Ι. Αρείου Πάγου Πλήρης Ολομέλεια 5/2022

Περίληψη: Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης- Νόμιμη η μείωση των αποδοχών των ν. 3833/2010, 3845/2010, 4024/2011 και 4093/2012.

 

(...) Με την 626/2021 ομόφωνη απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμπεται στην πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΟΔΚΚΔΛ, για την ενότητα της νομολογίας αλλά και ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, καθώς αφορά σε όσους εργάζονται με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου στις δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης – αποχέτευσης όλης της Χώρας, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος της από 18.04.2019 αίτησης της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης Κομοτηνής (ΔΕΥΑΚ) για αναίρεση της 18/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως Εφετείο, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 3845/2010. (...)

Οι ΔΕΥΑ, ναι μεν χαρακτηρίζονται από τον ιδρυτικό τους νόμο ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δεν αποτελούν ωστόσο αυτόνομα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, αλλά πρόκειται για ετεροκαθοριζόμενα νομικά πρόσωπα, τα οποία εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και παρέχουν δημόσιο – αυτοδιοικητικό σκοπό (ύδρευση – αποχέτευση), τελούν δε σε καθεστώς έντονης εξάρτησης από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμων και Περιφερειών), στα οποία ανήκουν και υπάγονται, καθώς: α) η σύσταση κάθε επιχείρησης λαμβάνει χώρα με απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, β) το διοικητικό συμβούλιο κάθε επιχείρησης ορίζεται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο, γ) ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης διορίζονται εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι, από τους οποίους ο ένας αναγκαστικά προέρχεται από την εκάστοτε μειοψηφία, δ) ο Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας της επιχείρησης εγκρίνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, ε) ο τακτικός οικονομικός έλεγχος της διαχείρισης κάθε επιχείρησης ενεργείται από δύο ορκωτούς λογιστές που διορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας στην αρχή κάθε έτους, στ) ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ασκεί έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου για τα σοβαρότερα ζητήματα και συγκεκριμένα για την ψήφιση και κάθε τροποποίηση του προϋπολογισμού της επιχείρησης και του τεχνικού προγράμματος έργων, την αγορά και εκποίηση ακινήτων κτημάτων της επιχείρησης ή την επιβάρυνση αυτών με εμπράγματα δικαιώματα, τη σύναψη δανείων, τις μελέτες, τα έργα και τις προμήθειες, ζ) ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ελέγχει τον ισολογισμό, τον απολογισμό και την έκθεση πεπραγμένων και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού και ταμιακού ελέγχου από ορκωτούς ελεγκτές, η) οι κανονισμοί λειτουργίας και διαχείρισης, που ψηφίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης, ελέγχονται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο και, τέλος, θ) οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης αναφορικά με τα χωριστά τιμολόγια ύδρευσης και αποχέτευσης ή τη διαφοροποίηση των εισπραττόμενων τελών πρέπει να εγκριθούν από το οικείο δημοτικό συμβούλιο. Περαιτέρω στις ανωτέρω επιχειρήσεις απονέμονται προνόμια και ατέλειες με αποτέλεσμα την απαλλαγή τους από τον ανταγωνισμό, ενώ ως πόροι κάθε επιχείρησης ορίζονται, μεταξύ άλλων, διάφορα ανταποδοτικά τέλη. Τέλος, οι ως άνω επιχειρήσεις επιχορηγούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη μελέτη και την κατασκευή έργων ύδρευσης και αποχέτευσης κατά ποσοστό 35% από τις πιστώσεις της επιχείρησης που εγκρίνονται κατ’ έτος για τον σκοπό αυτό. Τα έργα που εκτελούνται από την επιχείρηση χαρακτηρίζονται δημόσιας ωφέλειας, με αποτέλεσμα να προβλέπεται δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των αναγκαίων ακινήτων ή σύστασης δουλείας οιασδήποτε μορφής επ’ αυτών, με σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης. Εν κατακλείδι, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η δομή και η οργάνωση, καθώς και η χρηματοδότηση των ΔΕΥΑ ταυτίζεται με την έννοια της δημόσιας επιχείρησης, δηλαδή εκείνης για την οποία νόμος, είτε ιδρυτικός της είτε άλλος, προβλέπει ότι λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και η οποία, περαιτέρω, οργανωμένη σε νομικό πρόσωπο, επί του οποίου το κράτος ασκεί αποφασιστική επιρροή (μέσω χρηματοδοτήσεων και οικονομικών ελέγχων), λειτουργεί με κριτήρια επιδιώξεως οικονομικού αποτελέσματος, με την έννοια όχι της κερδοσκοπίας, αλλά της δημιουργίας των οικονομικών δυνατοτήτων για την επίτευξη των βασικών σκοπών της. Επιπλέον, η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, επομένως, εφόσον σκοπός των ΔΕΥΑ είναι, όπως προαναφέρθηκε, να μεριμνούν για τον συνεχή εφοδιασμό όσων