XV. Υπόθεση C-866/19 - ZakładUbezpieczeń SpołecznychIOddział wWarszawieWydział RealizacjiUmówMiędzynarodowych (Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004)

Περίληψη:
Άρ. 52 παρ. 1, στοιχ. βʹ του Κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας- Καθορισμός του ορίου, που δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 21ης Οκτωβρίου 2021 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Εργαζόμενος που άσκησε μισθωτή δραστηριότητα σε δύο κράτη μέλη – Ελάχιστη περίοδος που απαιτείται από το εθνικό δίκαιο για τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος – Συνεκτίμηση της περιόδου καταβολής εισφορών που συμπλήρωσε υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους – Συνυπολογισμός – Υπολογισμός του ποσού της καταβλητέας συνταξιοδοτικής παροχής»
Στην υπόθεση C 866/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το SądNajwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης (..)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα), (..)
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του SC και του ZakładUbezpieczeń SpołecznychIOddział wWarszawie (ιδρύματος κοινωνικών ασφαλίσεων, υποκατάστημα 1, Βαρσοβία, Πολωνία) (στο εξής: συνταξιοδοτικό όργανο), σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της αναλογικώς επιμερισμένης σύνταξης γήρατος που πρέπει να του καταβάλει το εν λόγω όργανο.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71), καταργήθηκε την 1η Μαΐου 2010, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να ισχύει ο κανονισμός 883/2004.
Ο κανονισμός 1408/71
4 Κατά το άρθρο 1, στοιχείο ιηʹ, του κανονισμού 1408/71, ως «περίοδοι ασφαλίσεως» ορίζονταν «οι περίοδοι εισφορών, απασχολήσεως ή μη μισθωτής δραστηριότητας που καθορίζονται ή αναγνωρίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως από τη νομοθεσία υπό την οποία πραγματοποιήθησαν ή θεωρούνται ότι πραγματοποιήθησαν, καθώς και κάθε εξομοιούμενη προς αυτές περίοδος, κατά το μέτρο που αναγνωρίζεται από τη νομοθεσία αυτή ως ισοδύναμη προς περίοδο ασφαλίσεως».
5 Το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεκτίμηση των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες στις οποίες έχει υπαχθεί μισθωτός ή μη μισθωτός για την απόκτηση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών», όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής: «Εάν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά την απόκτηση, τη διατήρηση, ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών, δυνάμει συστήματος που δεν είναι ειδικό σύστημα κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, από την πραγματοποίηση περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας, ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, στα πλαίσια είτε γενικού είτε ειδικού συστήματος, που εφαρμόζεται σε μισθωτούς ή μη μισθωτούς. Προς το σκοπό αυτό, ο εν λόγω φορέας λαμβάνει υπόψη τις ως άνω περιόδους, σαν να πρόκειται για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει».
6 Το άρθρο 46 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εκκαθάριση παροχών», προέβλεπε στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής: «1. Όταν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους όσον αφορά το δικαίωμα παροχών πληρούνται, χωρίς να είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί το άρθρο 45 ούτε το άρθρο 40 παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες: α) ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής το οποίο οφείλεται: i) αφενός, δυνάμει μόνο των διατάξεων της νομοθεσίας που εφαρμόζει·ii) αφετέρου, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2· […]
2. Όταν οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιώματος παροχών, πληρούνται μόνο μετά την εφαρμογή του άρθρου 45 ή/και του άρθρου 40 παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες: α) ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως ή/και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί ο εργαζόμενος (μισθωτός ή μη μισθωτός) είχαν πραγματοποιηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται κατά την ημερομηνία της εκκαθαρίσεως της παροχής. […] β) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, κατ’ αναλογία της διάρκειας των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου, υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει, εν σχέσει προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου υπό τις νομοθεσίες όλων των κρατών μελών στις οποίες έχει υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος.»
Ο κανονισμός 883/2004
7 Κατά το άρθρο 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 883/2004, ως «περίοδος ασφάλισης» ορίζονται «οι περίοδοι εισφοράς, μισθωτής δραστηριότητας ή μη μισθωτής δραστηριότητας, όπως αυτές ορίζονται ή αναγνωρίζονται ως περίοδοι ασφάλισης από τη νομοθεσία, υπό την οποία έχουν ή θεωρούνται ότι έχουν πραγματοποιηθεί, καθώς και όλες οι εξομοιούμενες προς αυτές περίοδοι, στον βαθμό που έχουν αναγνωρισθεί από τη νομοθεσία αυτή ως ισοδύναμες με περιόδους ασφάλισης».
8 Το άρθρο 6 του κανονισμού 883/2004, που φέρει τον τίτλο «Συνυπολογισμός περιόδων», το οποίο διαδέχθηκε το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, έχει ως εξής: «Εκτός εάν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά:
– την απόκτηση, διατήρηση, διάρκεια ή ανάκτηση δικαιώματος για παροχές, […] από τη συμπλήρωση περιόδων ασφάλισης, μισθωτής δραστηριότητας, μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας, πρέπει να λαμβάνει υπόψη, στον βαθμό που είναι αναγκαίο, τις περιόδους ασφάλισης, μισθωτής δραστηριότητας, μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία που αυτός εφαρμόζει.»
