XVIIΙ. Υπόθεση C-282/19 - MIUR και UfficioScolasticoRegionaleperlaCampania (Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP)

Περίληψη:
Ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου– Καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα.

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 13ης Ιανουαρίου 2022 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρες 4 και 5 – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων – Μόνιμη ανάγκη σε αναπληρωματικό προσωπικό»
Στην υπόθεση C 282/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το TribunalediNapoli (πρωτοδικείο Νάπολης, Ιταλία) με απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης (..)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα), (..)
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των ρητρών 4 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), των άρθρων 1 και 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), καθώς και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των YT, ZU, AW, BY, CX, DZ, EA, FB, GC, IE, JF, KG, LH, MI, NY, PL, HD και OK (στο εξής: ενάγοντες της κύριας δίκης), καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα σε δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, και, αφετέρου, του Ministerodell’Istruzionedell’Università edellaRicerca – MIUR (Υπουργείου Παιδείας, Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, Ιταλία, στο εξής: MIUR) και της UfficioScolasticoRegionaleperlaCampania (περιφερειακής διεύθυνσης εκπαίδευσης Καμπανίας, Ιταλία), αφορώσας το αίτημα των εναγόντων της κύριας δίκης για μετατροπή της σύμβασής τους εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 1999/70
3 Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 έχει ως εξής: «[Τ]α υπογράφοντα μέρη θέλησαν να συνάψουν συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, όπου θα διαγράφονται οι γενικές αρχές και ελάχιστες απαιτήσεις για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τις εργασιακές σχέσεις· έχουν δείξει την επιθυμία τους να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκύπτει από διαδοχικές σχέσεις εργασίας ή συμβάσεις ορισμένου χρόνου.»
Η συμφωνία-πλαίσιο
4 Στο δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου επισημαίνεται ότι τα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου «αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων [και ότι] οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων».
5 Τα σημεία 6 έως 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου έχουν ως εξής: «6. εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων και συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων και βελτιώνουν την απόδοση· 7. εκτιμώντας ότι η χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων είναι ένας τρόπος για να προληφθεί η κατάχρηση· 8. εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες που μπορεί να εξυπηρετεί και τους εργοδότες και τους εργαζομένους· […] 10. εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος, και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχιακής φύσης».
6 Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου: «Σκοπός της παρούσας συμφωνίας πλαισίου είναι: α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης· β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»
7 Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στο σημείο 1 τα ακόλουθα: «Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»
8 Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία τιτλοφορείται «Ορισμοί», ορίζει τα εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, 1. ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος. […]»
9 Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής: «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
10 Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης» ορίζει τα ακόλουθα: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας· β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου· γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται “διαδοχικές”· β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»
11 Η ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία επιγράφεται «Διατάξεις εφαρμογής», προβλέπει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας [συμφωνίας-πλαισίου]. […]»
Η οδηγία 2000/78
12 Η αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 2000/78 έχει ως εξής: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη δήλωσή της αριθ. 11 σχετικά με το καθεστώς των εκκλησιών και των μη ομολογιακών ενώσεων, η οποία επισυνάπτεται στην τελική πράξη της Συνθήκης του Άμστερνταμ, αναγνώρισε ρητώς ότι σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που απολαμβάνουν στα κράτη μέλη εκκλησίες και θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και ότι σέβεται ωσαύτως το καθεστώς των φιλοσοφικών και μη ομολογιακών ενώσεων. Με αυτή την προοπτική, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν ειδικές διατάξεις σχετικά με τις ουσιώδεις, θεμιτές και δικαιολογημένες επαγγελματικές απαιτήσεις που ενδέχεται να απαιτούνται για την άσκηση σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας.»
13 Το άρθρο 1 της ανωτέρω οδηγίας ορίζει ότι σκοπός της οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω, μεταξύ άλλων, θρησκείας ή πεποιθήσεων στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.
14 Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα: «1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν,
i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, […]».
Το ιταλικό δίκαιο
15 Το άρθρο 3, παράγραφοι 4, 7, 8 και 9, του leggen. 186 – Normesullostatogiuridicodegliinsegnantidireligionecattolicadegliistitutiedellescuolediogniordineegrado (νόμου αριθ. 186 περί του νομικού καθεστώτος των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα των ιδρυμάτων και των σχολείων όλων των ειδών και βαθμίδων), της 18ης Ιουλίου 2003 (GURI αριθ. 170, της 24ης Ιουλίου 2003), ορίζει τα ακόλουθα: «4. Κάθε υποψήφιος στον διαγωνισμό πρέπει να διαθέτει το πιστοποιητικό ικανότητας […] που χορηγεί ο κατά τόπον αρμόδιος επίσκοπος και μπορεί να διεκδικήσει μόνο τις θέσεις που είναι διαθέσιμες εντός της οικείας επισκοπής […] 7. Οι επιτροπές καταρτίζουν τον πίνακα των επιτυχόντων στον διαγωνισμό λαμβάνοντας υπόψη, πέραν του αποτελέσματος των δοκιμασιών, μόνον τα πιστοποιητικά […] Ο περιφερειάρχης εγκρίνει τον πίνακα και αποστέλλει τα ονόματα των προσώπων που μπορούν, βάσει της σειράς κατάταξής τους, να καταλάβουν τις οργανικές θέσεις στον κατά τόπον αρμόδιο επίσκοπο […] Ο περιφερειάρχης αποσπά από τον πίνακα των επιτυχόντων στον διαγωνισμό όσα ονόματα είναι αναγκαία για την κάλυψη των οργανικών θέσεων που θα καταστούν ενδεχομένως κενές κατά την περίοδο ισχύος του διαγωνισμού προκειμένου να τα κοινοποιήσει στον επίσκοπο. 8. Η πρόσληψη με σύμβαση αορίστου χρόνου γίνεται από τον περιφερειάρχη, κατόπιν διαβούλευσης με τον κατά τόπον αρμόδιο επίσκοπο […] 9. Στους λόγους καταγγελίας της σχέσης εργασίας τους οποίους προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις προστίθεται η εκ μέρους του κατά τόπον αρμόδιου επισκόπου απόφαση ανάκλησης του πιστοποιητικού ικανότητας η οποία έχει καταστεί εκτελεστή βάσει του κανονικού δικαίου […]».
16 Το άρθρο 36, παράγραφοι 1, 2 και 5, του decretolegislativon. 165 – Normegeneralisull’ordinamentodellavoroalledipendenzedelleamministrazionipubbliche (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 165 περί γενικών κανόνων για την οργάνωση της εργασίας στις δημόσιες αρχές), της 30ής Μαρτίου 2001 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 106, της 9ης Μαΐου 2001), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 165/2001), προέβλεπε τα εξής: «1. Για την κάλυψη των τακτικών αναγκών τους, οι δημόσιες αρχές προσλαμβάνουν προσωπικό αποκλειστικώς με συμβάσεις μισθωτής εργασίας αορίστου χρόνου […]. 2. Για την κάλυψη αποκλειστικώς πρόσκαιρων ή εκτάκτων αναγκών, οι δημόσιες αρχές δύνανται, τηρώντας την ισχύουσα διαδικασία πρόσληψης, να προσφεύγουν σε ευέλικτες μορφές συμβάσεων πρόσληψης και απασχόλησης προσωπικού που προβλέπονται από τον αστικό κώδικα και τους νόμους περί σχέσεων μισθωτής εργασίας σε επιχειρήσεις. […] 5. Εν πάση περιπτώσει και υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε ευθύνης και κυρώσεως που μπορεί να προκύψει, η εκ μέρους δημοσίων αρχών παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου για την πρόσληψη ή την απασχόληση εργαζομένων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου με τις εν λόγω δημόσιες αρχές. Ο οικείος εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που προήλθε από την παροχή εργασίας κατά παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου.»
