχιστον το επίδομα καθηκόντων των θέσεων του επιπέδου που αντιστοιχεί στον προσωπικό βαθμό τους.»

8 Το Decreto 17/2018 por el que se regula la consolidación, convalidación y conservación del grado personal (διάταγμα 17/2018 για τη ρύθμιση της οριστικής αναγνώρισης, της επικύρωσης και της διατήρησης του προσωπικού βαθμού), της 7ης Ιουνίου 2018 (BOCyL αριθ. 113 της 13ης Ιουνίου 2018, στο εξής: διάταγμα 17/2018), το οποίο, βάσει του άρθρου του 2, εφαρμόζεται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους της Αυτόνομης Κοινότητας, ορίζει στο άρθρο 3 τα εξής: «1. Η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού προϋποθέτει τη συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: a) Τον μόνιμο διορισμό σε ορισμένη θέση, εξαιρουμένου του αρχικού βαθμού της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας. b) Το να υπηρετεί ο δημόσιος υπάλληλος πράγματι σε μία ή περισσότερες θέσεις του αντίστοιχου επιπέδου. 2. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται υπό τους όρους που περιγράφονται στις ακόλουθες διατάξεις.»

9 Το άρθρο 4 του διατάγματος αυτού έχει ως εξής: «1. Για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού απαιτείται μόνιμος διορισμός σε θέση επιπέδου ίσου ή ανώτερου με εκείνο του προς αναγνώριση βαθμού. 2. Η υπηρεσιακή σταδιοδρομία αρχίζει πάντως στον αρχικό βαθμό που αντιστοιχεί στο επίπεδο της θέσης στην οποία διορίζεται ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής στην αντίστοιχη διαδικασία επιλογής, ανεξάρτητα από το καθεστώς βάσει του οποίου υπηρετεί στην εν λόγω θέση, εκτός αν ζητηθεί οικειοθελώς την οριστική αναγνώριση χαμηλότερου βαθμού.»

10 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τα εξής: «Για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού απαιτείται υπηρεσία, προσωρινά ή υπό καθεστώς μονιμότητας, σε μία ή περισσότερες θέσεις επιπέδου ίσου ή ανώτερου με εκείνο του βαθμού του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση, για διάστημα δύο ετών αδιαλείπτως ή για συνολικό διάστημα τριών ετών σε περίπτωση διακοπής. Σε περίπτωση που συντρέχουν και οι δύο περιπτώσεις, η οριστική αναγνώριση βαθμού λαμβάνει χώρα κατά την πλέον ευνοϊκή για τον μόνιμο δημόσιο υπάλληλο ημερομηνία.»

11 Το άρθρο 6 του ίδιου διατάγματος έχει ως εξής: «1. Ο βαθμός του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση μπορεί να είναι μέχρι και κατά δύο επίπεδα ανώτερος από τον ήδη αποκτηθέντα προσωπικό βαθμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το επίπεδο της θέσης που κατέχεται κατά τρόπο μόνιμο ούτε την κλίμακα επιπέδων που αντιστοιχούν στην υποκατηγορία ή κατηγορία επαγγελματικής κατάταξης στην οποία ανήκει η θέση. 2. Ο χρόνος προσωρινής υπηρεσίας σε μια θέση, είτε πρόκειται για απόσπαση είτε για προσωρινή τοποθέτηση, λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση βαθμού μόνον εφόσον το επίπεδο των προσωρινώς καλυπτόμενων θέσεων είναι ίσο ή ανώτερο του επιπέδου του βαθμού του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση. 3. Η απονομή νέου προσωπικού βαθμού προϋποθέτει την παρέλευση τουλάχιστον δύο ετών από την ημερομηνία οριστικής αναγνώρισης του προηγούμενου βαθμού. 4. Οι περίοδοι υπηρεσίας υπολογίζονται κατά χρονολογική σειρά και λαμβάνονται υπόψη μία μόνο φορά για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης βαθμού.» (..)

24 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχει ο όρος “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι, στο πλαίσιο της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού, η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν αποκτήσει την ιδιότητα αυτή πρέπει να εξομοιωθεί με την προϋπηρεσία άλλου μονίμου δημοσίου υπαλλήλου;

2) Έχει η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι το γεγονός ότι ο χρόνος προϋπηρεσίας υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου έχει προσμετρηθεί και ληφθεί υπόψη για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, αφενός, και η διάρθρωση της κάθετης επαγγελματικής εξέλιξης των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων κατά την εθνική νομοθεσία, αφετέρου, συνιστούν αμφότερα αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν τη μη προσμέτρηση, για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, της προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

25 Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

26 Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν εφαρμογή σε όλους τους εργαζόμενους που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους (διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C 315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27 Επομένως, οι επιταγές της συμφωνίας-πλαισίου έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις και στις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με τις διοικητικές αρχές και τους λοιπούς φορείς του δημόσιου τομέα (διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C 315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος της Αυτόνομης Κοινότητας επί έξι και πλέον έτη, θεωρούνταν ως «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου.

