Σχόλιο Μ.Μ. Τσίπρα - ΣτΕ (Ολομ.) 996/2022

Το ερώτημα εάν ο νομοθέτης δύναται να προβλέψει την πλήρη και οριστική αποστέρηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ασφαλισμένου, σε περίπτωση ποινικής καταδίκης έχει απασχολήσει επί μακρώ την νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Κατά κανόνα δε εγείρεται σε περιπτώσεις, που αφορούν δημοσίους υπαλλήλους ή εργαζόμενους άλλων δημόσιων φορεών, όπως εν προκειμένω η ΔΕΗ και αποτυπώνεται σε διατάξεις, όπως αυτή του άρ. 13 παρ. 4 του ν.4491/1966 αλλά και η αντίστοιχη διάταξη της περ. β΄ του άρ. 62 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Είναι αναμφίβολο, ότι σκοπός του νομοθέτη, κατά την θέσπιση των εν λόγω διατάξεων ήταν η προστασία του συμφέροντος της δημόσιας υπηρεσίας, αφού το ενδεχόμενο της αποστέρησης κάθε συνταξιοδοτικής παροχής, αποτρεπτικά για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Εξίσου, ωστόσο, αναμφίβολο είναι το γεγονός, ότι η προβλεπόμενη εκ των ως άνω διατάξεων συνέπεια της απώλειας κάθε συνταξιοδοτικής παροχής αλλά και παροχής υγείας, παρά το γεγονός, ότι ο ασφαλισμένος κατέβαλε εισφορές και παρείχε εργασία επί σειρά ετών, αποτελούσε ένα εξαιρετικά δυσμενές και μόνιμο μέτρο. Εξαιτίας δε της πλήρους αποστέρησης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, που επέφερε η εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, το θέμα να αχθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και εν συνεχεία ενώπιον του ΕΔΔΑ.

Επί σειρά ετών, η νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενέμενε στην συνταγματικότητα του άρ. 62 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, επικαλούμενη λόγους δημοσίου συμφέροντος και ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη στενά (ΕλΣυν ΙΙ Τμ 1359/2002). Σημείο σταθμός για την μεταστροφή της νομολογίας θα πρέπει να θεωρηθεί η υπόθεση Αποστολάκης κατά Ελλάδος (Απόφ. 22.10.2009 Προσφυγή Νο 39574/07), με την οποία το ΕΔΔΑ έκρινε, ότι η προβλεπόμενη από το άρ. 62 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων πλήρης και οριστική αποστέρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, παραβιάζει τόσο το δικαίωμα στην περιουσία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ όσο και την αρχή της αναλογικότητας.

Μετά την ως άνω απόφαση, το Ελεγκτικό Συνέδριο μετέβαλε την νομολογία του, δεχόμενο πλέον (ΕλΣ.Ολ 2248/2016, Ελ.Συν.Ολ.477/2014) ότι α) Η οριστική απώλεια του συνόλου της σύνταξης καθώς και η απώλεια όλων των παροχών κοινωνικής ασφάλισης συμπεριλαμβανομένων και των παροχών ασφαλίσεως λόγω ασθενείας, συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές για τον ασφαλισμένο, που τον ακολουθεί μέχρι το πέρας του βίου του και θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του, στερώντας από αυτόν τα στοιχειώδη μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μια ηλικία, κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξής του, μέσω άλλων πόρων, είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, αν όχι ανύπαρκτη. β) Η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου, δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να μπορεί να καταστεί κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, αλλά σχετίζεται άμεσα με την υπηρεσιακή του κατάσταση. γ) Οι ως άνω δυσμενείς συνέπειες είναι δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθώς το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας, που τον υπερακοντίζει προδήλως, ενώ ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέτρα εξίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή.

Στην ίδια ως άνω κατεύθυνση και με ταυτόσημη ερμηνευτική προσέγγιση κινείται και η σχολιαζόμενη απόφαση, η οποία έκρινε, ότι είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση ποινικής καταδίκης εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. σε ποινή στερητική της ελευθερίας από 5 έτη και άνω για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου επέρχεται πλήρης και οριστική απώλεια του δικαιώματος σε κύρια και επικουρική σύνταξη, σε παροχές υγείας και εφ’ άπαξ βοήθημα.

Η σχολιαζόμενη απόφαση, με ευθεία αναφορά στην έννοια του συνταγματικού πυρήνα του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, επανέλαβε την νομολογία του ΣτΕ αναφορικά με την υποχρέωση του Κράτους για την χορήγηση, παροχών  αναλόγων προς τις καταβληθείσες από τον ασφαλισμένο εισφορές και ικανών να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνον της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (Σ.τ.Ε. 1889-91/2019 Ολομ., βλ. και 2287-90/2015 Ολομ.).

Δέχτηκε δε περαιτέρω, ότι η ποινική καταδίκη του ασφαλισμένου δεν αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για την στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης και ότι περαιτέρω, η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει, δηλαδή την προστασία της περιουσίας της ΔΕΗ και του Ελληνικού Δημοσίου.

Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει την λεπτή όσο και κρίσιμη διαφοροποίηση μεταξύ των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της σχολιαζόμενης απόφασης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω της νομολογίας του θέτει ως φραγμό στην όποια παρέμβαση του νομοθέτη, τον συνταγματικό πηρύνα του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσοντας σε αυτόν την χορήγηση παροχών,  αναλόγων προς τις καταβληθείσες από τον ασφαλισμένο εισφορές και ικανών να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνον της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου. Η προστασία δε αυτού του πηρύνα της κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη απορρέουσα από το Σύνταγμα και τελεί υπό την εγγύηση αυτού.

Από την άλλη πλευρά, το Ελεγκτικό Συνέδριο θέτει, ως όριο κάθε παρεμβάσεως, την μη στέρηση των στοιχειωδών μέσων για την αντιμετώπιση των βιοτικών αναγκών του υποψηφίου συνταξιούχου. Άγεται δε στην κρίση περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, υπό το πρίσμα της προστασίας του δικαιώματος της περιουσίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρ. 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και όχι υπό το πρίσμα της συνταγματικής υποχρέωσης του νομοθέτη να διασφαλίζει επίπεδα παροχών, που δεν θίγουν τον πηρύνα του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης.

Υπό την έννοια αυτή, η αιτιολογία της σχολιαζόμενης απόφασης εισάγει ένα πιο πλούσιο και πιο συνεκτικό πλαίσιο προστασίας των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, αφού πέραν της αναγνώρισης του δικαιώματος των ασφαλισμένων για την λήψη ασφαλιστικών παροχών, αναγνωρίζει αντίστοιχα και την υποχρέωση του Κράτους να τις παρέχει και μάλιστά σε ένα επίπεδο, που δεν περιορίζεται στην διασφάλιση απλώς και μόνο βασικών βιοτικών αναγκών.