17 Το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 4 bis, του decretolegislativon. 368 –Attuazionedelladirettiva 1999/70/CErelativaall’accordoquadrosullavoroatempodeterminatoconclusodall’UNICE, dalCEEPedalCES (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 368 περί μεταφοράς της οδηγίας 1999/70/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP), της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 (GURI αριθ. 235, της 9ης Οκτωβρίου 2001), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 368/2001), όριζε τα ακόλουθα: «2. Εάν η σχέση εργασίας συνεχίζεται πέραν της τριακοστής ημέρας, σε περίπτωση συμβάσεως με διάρκεια κάτω των έξι μηνών και εφόσον έχει παρέλθει επίσης ο συνολικός χρόνος που προβλέπεται στην παράγραφο 4 bis, ή πέραν της πεντηκοστής ημέρας στις λοιπές περιπτώσεις, η σύμβαση λογίζεται ως αορίστου χρόνου από τη λήξη των ως άνω χρονικών περιόδων. […] 4 bis. […] εάν, λόγω διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου με αντικείμενο την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων, η συνολική διάρκεια της σχέσης εργασίας μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου υπερβαίνει τους τριάντα έξι μήνες, συμπεριλαμβανομένων των παρατάσεων και των ανανεώσεων και μη λαμβανομένων υπόψη των τυχόν διαστημάτων μη απασχόλησης που μεσολαβούν μεταξύ των συμβάσεων, η σχέση εργασίας λογίζεται ως αορίστου χρόνου κατά την έννοια της παραγράφου 2 […]»
18 Το άρθρο 10, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 προέβλεπε τα εξής: «[…] από […] την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος εξαιρούνται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου οι οποίες συνάπτονται για την αναπλήρωση διδακτικού και διοικητικού, τεχνικού και επικουρικού προσωπικού, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας διασφαλίσεως της διαρκούς παροχής σχολικής εκπαιδεύσεως, ακόμη και στην περίπτωση προσωρινής απουσίας του διδακτικού και του διοικητικού, τεχνικού και επικουρικού προσωπικού που απασχολείται με σχέσεις εργασίας αορίστου ή και ορισμένου χρόνου. […]»
19 To decretolegislativo n. 81 – Disciplinaorganicadeicontratti di lavoro e revisionedellanormativa in tema di mansioni, a normadell’articolo 1, comma 7, dellalegge 10 dicembre 2014, n° 183 (νομοθετικόδιάταγμααριθ. 81 περί του οργανικού καθεστώτος των συμβάσεων εργασίας και της αναθεώρησης της νομοθεσίας περί των καθηκόντων, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 7, του νόμου 183 της 10ης Δεκεμβρίου 2014), της 15ης Ιουνίου 2015 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 144, της 24ης Ιουνίου 2015) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 81/2015), το οποίο κατήργησε και αντικατέστησε το νομοθετικό διάταγμα 368/2001, επανέλαβε, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 19, τη διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 4 bis, του τελευταίου νομοθετικού διατάγματος. Το εν λόγω άρθρο 19 προέβλεπε τα ακόλουθα: «1. Η σύμβαση εργασίας μπορεί να συναφθεί για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τριάντα έξι μήνες. 2. Με την επιφύλαξη διαφορετικών όρων των συλλογικών συμβάσεων, […] η διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, η οποία προκύπτει από διαδοχικές συμβάσεις συναφθείσες για την εκπλήρωση καθηκόντων της ίδιας βαθμίδας και της αυτής νομικής κατηγορίας, και μη λαμβανομένων υπόψη των διαστημάτων μη απασχόλησης μεταξύ της μίας σύμβασης εργασίας και της επόμενης, δεν δύναται να υπερβαίνει τους τριάντα έξι μήνες. […] Σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου των τριάντα έξι μηνών, κατόπιν μίας και μόνης σύμβασης ή διαδοχικών συμβάσεων, η σύμβαση τρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου.»
20 Το άρθρο 29, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του νομοθετικού διατάγματος 81/2015 επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενο του άρθρου 10, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, καθόσον ορίζει ότι αποκλείονται επίσης από το πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου III του νομοθετικού διατάγματος 81/2015 σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με καθηγητές, καθώς και με το διοικητικό, τεχνικό και επικουρικό προσωπικό για την πλήρωση θέσεων αναπληρωτών.
21 Τοάρθρο 309 τουdecretolegislativo n. 297 – Approvazione del testo unicodelledisposizioni legislative vigenti in materia di istruzione, relative alle scuole di ogniordine e grado (νομοθετικούδιατάγματοςαριθ. 297 περί εγκρίσεως του ενιαίου κειμένου των διατάξεων που διέπουν τον τομέα της εκπαίδευσης και αυτών που αφορούν τα σχολεία όλων των ειδών και βαθμίδων), της 16ης Απριλίου 1994 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 115, της 19ης Μαΐου 1994, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 297/1994), προβλέπει τα ακόλουθα: «1. Στα μη πανεπιστημιακά δημόσια σχολεία όλων των ειδών και βαθμίδων, η διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα διέπεται από τη συμφωνία μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Αγίας Έδρας και από το σχετικό πρόσθετο πρωτόκολλο […] καθώς και από τις συμφωνίες που προβλέπονται στο σημείο 5, στοιχείο b, του εν λόγω προσθέτου πρωτοκόλλου. 2. Για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, ο επικεφαλής του οικείου εκπαιδευτικού ιδρύματος προσλαμβάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις που υπενθυμίζονται στην παράγραφο 1, το εκπαιδευτικό προσωπικό ετησίως, κατόπιν διαβούλευσης με τον επίσκοπο.»
22 Το άρθρο 399 του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος ορίζει ότι η μονιμοποίηση του διδακτικού προσωπικού προσχολικής, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένου του διδακτικού προσωπικού των καλλιτεχνικών λυκείων και των ινστιτούτων τέχνης, πραγματοποιείται, για το ήμισυ των κενών θέσεων κάθε σχολικού έτους, μέσω διαγωνισμών βάσει πιστοποιητικών και εξετάσεων και, για το έτερο ήμισυ, προσφεύγοντας σε εφεδρικούς πίνακες διαρκούς ισχύος τους οποίους προβλέπει το άρθρο 401. Αν εξαντληθεί ο πίνακας των επιτυχόντων σε διαγωνισμό βάσει πιστοποιητικών και εξετάσεων και απομένουν θέσεις οι οποίες πρέπει να καλυφθούν βάσει του εν λόγω πίνακα, οι τελευταίες πρέπει να προστεθούν στις θέσεις που αναλογούν στον αντίστοιχο εφεδρικό πίνακα διαρκούς ισχύος. Οι θέσεις αυτές θα επανενταχθούν στην επόμενη διαγωνιστική διαδικασία.
23 Το άρθρο 1, παράγραφος 95, του leggen. 107 – Riformadelsistemanazionalediistruzioneeformazioneedelegaperilriordinodelledisposizionilegislativevigenti (νόμου αριθ. 107 για τη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης και για την ανάθεση αρμοδιοτήτων για την αναθεώρηση των ισχυουσών νομοθετικών διατάξεων), της 13ης Ιουλίου 2015 (GURI αριθ. 162, της 15ης Ιουλίου 2015, στο εξής: νόμος 107/2015), προβλέπει ότι, για το σχολικό έτος 2015/2016, το [MIUR] εξουσιοδοτείται να καταρτίσει έκτακτο πρόγραμμα πρόσληψης καθηγητών με συμβάσεις αορίστου χρόνου στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων για την κάλυψη όλων των “εκ του νόμου” θέσεων απασχόλησης τακτικού και επικουρικού προσωπικού, οι οποίες παραμένουν κενές και διαθέσιμες μετά την ολοκλήρωση των μονιμοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν για το εν λόγω σχολικό έτος δυνάμει του άρθρου 399 του νομοθετικού διατάγματος 297/1994, κατόπιν των οποίων καταργούνται οι πίνακες των επιτυχόντων στους διαγωνισμούς βάσει πιστοποιητικών και εξετάσεων που είχαν δημοσιευθεί πριν από το 2012.
24 Το άρθρο 40, παράγραφοι 1 και 5, της εθνικής συλλογικής σύμβασης για τον τομέα της «εκπαίδευσης», της 29ης Νοεμβρίου 2007, την οποία συμπληρώνει η εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας, της 19ης Απριλίου 2018 (τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 274 στην GURI αριθ. 292, της 17ης Δεκεμβρίου 2007) (στο εξής: CCNL), ορίζει τα ακόλουθα: «1. Οι διατάξεις του άρθρου 25, παράγραφοι 2, 3 και 4, έχουν εφαρμογή στο προσωπικό που προβλέπει το παρόν άρθρο. […] 5. Οι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα προσλαμβάνονται βάσει του καθεστώτος του άρθρου 309 του νομοθετικού διατάγματος 297/1994 με ετήσια σύμβαση εργασίας η οποία θεωρείται επιβεβαιωμένη όταν εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις.»