κατοικούν ή διαμένουν στην περιφέρειά τους με επαρκή για τις προσωπικές και οικογενειακές τους ανάγκες ποσότητα πόσιμου ύδατος, το οποίο πληροί τους απαραίτητους όρους υγιεινής και διατίθεται σε προσιτή τιμή, ταυτοχρόνως δε για την κρίσιμη για την δημόσια υγεία παροχέτευση των ακάθαρτων υδάτων και των λυμάτων, δικαιολογείται η λήψη μέτρων που εντάσσονται σε ενιαία δημοσιονομική πολιτική, όπως η περικοπή των μισθολογικών παροχών, ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη του δημοσίου σκοπού τους. Οι Υπηρεσίες αυτές παρέχονται μονοπωλιακώς σε πληθυσμό διαβιούντα σε συγκεκριμένο νομό από δίκτυα που είναι μοναδικά και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Αβεβαιότητα ως προς την συνέχεια της παροχής προϊόντων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας με αυτόν το βαθμό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας καθώς και από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος που ορίζει ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών, εξ ου και ο εξοπλισμός των ΔΕΥΑ με την αρμοδιότητα κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Την ένταξη δε των ΔΕΥΑ στα δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνονται για τη μείωση των κρατικών ελλειμάτων δικαιολογεί και η προναφερθείσα επιχορήγησή τους από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη μελέτη και την κατασκευή έργων ύδρευσης και αποχέτευσης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο όρος «ανήκει» εκφεύγει των στενών ορίων της έννοιας της ιδιοκτησίας και καταλαμβάνει κάθε Ν.Π.Ι.Δ., η δραστηριότητα του οποίου εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και τελεί υπό τη δημοσιονομική μέριμνα του κράτους, ερμηνεία που επιβάλλεται τελολογικώς από τον σκοπό του νόμου. Επιχείρημα δε υπέρ της ευρύτητας του όρου «ανήκει» προκύπτει και από την εξειδίκευση του όρου σε επόμενα νομοθετήματα. Ειδικότερα στο νόμο 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015», με τον οποίον προβλέφθηκε πλαφόν για το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών των απασχολούμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στο άρθρο 31 του νόμου και υπό τον τίτλο «Αναλογικές ρυθμίσεις για νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα», ορίζονται τα ακόλουθα: «1. α) Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους... εφαρμόζεται ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών προσωπικού σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους [...]» Καθίσταται σαφές ότι η ανωτέρω διάταξη, η οποία θεσπίστηκε για τον ίδιο λόγο όπως και οι επίμαχες, δηλαδή τη λήψη άμεσων δημοσιονομικών μέτρων για την εξοικονόμηση πόρων με μείωση των δημοσίων δαπανών, ώστε η Χώρα να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ) και να επιτύχει τη δημοσιονομική εξυγίανση με συγκεκριμένους στόχους και σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, δεν προσδίδει επιπλέον κανονιστικό περιεχόμενο αλλά έχει διευκρινιστική διατύπωση και καθιστά σαφέστερο το νόημα του όρου «ανήκουν», συνδέοντάς τον με την επίτευξη συγ-κεκριμένου σκοπού, ώστε πλέον να μην καταλείπονται αμφιβολίες για τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, ότι δηλαδή οι δημοτικές επιχειρήσεις περιλαμβάνονται στους δημοσιονομικούς περιορισμούς που οι διατάξεις αυτές προβλέπουν. Επομένως, οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 1 παρ. 5, 2 παρ. 2 ν. 3833/2010 και 3 παρ. 4 και 6 ν. 3845/2010, όπως και σε αυτό των άρθρων 31 παρ. 1α, 3 και 4 ν. 4024/2011 (αλλά και στην περίπτωση 12 της υποπαρ. Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου ν. 4093/2012, που ακολούθησε) και ειδικότερα συγκαταλέγονται στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αφού είναι επιχειρήσεις ΟΤΑ ειδικού σκοπού έχουν κοινωφελή χαρακτήρα παρέχοντας ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο υπηρεσίες (ύδρευση-αποχέτευση) και πληρούν το κριτήριο που τάσσεται από τους μνημονιακούς νόμους, δηλαδή ανήκουν σε συγκεκριμένο ΟΤΑ (εν προκειμένω Δήμο Κομοτηνής), υπό την έννοια ότι δημιουργούνται από τους ΟΤΑ χάριν της επιτεύξεως αυτοδιοικητικού σκοπού, τελούν υπό την εποπτεία τους, ενώ ο έλεγχος και ο διορισμός της πλειοψηφίας της διοίκησής τους γίνεται από τους ΟΤΑ. Ως εκ τούτου, η μείωση που επέβαλε η αναιρεσείουσα στις αποδοχές των αναιρεσιβλήτων, εφαρμόζοντας τις επίμαχες διατάξεις, είναι νόμιμη. Η δε προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε το αντίθετο, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 5 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 90 παρ. 5 ν. 3842/2010), 2 παρ. 2 ν. 3833/2010 και 3 παρ. 4, 5 και 6 ν. 3845/2010, τις οποίες εσφαλμένα εφάρμοσε. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως που παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια, με τον οποίον η αναιρεσείουσα επικαλείται την παραπάνω πλημμέλεια και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.