29 Έπειτα, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

30 Επισημαίνεται συναφώς ότι ναι μεν, κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η συμφωνία αυτή εφαρμόζεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως ορίζονται στη ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, πλην όμως το γεγονός ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης απέκτησε εν συνεχεία την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, του εργαζομένου αορίστου χρόνου δεν τον εμποδίζει να επικαλεστεί την κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αρχή της μη διάκρισης, στο μέτρο που παραπονείται για διαφορετική μεταχείριση που υφίσταται στο πλαίσιο της οριστικής αναγνώρισης του βαθμού του, από πλευράς προσμέτρησης της προϋπηρεσίας που συμπλήρωσε ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος πριν μονιμοποιηθεί (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C 302/11 έως C 305/11, EU:C:2012:646, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31 Εξάλλου, διαπιστώνεται, πράγμα που επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού την οποία αφορά η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία συνιστά «όρο απασχόλησης» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στην έννοια αυτή είναι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ακριβώς το κριτήριο της απασχόλησης, δηλαδή της σχέσης εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C 72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32 Ειδικότερα, αφενός, από τα άρθρα 3 έως 5 του διατάγματος 17/2018 προκύπτει ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις, ήτοι από «τον μόνιμο διορισμό σε ορισμένη θέση, εξαιρουμένου του αρχικού βαθμού της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας» και «το να υπηρετεί ο δημόσιος υπάλληλος πράγματι σε μία ή περισσότερες θέσεις του αντίστοιχου επιπέδου» προς εκείνο της θέσης την οποία κάλυπτε προηγουμένως. Αφετέρου, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1, του νόμου 7/2005 περί του υπαλληλικού προσωπικού της Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν, η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού εγγυάται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους το δικαίωμα να λαμβάνουν τις αποδοχές που αντιστοιχούν στον οριστικώς αναγνωρισθέντα προσωπικό βαθμό τους ακόμη και σε περίπτωση αλλαγής θέσης. Η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού συνιστά επίσης προαπαιτούμενο για την κάθετη επαγγελματική εξέλιξη του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου.

33 Επομένως, στο μέτρο που από τη διατύπωση των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι αυτά στηρίζονται στην παραδοχή ότι οι αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους από απόψεως προσμέτρησης, για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, της προϋπηρεσίας που έχουν αντιστοίχως συμπληρώσει υπό τις ως άνω ιδιότητες, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν οι δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, υπό την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

34 Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι εργαζόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 3, σημείο 2, και της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, να εξεταστεί εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, οι εργαζόμενοι αυτοί είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντες σε συγκρίσιμη κατάσταση (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C 72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35 Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C 72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), από την απόφαση περί παραπομπής αυτή καθεαυτήν προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης, όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ήταν πανομοιότυπη προς την κατάσταση στην οποία τελεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος όσον αφορά τα καθήκοντα του συντονιστή κτηνιάτρου, το απαιτούμενο δίπλωμα, το καθεστώς, τον τόπο και τις λοιπές συνθήκες εργασίας.

36 Πάντως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που καλύπτει προσωρινά, δηλαδή στο πλαίσιο απόσπασης, θέση επιπέδου ανώτερου από εκείνο της θέσης στην οποία έχει διοριστεί μόνιμα τυγχάνει οριστικής αναγνώρισης του βαθμού που αντιστοιχεί όχι στη θέση την οποία καλύπτει στο πλαίσιο απόσπασης αλλά στη θέση στην οποία είναι μόνιμα διορισμένος. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως η οριστική αναγνώριση, υπέρ ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, του ανώτερου βαθμού που είχε όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος συνιστά αντίστροφη δυσμενή διάκριση εις βάρος των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων.

37 Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι από το γράμμα της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι αρκεί οι επίμαχοι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου που τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση ώστε οι πρώτοι να μπορούν βασίμως να διεκδικήσουν το ωφέλημα της ρήτρας αυτής (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C 72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 31).

38 Προκύπτει δε ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης κάλυψε επί σειρά ετών, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος και βάσει ενός και μόνο διορισμού, τη θέση συντονιστή κτηνιάτρου στην Αυτόνομη Κοινότητα, για την οποία έλαβε τον προσωπικό βαθμό 24 βάσει του συστήματος κατάταξης των θέσεων που ισχύει στην Αυτόνομη Κοινότητα. Επομένως, η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης είναι συγκρίσιμη με εκείνη του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου που κατέχει μόνιμα μια τέτοια θέση.

39 Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, πρέπει να κριθεί ότι η κατάσταση ενός αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου, όπως ήταν η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης πριν μονιμοποιηθεί, είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος κατέχει μόνιμα την ίδια θέση την οποία κάλυπτε ο εν λόγω αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος.