25 Το άρθρο 25, παράγραφος 3, της CCNL προβλέπει τα εξής:
«Οι ατομικές σχέσεις εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου του διδακτικού και εκπαιδευτικού προσωπικού των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και σχολείων όλων των ειδών και βαθμίδων θεσπίζονται με βάση και διέπονται από ατομικές συμβάσεις, τηρουμένων των νομοθετικών διατάξεων, της νομοθεσίας της Ένωσης και της ισχύουσας εθνικής συλλογικής συμβάσεως.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
26 Οι ενάγοντες της κύριας δίκης είναι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα οι οποίοι έχουν προσληφθεί από το MIUR και εργάζονται επί πολλά έτη σε δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
27 Εκτιμώντας ότι η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου είναι παράνομη και διαπιστώνοντας ότι δεν μπόρεσαν να υπαχθούν στον μηχανισμό μονιμοποίησης του άρθρου 399 του νομοθετικού διατάγματος 297/1994, οι ενάγοντες της κύριας δίκης θεωρούν ότι υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους καθηγητές άλλων μαθημάτων. Ως εκ τούτου, άσκησαν αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 4bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, τη μετατροπή των υφισταμένων συμβάσεών τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ή, επικουρικώς, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
28 Η FederazioneGILDA-UNAMS (ομοσπονδία GILDA-UNAMS), επαγγελματική και συνδικαλιστική οργάνωση καθηγητών, η οποία παρενέβη στην κύρια δίκη ως συνδικαλιστική οργάνωση που έχει υπογράψει τη CCNL, υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα υφίστανται δυσμενή διάκριση, διότι, μολονότι διαθέτουν το ίδιο πιστοποιητικό ικανότητας για διδασκαλία όπως οι λοιποί καθηγητές, είναι αδύνατη η μετατροπή της σχέσης εργασίας τους ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. 29 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι κανένα από τα αιτήματα των εναγόντων της κύριας δίκης δεν μπορεί να γίνει δεκτό βάσει του ιταλικού δικαίου.
30 Συναφώς, διευκρινίζει, κατ’ αρχάς, ότι, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής των εναγόντων της κύριας δίκης, οι αντίστοιχες συμβάσεις εργασίας τους είχαν συνολική διάρκεια άνω των τριάντα έξι μηνών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, μολονότι, για την περίπτωση αυτή, το νομοθετικό διάταγμα 368/2001 προβλέπει, κατ’ αρχήν, τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου, το άρθρο 36, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001 αποκλείει ρητώς τέτοια μετατροπή στον δημόσιο τομέα.
31 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, περαιτέρω, ότι, ενώ στην περίπτωση διαδοχικών, χωρίς διακοπή, συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια άνω των τριάντα έξι μηνών είναι επίσης δυνατή, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001, η επιβολή της κύρωσης της αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη ο εργαζόμενος λόγω τέτοιας διαδοχής, το άρθρο 10, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, όπως επιβεβαίωσε μεταγενεστέρως το άρθρο 29, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 81/2015, αποκλείει τέτοια δυνατότητα στον τομέα της εκπαίδευσης.
32 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης δεν μπόρεσαν να μονιμοποιηθούν ούτε δυνάμει του άρθρου 399 του νομοθετικού διατάγματος 297/1994 ούτε βάσει του νόμου 107/2015, ο οποίος οδήγησε σε γενική τακτοποίηση του επικουρικού εκπαιδευτικού προσωπικού, επιτρέποντας τη σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου.
33 Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι, όσον αφορά τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα σε δημόσια ιδρύματα, το ιταλικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα μέτρο για την πρόληψη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, συνεπώς, αν το ιταλικό δίκαιο συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.
34 Συναφώς, επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία του Cortesupremadicassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), το άρθρο 10, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, το οποίο αποτελεί lexspecialis, αποκλείει στον τομέα της εκπαίδευσης τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνάπτονται για την αναπλήρωση προσωπικού σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
35 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι, κατά το Cortecostituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία), το οποίο πραγματοποίησε έλεγχο συνταγματικότητας του άρθρου 10, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 και του άρθρου 36, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001, είναι αδύνατη η μετατροπή σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα.
36 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η νομολογία αυτή αντιβαίνει προς αυτή που απορρέει από την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto (C 331/17, EU:C:2018:859), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας δεν εφαρμόζονται στον κλάδο δραστηριότητας των ιδρυμάτων λυρικής τέχνης και συμφωνικής μουσικής οι κανόνες του κοινού δικαίου που διέπουν τις σχέσεις εργασίας και επιβάλλουν, σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, την αυτόματη μετατροπή της σύμβασης ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου, στην περίπτωση κατά την οποία η σχέση εργασίας συνεχίζεται πέραν μιας συγκεκριμένης διάρκειας, όταν η εσωτερική έννομη τάξη δεν προβλέπει κανένα άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την πάταξη των καταχρηστικών πρακτικών που διαπιστώνονται στον κλάδο αυτόν.
37 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα είναι δυνατή μόνον εάν ο επίσκοπος έχει χορηγήσει «πιστοποιητικό ικανότητας» στον καθηγητή (στο εξής: πιστοποιητικό ικανότητας) και εφόσον το εν λόγω πιστοποιητικό δεν έχει ανακληθεί. Η ανάκληση του πιστοποιητικού ικανότητας συνιστά, επομένως, έγκυρο λόγο απόλυσης, όπερ επίσης αποδεικνύει τον επισφαλή χαρακτήρα της σχέσης εργασίας καθηγητή θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα.
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το TribunalediNapoli (πρωτοδικείο Νάπολης, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συνιστά η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσεται μόνο στους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, όπως είναι οι ενάγοντες [της κύριας δίκης], διάκριση για θρησκευτικούς λόγους, κατά την έννοια του άρθρου 21 του Χάρτη […] και της οδηγίας [2000/78], ή μήπως το γεγονός ότι δύναται να ανακληθεί το πιστοποιητικό ικανότητας που διαθέτει ο εργαζόμενος συνιστά ικανό δικαιολογητικό λόγο για τη διαφορετική μεταχείριση μόνο των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, όπως είναι οι ενάγοντες [της κύριας δίκης], σε σχέση με τους λοιπούς διδάσκοντες και τη μη κάλυψη των καθηγητών αυτών από κανένα αποτρεπτικό μέτρο προβλεπόμενο στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου […];
2) Στην περίπτωση που κριθεί ότι υφίσταται άμεση διάκριση, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2000/78] για θρησκευτικούς λόγους (άρθρο 1), καθώς και κατά την έννοια του Χάρτη […], ζητείται από το Δικαστήριο να παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με τα μέσα που το [αιτούν] δικαστήριο δύναται να χρησιμοποιήσει για την εξάλειψη των συνεπειών της διάκρισης αυτής, λαμβανομένου υπόψη του ότι όλοι οι διδάσκοντες, πλην των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, έχουν ενταχθεί στο έκτακτο πρόγραμμα προσλήψεων που προβλέπεται στον νόμο 107/2015, εξασφαλίζοντας τη μονιμοποίησή τους και, κατά συνέπεια, την κατάρτιση σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου· ως εκ τούτου, πρέπει το [αιτούν] δικαστήριο να επιβάλει τη σύσταση σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη [της κύριας δίκης] διοικητική αρχή;
3) Έχει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίδικη, βάσει της οποίας οι κανόνες του κοινού δικαίου που διέπουν τις σχέσεις εργασίας και αποσκοπούν στην πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μέσω της αυτόματης μετατροπής σύμβασης ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου αν η σχέση εργασίας συνεχίζεται πέραν μιας συγκεκριμένης περιόδου, δεν εφαρμόζονται στον τομέα της εκπαίδευσης, και ειδικότερα στους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η επ’ αόριστον σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου; Ιδίως, μπορεί να συνιστά “αντικειμενικό λόγο”, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, η ανάγκη σύμφωνης γνώμης του επισκόπου, ή, αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ως διάκριση που απαγορεύεται κατά την έννοια του άρθρου 21 του [Χάρτη];
4) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης επί του τρίτου ερωτήματος, επιτρέπουν το άρθρο 21 του [Χάρτη], η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου […] ή το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ τη μη εφαρμογή των κανόνων που εμποδίζουν την αυτόματη μετατροπή σύμβασης ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου αν η σχέση εργασίας συνεχίζεται πέραν μιας συγκεκριμένης περιόδου;»
Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
39 Η Ιταλική Κυβέρνηση, επικαλούμενη το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εκτιμά ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, διότι τα ερωτήματα αυτά αφορούν τις σχέσεις της έννομης τάξης της Ιταλικής Δημοκρατίας με την ομολογιακή έννομη τάξη, εν προκειμένω αυτή της Καθολικής Εκκλησίας, οι οποίες διέπονται αποκλειστικά από το εσωτερικό δίκαιο.
40 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει υποχρέωση σεβασμού του καθεστώτος που έχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων, οι εκκλησίες, υποχρέωση η οποία μεταφράζεται στη μη επέμβαση σε αυστηρώς θρησκευτικά θέματα και η οποία καθιερώθηκε από το ΕΔΔΑ με την απόφαση της 15ης Μαΐου 2012, FernándezMartínez κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2012:0515JUD005603007).
41 Εν προκειμένω, η σχέση εργασίας μεταξύ του οικείου σχολικού ιδρύματος και των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα διέπεται από τη συμφωνία περί τροποποιήσεως της συμφωνίας που συνήφθη στις 18 Φεβρουαρίου 1984 μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Αγίας Έδρας (στο εξής: συμφωνία) καθώς και από το σχετικό πρόσθετο πρωτόκολλο. Κατά το σημείο 5 του εν λόγω πρωτοκόλλου, η διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα παρέχεται από καθηγητές οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί ως κατάλληλοι από την εκκλησιαστική αρχή και οι οποίοι έχουν διοριστεί, σε συμφωνία με την τελευταία, από τη σχολική αρχή.
42 Κατά τον κανόνα 804, παράγραφος 2, του κώδικα κανονικού δικαίου, ο κατά τόπον αρμόδιος επίσκοπος μεριμνά ώστε οι καθηγητές θρησκευτικών στα σχολεία, ακόμη και στα μη καθολικά, να διακρίνονται για την ορθή τήρηση του δόγματος, τη μαρτυρία χριστιανικής ζωής και τη διδακτική τους ικανότητα. Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι υφίσταται σχέση μεταξύ, αφενός, του πιστοποιητικού ικανότητας και, αφετέρου, της πρόσληψης και της συνέχισης της σχέσης εργασίας του καθηγητή θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα.
43 Επομένως, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη διάκρισης, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78, εις βάρος των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρίς να επέλθει η συνέπεια της παράβασης της υποχρέωσης μη επεμβάσεως η οποία κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 17 ΣΛΕΕ.
44 Στο πλαίσιο αυτό, η Ιταλική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 9, παράγραφος 2, της συμφωνίας, η διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα είναι προαιρετική, όπερ επιβεβαιώθηκε εξάλλου από το Cortecostituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο). Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, ο εν λόγω προαιρετικός χαρακτήρας έχει κατ’ ανάγκην συνέπειες στο καθεστώς που διέπει τη σχέση εργασίας των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα. Η «ζήτηση» για το μάθημα αυτό είναι, μεταξύ άλλων, απρόβλεπτη και εξαιρετικά ευμετάβλητη στον χρόνο, η δε μεταβολή μπορεί να επέλθει εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, δεδομένου ότι η παρακολούθηση του εν λόγω μαθήματος εξαρτάται πλήρως από την επιλογή των μαθητών και/ή των γονέων τους. Η Ιταλική Κυβέρνηση καταλήγει ότι η σχέση εργασίας των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευέλικτη, με αποτέλεσμα το 30 % περίπου των καθηγητών που διδάσκουν θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα να συνάπτει σύμβαση ορισμένου χρόνου.
45 Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι το άρθρο 351 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις συναφθείσες πριν από την 1η Ιανουαρίου 1958 μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, αφενός, και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου, δεν θίγονται από τις Συνθήκες. Η συμφωνία του 1984 τροποποίησε τη συμφωνία του 1929, της οποίας το άρθρο 36 προέβλεπε ότι η διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα πρέπει να ανατεθεί σε πρόσωπα τα οποία έχουν λάβει την έγκριση της εκκλησιαστικής αρχής ή τα οποία, εν πάση περιπτώσει, διαθέτουν πιστοποιητικό ικανότητας χορηγηθέν από τον επίσκοπο και ότι η ανάκληση του πιστοποιητικού αρκεί για να στερήσει τον καθηγητή από την ικανότητά του για διδασκαλία.
46 Συναφώς, υπενθυμίζεται πρώτον ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη.
47 Όπως, όμως, έχει κρίνει το Δικαστήριο, η ανωτέρω διάταξη δεν έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 η διαφορετική μεταχείριση την οποία ενέχει εθνική νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει την αναγνώριση αργίας υπέρ ορισμένων εργαζομένων με σκοπό την παροχή δυνατότητας εορτασμού θρησκευτικής εορτής και να αποκλείεται ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της συμβατότητας της διαφορετικής μεταχειρίσεως αυτής προς την οδηγία (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, CrescoInvestigation, C 193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 31).
48 Ομοίως, η εν λόγω διάταξη δεν συνεπάγεται ότι η ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα των ανωτέρω ιδρυμάτων, την οποία ενέχει εθνική νομοθετική ρύθμιση προβλέποντας κυρώσεις για την περίπτωση καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, σε σχέση με τους λοιπούς καθηγητές εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής τόσο της οδηγίας όσο και της συμφωνίας-πλαισίου.
49 Πράγματι, αφενός, το γράμμα του άρθρου 17 ΣΛΕΕ αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, σε εκείνο της δηλώσεως υπ’ αριθ. 11, για το καθεστώς των Εκκλησιών και των μη ομολογιακών ενώσεων, η οποία προσαρτάται στην τελική πράξη της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Το γεγονός όμως ότι γίνεται ρητή μνεία της εν λόγω δηλώσεως στην αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 2000/78 καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε κατ’ ανάγκην υπόψη την εν λόγω δήλωση κατά τη θέσπιση της οδηγίας αυτής (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, CrescoInvestigation, C 193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Αφετέρου, το άρθρο 17 ΣΛΕΕ εκφράζει, βεβαίως, την ουδετερότητα της Ένωσης όσον αφορά την οργάνωση, από τα κράτη μέλη, των σχέσεών τους με τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες (αποφάσεις της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger, C 414/16, EU:C:2018:257, σκέψη 58· της 11ης Σεπτεμβρίου 2018, IR, C 68/17, EU:C:2018:696, σκέψη 48, και της 22ας Ιανουαρίου 2019, CrescoInvestigation, C 193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 33).
51 Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις δεν αποσκοπούν στην οργάνωση των σχέσεων κράτους μέλους με τις εκκλησίες, εν προκειμένω με την Καθολική Εκκλησία, αλλά αφορούν τους όρους εργασίας των καθηγητών που διδάσκουν θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, CrescoInvestigation, C 193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 33).
52 Ασφαλώς, υφίσταται, όπως υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, σχέση μεταξύ, αφενός, του πιστοποιητικού ικανότητας που χορηγείται στους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα και, αφετέρου, της πρόσληψης και της συνέχισης της σχέσης εργασίας των καθηγητών αυτών. Εντούτοις, όχι μόνον η χορήγηση και η ανάκληση του πιστοποιητικού, καθώς και οι συνέπειες της εν λόγω χορήγησης ή ανάκλησης συνδέονται με την πρόσληψη και τη συνέχιση της σχέσης εργασίας των εν λόγω καθηγητών, αλλά επιπροσθέτως η αρμοδιότητα του επισκόπου δεν θίγεται από τις διατάξεις τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα και θα συνεχίσει να υφίσταται, ανεξαρτήτως του αν οι ενάγοντες της κύριας δίκης επιτύχουν ή όχι τη μετατροπή της σύμβασής τους ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, η εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν συνεπάγεται τη διατύπωση κρίσης όσον αφορά τον προαιρετικό χαρακτήρα της διδασκαλίας των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα.
53 Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν τίθεται εν αμφιβόλω το «καθεστώς» το οποίο έχουν, δυνάμει του ιταλικού δικαίου, οι εκκλησίες που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως, εν προκειμένω, η Καθολική Εκκλησία.
54 Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε βάσει του άρθρου 351, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «[τ]α δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 1958 ή, για τα κράτη που προσχωρούν, πριν από την ημερομηνία της προσχώρησής τους, μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, αφενός, και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου, δεν θίγονται από τις Συνθήκες».