40 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί, δεύτερον, αν υφίστανται «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ικανοί να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως.

41 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» απαιτεί να δικαιολογείται η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχόλησης στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C 72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42 Αντιθέτως, η εν λόγω έννοια δεν μπορεί να νοείται ως δικαιολογούσα διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου με βάση το ότι η διαφορετική μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο εθνικό κανόνα, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C 177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43 Η επίκληση του προσωρινού χαρακτήρα της απασχόλησης των αναπληρωτών δημοσίων υπαλλήλων δεν δύναται να αποτελέσει αφ’ εαυτής αντικειμενικό λόγο κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C 72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44 Όσον αφορά την ενδεχόμενη δικαιολόγηση της διαπιστωθείσας στην υπόθεση της κύριας δίκης διαφορετικής μεταχείρισης, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, αφενός, στην κάθετη επαγγελματική εξέλιξη των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, η οποία είναι σταδιακή και απορρέει από τη διοικητική δομή αυτή καθεαυτήν.

45 Συναφώς, στο μέτρο που η κάθετη επαγγελματική εξέλιξη καθώς και η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς την οργάνωση της εσωτερικής τους Δημόσιας Διοίκησης, αυτά μπορούν καταρχήν, χωρίς να προσκρούουν στην οδηγία 1999/70 και στη συμφωνία-πλαίσιο, να προβλέπουν τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση στη θέση του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου καθώς και τις συνθήκες απασχόλησης τέτοιων υπαλλήλων (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C 72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46 Επομένως, μολονότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο δεν απαγορεύουν, καταρχήν, το να επιφυλάσσεται η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού αποκλειστικώς υπέρ των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, εντούτοις η νομοθεσία κράτους μέλους δεν μπορεί να θέτει γενική και αφηρημένη προϋπόθεση με βάση μόνον τον προσωρινό χαρακτήρα της εργασίας των αναπληρωτών δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη φύση των ασκούμενων καθηκόντων και τα εγγενή χαρακτηριστικά τους.

47 Συναφώς, διαπιστώνεται πάντως ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι το γεγονός και μόνο της προσωρινής κάλυψης, από μόνιμο δημόσιο υπάλληλο, θέσης στην οποία αντιστοιχεί βαθμός ανώτερος από εκείνον που αντιστοιχεί στη θέση την οποία κατέχει μόνιμα δεν του παρέχει αυτομάτως το δικαίωμα να τύχει οριστικής αναγνώρισης του ανώτερου αυτού βαθμού.

48 Υπό τις συνθήκες αυτές, το να γίνεται δεκτή η οριστική αναγνώριση υπέρ μονίμου δημοσίου υπαλλήλου του ανώτερου βαθμού τον οποίον είχε όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος μπορεί να συνιστά αντίστροφη δυσμενή διάκριση εις βάρος των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που έχουν αποσπασθεί προσωρινώς σε θέση στην οποία αντιστοιχεί βαθμός ανώτερος από εκείνον που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία είναι μόνιμα διορισμένο.

49 Επομένως, στο μέτρο που η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, ενώ αποκλείει την αυτόματη οριστική αναγνώριση του προσωρινώς αποκτηθέντος βαθμού, επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό του βαθμού που θα αναγνωριστεί οριστικά, η περίοδος κάλυψης μιας προσωρινής θέσης, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η νομοθεσία αυτή πρέπει να εφαρμόζεται ισότιμα στα πρόσωπα που έχουν καλύψει την εν λόγω προσωρινή θέση ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι ή ως μόνιμα διορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι.

50 Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στο μέτρο που η προϋπηρεσία του εκκαλούντος της κύριας δίκης ως αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου ελήφθη υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής κατόπιν της οποίας μονιμοποιήθηκε, η συνεκτίμηση της προϋπηρεσίας αυτής για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού σημαίνει διπλή προσμέτρησή της, πράγμα που έχει ως συνέπεια ευνοϊκή μεταχείριση του εκκαλούντος της κύριας δίκης σε σχέση με άλλους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.

51 Πλην όμως η θέσπιση προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και το ωφέλημα υπέρ ενός τέτοιου δημοσίου υπαλλήλου το οποίο συνίσταται στην οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, ωφέλημα το οποίο, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας αποφάσεως, συνιστά όρο απασχόλησης, αποτελούν δύο διαφορετικές πτυχές του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και κατά συνέπεια η προσμέτρηση της προϋπηρεσίας του ενδιαφερομένου ως αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου ή για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού δεν μπορεί να θεωρείται ότι οδηγεί σε διπλή προσμέτρηση της εν λόγω προϋπηρεσίας αποκλειστικώς για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού.

52 Επομένως, μολονότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, είναι θεμιτή η πρόβλεψη προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, η πρόβλεψη τέτοιων προϋποθέσεων πρόσβασης δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τις προϋποθέσεις της εν λόγω οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού.

53 Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού. (..)

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.