55 Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι σκοπός της ανωτέρω διάταξης είναι η παροχή στα κράτη μέλη της δυνατότητας σεβασμού των δικαιωμάτων που τα τρίτα κράτη αντλούν, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, από τις προγενέστερες αυτές συμβάσεις [γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών με τη Σινγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σημείο 254 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
56 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, η εν λόγω διάταξη δεν είναι κρίσιμη για τη διαδικασία της κύριας δίκης, καθόσον οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί με την Αγία Έδρα ή συνδέονται με αυτήν αφορούν την αρμοδιότητα των επισκόπων για την έκδοση και ανάκληση του πιστοποιητικού ικανότητας για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, αρμοδιότητα η οποία δεν θίγεται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης, από τις διατάξεις τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα και ειδικότερα η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου.
57 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
58 Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, αν η απαγόρευση των διακρίσεων για θρησκευτικούς λόγους, κατά την οδηγία 2000/78 και το άρθρο 21 του Χάρτη, καθώς και η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση που εξαιρεί τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από την εφαρμογή των κανόνων οι οποίοι αποσκοπούν στην πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και, αφετέρου, αν η ανωτέρω ρήτρα έχει την έννοια ότι η απαίτηση περί πιστοποιητικού ικανότητας χορηγηθέντος από εκκλησιαστική αρχή προκειμένου να επιτραπεί στους καθηγητές να διδάξουν θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα συνιστά «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας ρήτρας.
59 Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, βάσει του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78 και όπως συνάγεται τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό τον καθορισμό ενός γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση, στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, των διακρίσεων για, μεταξύ άλλων, θρησκευτικούς λόγους, προκειμένου να εφαρμοσθεί, εντός των κρατών μελών, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, παρέχοντας σε όλους αποτελεσματική προστασία έναντι των διακρίσεων οι οποίες βασίζονται, μεταξύ άλλων, στον λόγο αυτόν (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2021, SzpitalKlinicznyim. draJ. BabińskiegoSamodzielnyPublicznyZakładOpiekiZdrowotnejwKrakowie, C 16/19, EU:C:2021:64, σκέψη 32).
60 Επομένως, η εν λόγω οδηγία εξειδικεύει, στον τομέα τον οποίο καλύπτει, τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων η οποία κατοχυρώνεται πλέον με το άρθρο 21 του Χάρτη (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2021, SzpitalKlinicznyim. draJ. BabińskiegoSamodzielnyPublicznyZakładOpiekiZdrowotnejwKrakowie, C 16/19, EU:C:2021:64, σκέψη 33).
61 Επομένως, όταν του υποβάλλεται προδικαστικό ερώτημα με αντικείμενο την ερμηνεία της γενικής αρχής περί απαγορεύσεως των διακρίσεων για θρησκευτικούς λόγους, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη, καθώς και των διατάξεων της οδηγίας 2000/78, με τις οποίες εφαρμόστηκε το άρθρο 21 και οι οποίες συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών του άρθρου 21, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιώτη και δημόσιας διοίκησης, το Δικαστήριο εξετάζει το ερώτημα υπό το πρίσμα και μόνον της οδηγίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, VitalPérez, C 416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
62 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, «η αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας διευκρινίζει ότι συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι θρησκευτικοί λόγοι, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο. Βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας σε σχέση με άλλα άτομα.
63 Εξάλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο μέτρο που το ΕΔΔΑ, μεταξύ άλλων στην απόφασή του της 15ης Μαΐου 2012, FernándezMartínez κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2012:0515JUD005603007), και, ακολούθως, ο Χάρτης δέχονται την ευρεία έννοια του όρου «θρησκεία», καθόσον περιλαμβάνουν στην έννοια αυτή την ελευθερία τωνπροσώπων να εκδηλώνουν τη θρησκεία τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, κατά την έκδοση της οδηγίας 2000/78, ήταν να ακολουθήσει την ίδια άποψη και ότι, συνεπώς, ο όρος «θρησκεία» στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι καλύπτει τόσο το foruminternum, δηλαδή την ύπαρξη πεποιθήσεων, όσο και το forumexternum, δηλαδή τη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστεως (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, G4SSecureSolutions, C 157/15, EU:C:2017:203, σκέψη 28).
64 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, συνεπεία της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρύθμισης, οι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως είναι οι ενάγοντες της κύριας δίκης, δεν στερούνται λόγω της θρησκείας τους τη δυνατότητα να μετατρέψουν τη σύμβασή τους εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και/ή να λάβουν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, αλλά λόγω του ότι, όπως και οι λοιποί καθηγητές των ανωτέρω ιδρυμάτων, εμπίπτουν στον δημόσιο εκπαιδευτικό τομέα. Επιπλέον, μολονότι, εν αντιθέσει προς τους τελευταίους, δεν υπήχθησαν στις διαδικασίες του άρθρου 399 του νομοθετικού διατάγματος 297/1994 ούτε σε εκείνες του εκτάκτου προγράμματος προσλήψεων που προβλέπει ο νόμος 107/2015, η ετήσια διάρκεια της σύμβασης εργασίας τους και όχι το ανωτέρω γεγονός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν τους επετράπη να εγγραφούν στους εφεδρικούς πίνακες, ενώ η εγγραφή αυτή ήταν προαπαιτούμενο για τις μονιμοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν βάσει των πιστοποιητικών διαρκούς ισχύος. Τέλος, η συγκεκριμένη διάρκεια της σύμβασης εργασίας ουδόλως συνδέεται με τη χορήγηση πιστοποιητικού ικανότητας και με την ομολογία πίστης που είναι τα προαπαιτούμενα για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, καθώς και με τη δυνατότητα ανάκλησης του πιστοποιητικού, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν επίσης τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα που προσλαμβάνονται με σύμβαση αορίστου χρόνου.
65 Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα ευρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση με τους καθηγητές οι οποίοι διδάσκουν άλλα μαθήματα στα ίδια ιδρύματα με σύμβαση ορισμένου χρόνου και οι οποίοι έχουν υπαχθεί στο εν λόγω άρθρο 399 ή στο ανωτέρω πρόγραμμα, τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν οφείλεται σε θρησκευτικούς λόγους, αλλά αφορά αποκλειστικά το καθεστώς που διέπει τη σχέση εργασίας.
66 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο δεν διερωτήθηκε σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη έμμεσης διάκρισης, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι το εκ πρώτης όψεως ουδέτερο κριτήριο που περιλαμβάνει η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθετική ρύθμιση θα οδηγούσε, στην πράξη, στο να περιέλθουν τα πρόσωπα συγκεκριμένης θρησκείας σε ιδιαιτέρως μειονεκτική θέση.
67 Αντιθέτως, όπως επισήμανε η Επιτροπή, η προβαλλόμενη από τους ενάγοντες της κύριας δίκης ζημία, η οποία απορρέει αποκλειστικά από την αδυναμία επίκλησης των μέσων προστασίας που προβλέπει το εθνικό δίκαιο για την πάταξη της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου, αποτελεί αντικείμενο ειδικής ρύθμισης της Ένωσης, ήτοι αυτής που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο.
68 Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να αναδιατυπωθούν αποκλειστικά υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων της συμφωνίας-πλαισίου και να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματά του, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που εξαιρεί τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα από την εφαρμογή των κανόνων οι οποίοι αποσκοπούν στην πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και αν η απαίτηση περί πιστοποιητικού ικανότητας χορηγηθέντος από εκκλησιαστική αρχή συνιστά «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου. Στην περίπτωση κατά την οποία η εθνική ρύθμιση δεν προβλέπει κανένα μέτρο ικανό να αποτρέψει, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ή να πατάξει την κατάχρηση που προκύπτει από τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου επιτρέπει τη μη εφαρμογή των κανόνων που εμποδίζουν την αυτόματη μετατροπή σύμβασης ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου, όταν η σχέση εργασίας συνεχίζεται πέραν μιας συγκεκριμένης περιόδου.
69 Εισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, με αναφορά γενικώς στους «εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» κατά τη συμφωνία-πλαίσιο, που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται (διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Popescu, C 614/15, EU:C:2016:726, σκέψη 33).
70 Καθόσον η συμφωνία-πλαίσιο δεν αποκλείει κανέναν συγκεκριμένο κλάδο από το πεδίο εφαρμογής της, έχει, συνεπώς, εφαρμογή και στο προσωπικό που προσλαμβάνεται στον τομέα της παρεχόμενης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα εκπαίδευσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C 22/13, C 61/13, C 63/13 και C 418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 69).
71 Επομένως, εργαζόμενοι όπως οι ενάγοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι απασχολούνται από το MIUR και των οποίων οι συμβάσεις εργασίας συνάπτονται για ορισμένο χρόνο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου.
72 Όσον αφορά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εφαρμόσθηκε και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο αποκλειστικώς όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, τυχόν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ορισμένων κατηγοριών προσωπικού ορισμένου χρόνου δεν εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει η συμφωνία αυτή (πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, ViejobuenoIbáñez και delaVaraGonzález, C 245/17, EU:C:2018:934, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
73 Η ρήτρα 4, ιδίως, της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ώστε να εμποδίσει τη χρήση μιας τέτοιας σχέσεως εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να στερήσει από τους ως άνω εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C 652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
74 Πάντως, το γεγονός ότι ορισμένοι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου, όπως οι ενάγοντες της κύριας δίκης, δεν μπορούν να μετατρέψουν τη σύμβαση τους εργασίας σε σύμβαση αορίστου χρόνου, ενώ τούτο είναι δυνατό για καθηγητές άλλων μαθημάτων στον δημόσιο εκπαιδευτικό τομέα οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, συνιστά ακριβώς διαφορετική μεταχείριση μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων ορισμένου χρόνου.
75 Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να αφήσει ανεφάρμοστους τους εθνικούς κανόνες οι οποίοι εμποδίζουν, στην περίπτωση των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, την αυτόματη μετατροπή σύμβασης ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου όταν η σχέση εργασίας συνεχίζεται πέραν μιας συγκεκριμένης περιόδου βάσει της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι η ανωτέρω κατάσταση δεν εμπίπτει στην εν λόγω ρήτρα.
76 Όσον αφορά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα αυτή επιδιώκει την επίτευξη ενός από τους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου και συγκεκριμένα τη δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τις διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες θεωρούνται δυνητικώς πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, InstitutoMadrileñodeInvestigaciónyDesarrolloRural, AgrarioyAlimentario, C 726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
77 Πράγματι, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς και από τα σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεών αυτής, η υπέρ του εργαζομένου σταθερότητα της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων [πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministerodell’Istruzione, dell’Università edellaRicerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C 326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
78 Επομένως, για την αποφυγή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει, στο σημείο 1, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν κατά τρόπο αποτελεσματικό και δεσμευτικό τουλάχιστον ένα από τα απαριθμούμενα σε αυτή μέτρα, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα στο εσωτερικό τους δίκαιο. Ως εκ τούτου, τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, αφορούν την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον μέγιστο αριθμό των ανανεώσεών τους (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
79 Ως προς το ζήτημα αυτό, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, καθώς έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της πρόληψης τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα διακυβεύουν τον σκοπό ή την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
80 Όπως προκύπτει από τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, και σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της, καθώς και με τα σημεία 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεών της, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, εντός του πλαισίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου και εφόσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των συγκεκριμένων κλάδων δραστηριοτήτων ή/και ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C 331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
81 Εξάλλου, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις για την περίπτωση που παρά ταύτα διαπιστώνονται καταχρηστικές πρακτικές. Σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνο σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
82 Συνεπώς, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Πράγματι, η ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου καταλείπει κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη τη μέριμνα να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζονται ως αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, η συμφωνία-πλαίσιο δεν ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση συμβάσεων αορίστου χρόνου (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, InstitutoMadrileñodeInvestigaciónyDesarrolloRural, AgrarioyAlimentario, C 726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
83 Ωστόσο, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοια εθνική ρύθμιση συνάδει προς τη συμφωνία-πλαίσιο, η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους πρέπει πάντως να προβλέπει έτερο αποτελεσματικό μέτρο για να αποτρέπεται η καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αν απαιτείται, να επιβάλλονται κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
84 Επομένως, στην περίπτωση των καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να επιβάλλονται δεόντως κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, κατά το γράμμα του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν να «λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η [ως άνω] οδηγία» (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
85 Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, εφόσον αποδειχθεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν προβλέπει άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποτροπή και την πάταξη των καταχρηστικών πρακτικών που έχουν ενδεχομένως διαπιστωθεί εις βάρος του προσωπικού που διδάσκει θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα στον δημόσιο τομέα, πρόκειται για κατάσταση ικανή να θίξει τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.
86 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι απαιτήσεις τις οποίες θέτει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου πληρούνται από τις διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
87 Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, εν προκειμένω, να εκτιμήσει εάν και κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αν απαιτείται, για την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
88 Εντούτοις, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, δύναται να παράσχει διευκρινίσεις ώστε να καθοδηγήσει τα αιτούντα δικαστήρια κατά την εκτίμησή τους (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, SánchezRuiz κ.λπ., C 103/18 και C 429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
89 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, αφενός, ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση επιτρέπει την πρόσληψη μεγάλου αριθμού καθηγητών στον δημόσιο τομέα για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να προβλέπει κανένα από τα όρια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου όσον αφορά τη μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων ή τον αριθμό των ανανεώσεών τους και, αφετέρου, ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί στον εν λόγω τομέα εξαιρούνται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής των εθνικών διατάξεων οι οποίες επιτρέπουν τη μετατροπή τέτοιων συμβάσεων, οι οποίες έχουν συναφθεί διαδοχικώς για περίοδο υπερβαίνουσα ορισμένη διάρκεια, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθώς και, ενδεχομένως, την αποκατάσταση της προκληθείσας από τέτοια διαδοχή ζημίας.
90 Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, δεν ισχύουν για τους ενάγοντες της κύριας δίκης οι εφαρμοστέες δυνάμει του άρθρου 399 του νομοθετικού διατάγματος 297/1994 διαδικασίες ούτε οι διαδικασίες του εκτάκτου προγράμματος προσλήψεως εκπαιδευτικών με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου το οποίο έθεσε σε εφαρμογή το MIUR, οι οποίες μπορούν, κατά το Δικαστήριο, να εξομοιωθούν με μορφή μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και ConservatoriodiMusicaF.A. Bonporti, C 494/17, EU:C:2019:387, σκέψεις 32 έως 36).
91 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη, στο εθνικό δίκαιο, αντικειμενικών λόγων, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, και, ειδικότερα, αν η χορήγηση του πιστοποιητικού ικανότητας από τον επίσκοπο, προκειμένου να επιτραπεί στον καθηγητή θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα να διδάξει το μάθημα αυτό, θα μπορούσε να συνιστά τέτοιον αντικειμενικό λόγο.
92 Πράγματι, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 7 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου, τα συμβαλλόμενα σε αυτή μέρη εκτίμησαν ότι η σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει «αντικειμενικών λόγων» αποτελεί μέσο αποτροπής των καταχρηστικών πρακτικών (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, InstitutoMadrileñodeInvestigaciónyDesarrolloRural, AgrarioyAlimentario, C 726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
93 Όσον αφορά την έννοια των «αντικειμενικών λόγων», κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, η έννοια αυτή αφορά ακριβείς και συγκεκριμένες περιστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν συγκεκριμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
94 Αντιθέτως, μια εθνική διάταξη που θα περιοριζόταν στο να επιτρέπει γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόνα προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν στην προηγούμενη σκέψη. Πράγματι, μια τέτοια, αμιγώς τυπική, διάταξη δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναι αναγκαία προς τούτο. Μια τέτοια διάταξη ενέχει συνεπώς πραγματικό κίνδυνο καταχρήσεως αυτού του είδους των συμβάσεων, οπότε δεν είναι συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψεις 60 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
95 Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει διάφορα επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις ικανές να δικαιολογήσουν την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα σε δημόσια ιδρύματα, περιστάσεις οι οποίες προκύπτουν κυρίως από τη σχέση μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Αγίας Έδρας, καθώς και από την οργανωτική ευελιξία που απαιτείται για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα.
96 Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, η Ιταλική Κυβέρνηση υπογραμμίζει, κατ’ αρχάς, ότι η διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στα δημόσια σχολεία αποτελεί ιδιαιτερότητα του ιταλικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η σχέση ειδικής εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του καθηγητή που διδάσκει το εν λόγω μάθημα και του επισκόπου συνεπάγεται ότι ο υποψήφιος για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα αξιολογείται κατ’ ανάγκην από τον ίδιο τον επίσκοπο προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη πρόσκρουση της διδασκαλίας προς τις προδιαγραφές της συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Αγίας Έδρας, για τον λόγο δε αυτόν παρέχεται στον επίσκοπο η δυνατότητα να εκτιμά, σε ετήσια βάση, την ικανότητα κάθε καθηγητή.
97 Περαιτέρω, η ανωτέρω κυβέρνηση επικαλείται το γεγονός ότι ένας καθηγητής θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα μπορεί να διδάσκει το μάθημα αυτό μόνο μετά τη χορήγηση του πιστοποιητικού ικανότητας από τον επίσκοπο, με το οποίο αξιολογείται εάν ο καθηγητής πληροί τις προβλεπόμενες από το κανονικό δίκαιο προϋποθέσεις και το αν το πιστοποιητικό μπορεί να διατηρηθεί. Συναφώς, η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι ο «αντικειμενικός λόγος», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, δεν απορρέει από την ενδεχόμενη ανάκληση τέτοιου πιστοποιητικού, αλλά από την ανάγκη τήρησης της συμφωνίας και την ανάγκη διδασκαλίας των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα κατά τρόπο που να συνάδει με τις αρχές της συμφωνίας, προκειμένου, ιδίως, να ικανοποιηθούν οι προσδοκίες των μαθητών και των γονέων τους.
98 Επιπλέον, συμβάλλοντας, όπως ορίζει η συμφωνία, με πλήρη αυτονομία στον καθορισμό, ιδίως, των προσόντων των καθηγητών, στην αναγνώριση της ικανότητάς τους και στον διορισμό τους, η Καθολική Εκκλησία αναλαμβάνει τα καθήκοντα που συνδέονται με τα ομολογιακά ζητήματα μιας διδασκαλίας την παροχή της οποίας επιτρέπει και διευκολύνει το κράτος χωρίς, ωστόσο, να συμμετέχει σε αυτήν. Η συμφωνία αναγνωρίζει την αξία του θρησκευτικού πολιτισμού και λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι αρχές του καθολικισμού αποτελούν μέρος της ιταλικής ιστορικής κληρονομιάς, διατηρώντας παράλληλα την απόσταση που αρμόζει σε ένα κοσμικό, πλουραλιστικό κράτος το οποίο δεν ταυτίζεται με κανένα θρήσκευμα.
99 Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή, η Ιταλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι ο μεγάλος αριθμός συμβάσεων ορισμένου χρόνου στον τομέα της διδασκαλίας των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα διασφαλίζει την απορρέουσα από τον προαιρετικό χαρακτήρα της εν λόγω διδασκαλίας ευελιξία, όπερ επιτρέπει να προσαρμόζεται ο αναγκαίος αριθμός καθηγητών απλώς με τη μη ανανέωση ορισμένων συμβάσεων ετήσιας διάρκειας, αντί με την καταγγελία συμβάσεων αορίστου χρόνου. Η ανωτέρω προσέγγιση, η οποία καθιστά δυνατή την προσήκουσα αντιμετώπιση των διακυμάνσεων στη ζήτηση για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, λαμβανομένου υπόψη του προαιρετικού χαρακτήρα του μαθήματος, έχει εγκριθεί από το Cortecostituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) και συμβάλλει, επιπλέον, στη διαφύλαξη των οικονομικών και οργανωτικών συμφερόντων του κράτους.
100 Σε σχέση, πρώτον, με το επιχείρημα το οποίο στηρίζεται στην ειδική σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του καθηγητή που διδάσκει θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα και του επισκόπου, αρκεί η διαπίστωση ότι η σχέση αυτή αφορά τόσο τους καθηγητές που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου όσο και αυτούς που έχουν σύμβαση ορισμένου χρόνου και, ως εκ τούτου, το ανωτέρω επιχείρημα δεν μπορεί να προβληθεί προς δικαιολόγηση της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
101 Όσον αφορά, δεύτερον, τη διατήρηση του ιταλικού θρησκευτικού πολιτισμού και της ιταλικής ιστορικής κληρονομιάς, επισημαίνεται ότι, μολονότι ο σκοπός αυτός μπορεί να θεωρηθεί άξιος συνταγματικής προστασίας, εντούτοις η Ιταλική Κυβέρνηση δεν εξηγεί για ποιον λόγο η επίτευξη του σκοπού αυτού δικαιολογεί την πρόσληψη του 30 % των καθηγητών που διδάσκουν θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C 331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 45).
102 Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται, τρίτον, ότι δεν αποκλείεται η διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στον δημόσιο τομέα να απαιτεί συνεχή προσαρμογή μεταξύ του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται στον τομέα αυτόν και του αριθμού των δυνητικών χρηστών, όπερ, όπως υπογραμμίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, συνεπάγεται για τον εργοδότη προσωρινές ανάγκες πρόσληψης. Συνεπώς, η προσωρινή πρόσληψη εργαζομένου για την κάλυψη προσωρινών και συγκεκριμένων αναγκών του εργοδότη σε προσωπικό μπορεί κατ’ αρχήν να αποτελεί «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C 331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 47).
103 Συναφώς, η παροχή υπηρεσίας σχολικής εκπαιδεύσεως πρέπει να οργανώνεται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται διαρκώς η ισορροπία μεταξύ του αριθμού των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Δεν μπορεί, πάντως, να αμφισβητηθεί ότι η εξασφάλιση της ισορροπίας αυτής εξαρτάται από πληθώρα παραμέτρων, οι οποίες ενίοτε είναι δυσχερώς ελέγξιμες ή προβλέψιμες, όπως οι ροές της εξωτερικής και της εσωτερικής μετανάστευσης ή η επιλογή κατευθύνσεων σπουδών από τους μαθητές (πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C 22/13, C 61/13 έως C 63/13 και C 418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 94).
104 Οι παράμετροι αυτές επιβεβαιώνουν ότι στον επίμαχο στην κύρια δίκη κλάδο της εκπαίδευσης υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη για ευελιξία, η οποία, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 102 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί να αποτελέσει, στον συγκεκριμένο κλάδο, αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, για τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να καλυφθεί επαρκώς η ζήτηση σχολικής εκπαίδευσης και να μην εκτεθεί το κράτος, ως εργοδότης στον εν λόγω κλάδο, στον κίνδυνο μονιμοποιήσεως αριθμού εκπαιδευτικών κατά πολύ υψηλότερου αυτού που είναι αναγκαίος για την κάλυψη των σχετικών υποχρεώσεών του (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C 22/13, C 61/13 έως C 63/13 και C 418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 95).
105 Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να ανανεώνονται προς τον σκοπό της πάγιας και διαρκούς άσκησης των καθηκόντων που εμπίπτουν στη συνήθη δραστηριότητα του εκπαιδευτικού κλάδου. Όπως έχει επανειλημμένα κρίνει το Δικαστήριο, η ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη αναγκών οι οποίες δεν είναι στην πραγματικότητα προσωρινές, αλλά πάγιες και διαρκείς, δεν δικαιολογείται βάσει της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, καθόσον μια τέτοια χρήση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου θα ήταν ευθέως αντίθετη προς την παραδοχή επί της οποίας βασίζεται η συμφωνία-πλαίσιο, ότι δηλαδή οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, έστω και αν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχολήσεως σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
106 Επομένως, για την τήρηση της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να διαπιστώνεται συγκεκριμένα ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποσκοπεί στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και ότι διάταξη εθνικής νομοθεσίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα, για να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη σε προσωπικό (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
107 Προς τούτο, πρέπει να εξετάζονται, στην κάθε περίπτωση, όλες οι προκείμενες περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του αριθμού των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί με το ίδιο πρόσωπο ή για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κατάχρησης από τους εργοδότες των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές συνάπτονται φαινομενικά για την κάλυψη ανάγκης σε αναπληρωματικό προσωπικό (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
108 Σε περίπτωση που συντρέχει «αντικειμενικός λόγος» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η ύπαρξη καταχρήσεως, εκτός εάν από τη συνολική εξέταση των περιστάσεων της ανανεώσεως των οικείων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου προκύπτει ότι οι παροχές που αξιώνονται από τον εργαζόμενο δεν αντιστοιχούν σε προσωρινή μόνον ανάγκη (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C 22/13, C 61/13 έως C 63/13 και C 418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 103).
109 Συνεπώς, το γεγονός ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική κανονιστική ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί από «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως δεν εξασφαλίζει τη συμβατότητα της ρυθμίσεως αυτής προς το δίκαιο της Ένωσης, εφόσον προκύπτει ότι η εφαρμογή της ρυθμίσεως σε μια συγκεκριμένη περίπτωση καταλήγει εν τοις πράγμασι σε καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C 22/13, C 61/13 έως C 63/13 και C 418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 104).
110 Ωστόσο, αφενός, η επίδικη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν εξαρτά από καμιά προϋπόθεση τέτοιας φύσεως την παρέκκλιση που εισάγει από τους εφαρμοστέους στις συμβάσεις εργασίας κανόνες του κοινού δικαίου οι οποίοι αποσκοπούν στην πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Αφετέρου, η σύναψη των επίμαχων στην κύρια δίκη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας φαίνεται να μην ανταποκρίνεται σε απλές προσωρινές ανάγκες του εργοδότη, αλλά να εμπίπτει μάλλον στις ανάγκες της εκ μέρους του συνήθους διαχείρισης. Επιπλέον, οι διάφορες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες προσελήφθησαν οι ενάγοντες της κύριας δίκης οδήγησαν στην εκτέλεση παρόμοιων, αν όχι ίδιων, καθηκόντων επί πολλά έτη, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ότι η σχέση αυτή εργασίας ικανοποίησε ανάγκη η οποία δεν ήταν προσωρινή αλλά, αντιθέτως, διαρκής, όπερ εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
111 Όσον αφορά, τέταρτον, το επιχείρημα το σχετικό με τα οικονομικά συμφέροντα του κράτους, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι λόγοι δημοσιονομικής φύσεως μπορούν να αποτελούν το έρεισμα των επιλογών κράτους μέλους σε σχέση με την κοινωνική του πολιτική και να επηρεάζουν τη φύση και το εύρος εφαρμογής των μέτρων κοινωνικής προστασίας που επιθυμεί να θεσπίσει, πλην όμως δεν αποτελούν αυτοί καθεαυτούς τον επιδιωκόμενο με την πολιτική αυτή σκοπό και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την απόλυτη έλλειψη μέτρων που αποτρέπουν την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C 331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 55).
112 Όσον αφορά, πέμπτον, το ζήτημα αν η ανάγκη χορήγησης του πιστοποιητικού ικανότητας το οποίο πρέπει να διαθέτουν οι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα για τη διδασκαλία του μαθήματος αυτού μπορεί να συνιστά «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, διαπιστώνεται ότι από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό χορηγείται άπαξ, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η σχολική αρχή υποβάλλει τον κατάλογο υποψηφίων, και ανεξαρτήτως της διάρκειας της σύμβασης εργασίας του οικείου καθηγητή θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα. Επομένως, η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού σε όλους τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, είτε έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου είτε σύμβαση ορισμένου χρόνου, αποτελεί, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 64 της παρούσας απόφασης, πτυχή ανεξάρτητη από τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα.
113 Ομοίως, η ανάκληση του πιστοποιητικού ικανότητας συνιστά λόγο καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τόσο των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα που έχουν μονιμοποιηθεί όσο και εκείνων οι οποίοι, όπως οι ενάγοντες της κύριας δίκης, έχουν απλώς σύμβαση ορισμένου χρόνου και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου.
114 Τέλος, στο μέτρο που η χορήγηση του πιστοποιητικού ικανότητας δεν συνδέεται με τη θέσπιση μέτρων που αναγνωρίζονται ως επιδιώκοντα θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής, όπως τα μέτρα προστασίας της κυήσεως και της μητρότητας ή του συμβιβασμού μεταξύ του επαγγελματικού και του οικογενειακού βίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί την επιδίωξη σκοπού κοινωνικής πολιτικής, δεδομένου ότι η έννοια του «αντικειμενικού λόγου» που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου εμπερικλείει, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως, την επιδίωξη τέτοιου σκοπού (πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C 22/13, C 61/13 έως C 63/13 και C 418/13, EU:C:2014:2401, σκέψεις 92 και 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
115 Επομένως, το πιστοποιητικό ικανότητας δεν συνιστά «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου.
116 Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη ότι δεν υφίστανται «ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, εθνική ρύθμιση για τη διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στον δημόσιο τομέα όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν είναι ικανή να αποτρέψει ή να πατάξει την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
117 Απόκειται, συναφώς, στις δικαιοδοτικές αρχές του οικείου κράτους μέλους να εξασφαλίσουν την τήρηση της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, μεριμνώντας ώστε οι εργαζόμενοι εις βάρος των οποίων σημειώθηκε κατάχρηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου να μην αποτρέπονται, λόγω της ελπίδας τους να συνεχίσουν να απασχολούνται στον συγκεκριμένο κλάδο, από το να προβάλλουν ενώπιον των εθνικών αρχών, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών, τα δικαιώματα που απορρέουν από την εφαρμογή εκ μέρους της εθνικής νομοθεσίας όλων των αποτρεπτικών μέτρων που προβλέπει η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C 331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
118 Ειδικότερα, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά το μέτρο του δυνατού και εφόσον έχει γίνει καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τρόπον ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση αυτή και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, M.Β. κ.λπ. (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα), C 760/18, EU:C:2021:113, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
119 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδικη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση περιέχει κανόνες εφαρμοστέους στις συμβάσεις εργασίας του κοινού δικαίου οι οποίοι αποσκοπούν στην πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, προβλέποντας την αυτόματη μετατροπή της σύμβασης ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου όταν η σχέση εργασίας συνεχίζεται πέραν μιας συγκεκριμένης περιόδου, η εφαρμογή τέτοιων κανόνων στην υπόθεση της κύριας δίκης θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει μέτρο για την αποτροπή τέτοιας κατάχρησης, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.
120 Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται εντούτοις ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου δεν είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Επομένως, δεν είναι δυνατή η επίκληση, αυτής καθεαυτήν, διάταξης του δικαίου της Ένωσης χωρίς άμεσο αποτέλεσμα, στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με το δίκαιο της Ένωσης, για να αποκλειστεί η εφαρμογή ρύθμισης του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει στη διάταξη αυτή. Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι υποχρεωμένα να αφήνουν ανεφάρμοστη διάταξη του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει στην εν λόγω ρήτρα (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
121 Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οικείας οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία και, κατά συνέπεια, να τηρείται το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
122 Η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι πράγματι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όταν αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί [απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, M.Β. κ.λπ. (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα), C 760/18, EU:C:2021:113, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
123 Βεβαίως, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contralegem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
124 Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει εντούτοις στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατόν εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, ObrasyServiciosPúblicos και AccionaAgua, C 550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν είναι δυνατή τέτοια σύμφωνη ερμηνεία των εθνικών διατάξεων.
125 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια, αφενός, ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που εξαιρεί τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα από την εφαρμογή των κανόνων οι οποίοι αποσκοπούν στην πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη δεν προβλέπει κανένα άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την πάταξη της εν λόγω κατάχρησης που διαπιστώνεται στον κλάδο αυτόν, και, αφετέρου, ότι η απαίτηση περί πιστοποιητικού ικανότητας χορηγηθέντος από εκκλησιαστική αρχή, προκειμένου να επιτραπεί στους εν λόγω καθηγητές να διδάξουν θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα, δεν συνιστά «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι το εν λόγω πιστοποιητικό χορηγείται άπαξ και όχι πριν από την έναρξη κάθε σχολικού έτους κατά την οποία συνάπτεται η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. (..)
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια, αφενός, ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που εξαιρεί τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα από την εφαρμογή των κανόνων οι οποίοι αποσκοπούν στην πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη δεν προβλέπει κανένα άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την πάταξη της εν λόγω κατάχρησης που διαπιστώνεται στον κλάδο αυτόν και, αφετέρου, ότι η απαίτηση περί πιστοποιητικού ικανότητας χορηγηθέντος από εκκλησιαστική αρχή προκειμένου να επιτραπεί στους εν λόγω καθηγητές να διδάξουν θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα δεν συνιστά «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι το εν λόγω πιστοποιητικό χορηγείται άπαξ και όχι πριν από την έναρξη κάθε σχολικού έτους κατά την οποία συνάπτεται η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.