9 Το κεφάλαιο 5 του τίτλου III του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συντάξεις γήρατος και επιζώντων», περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το άρθρο 52 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Εκκαθάριση των παροχών». Το εν λόγω άρθρο 52, παράγραφος 1, το οποίο επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τις διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, ορίζει τα εξής: «Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής: α) σύμφωνα με τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, μόνο όταν οι όροι που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχές πληρούνται αποκλειστικά δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας (αυτοτελής παροχή), β) με τον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού και, εν συνεχεία, ενός πραγματικού ποσού (αναλογική παροχή), ως εξής: i) το θεωρητικό ποσό της παροχής ισούται προς την παροχή την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφάλισης ή/και κατοικίας οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί δυνάμει των νομοθεσιών των άλλων κρατών μελών είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας, κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της παροχής· εάν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί, το ποσό αυτό εκλαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό· ii) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της αναλογικής παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού κατ’ αναλογίαν της διάρκειας των περιόδων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας σε σχέση προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει των νομοθεσιών όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών.»
Το πολωνικό δίκαιο
10 Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, σημείο 2, του ustawaoemeryturachirentachzFunduszuUbezpieczeń Społecznych (νόμου περί συντάξεων γήρατος και λοιπών συντάξεων που καταβάλλονται από το ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων), της 17ης Δεκεμβρίου 1998, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (Dz. U. 2018, θέση 1270), κατά τον καθορισμό του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος και του υπολογισμού του ποσού της, οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης γήρατος μόνον εντός του ορίου του ενός τρίτου των βεβαιωμένων περιόδων καταβολής εισφορών.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
11 Με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2014, εκδοθείσα από το συνταξιοδοτικό όργανο, ο προσφεύγων της κύριας δίκης έλαβε σύνταξη γήρατος από τις 5 Νοεμβρίου 2013.
12 Για τον καθορισμό του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος, το συνταξιοδοτικό όργανο έλαβε υπόψη τις διάφορες περιόδους ασφάλισης του προσφεύγοντος της κύριας δίκης. Το ως άνω όργανο καθόρισε, κατ’ αρχάς, τον χρόνο που αντιστοιχούσε στις περιόδους με καταβολή εισφορών που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας, προκειμένου, στη συνέχεια, να λάβει υπόψη τις περιόδους ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού μέχρι το ένα τρίτο των περιόδων ασφάλισης για τις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές. Τέλος, και στο μέτρο που ο ασφαλισμένος δεν απέδειξε, βάσει μόνον των περιόδων ασφάλισης υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας, τον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για την απόκτηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, οι περίοδοι ασφάλισης υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, εν προκειμένω του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, προστέθηκαν στον χρόνο των περιόδων ασφάλισης υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας.
13 Μετά τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης και σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004, το συνταξιοδοτικό όργανο υπολόγισε κατά τον ίδιο τρόπο το θεωρητικό ποσό της παροχής, προσθέτοντας τις εθνικές περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών και τις εθνικές περιόδους ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών μέχρι το ένα τρίτο των πρώτων περιόδων, και στη συνέχεια προσέθεσε τις περιόδους ασφάλισης υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους. Το πραγματικό ποσό της παροχής υπολογίστηκε κατ’ αναλογία του χρόνου των περιόδων ασφάλισης υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας, με καταβολή εισφορών και χωρίς καταβολή εισφορών, υπολογίζοντας τις περιόδους ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών στο ένα τρίτο των εθνικών περιόδων ασφάλισης με καταβολή εισφορών, σε σχέση με τον συνολικό χρόνο των περιόδων ασφάλισης τόσο υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας όσο και υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.
14 Ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του συνταξιοδοτικού οργάνου της 24ης Φεβρουαρίου 2014, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να ληφθούν σε μεγαλύτερο βαθμό υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας, δεδομένου ότι το συνταξιοδοτικό όργανο υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Tomaszewska (C 440/09, στο εξής: απόφαση Tomaszewska, EU:C:2011:114), σύμφωνα με την οποία, κατά τον καθορισμό των περιόδων που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης γήρατος, πρέπει να συνεκτιμώνται, για τον καθορισμό του ορίου το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών, όλες οι περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν κατά τον επαγγελματικό βίο του διακινούμενου εργαζομένου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη.
15 Εκτιμώντας ότι η μέθοδος υπολογισμού που εφάρμοσε το συνταξιοδοτικό όργανο ήταν ορθή, το SądOkręgowywWarszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) απέρριψε την ως άνω προσφυγή με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2015.
16 Κατόπιν έφεσης που άσκησε ο προσφεύγων της κύριας δίκης, το SądApelacyjnywWarszawie (εφετείο Βαρσοβίας, Πολωνία) μεταρρύθμισε, με απόφαση της 9ης Αυγούστου 2017, την ως άνω απόφαση καθώς και την απόφαση του συνταξιοδοτικού οργάνου της 24ης Φεβρουαρίου 2014. Το δικαστήριο αυτό διευκρίνισε ότι η ερμηνεία που έγινε δεκτή με την απόφαση Tomaszewska σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 45 του κανονισμού 1408/71 ισχύει όχι μόνο για τον καθορισμό του χρόνου που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος, αλλά και για τις ανάγκες του υπολογισμού του ποσού της οφειλόμενης παροχής.
17 Το συνταξιοδοτικό όργανο άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον του SądNajwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία). Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, το εν λόγω όργανο υποστηρίζει, πρώτον, ότι η απόφαση Tomaszewska αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6 του κανονισμού 883/2004, και όχι του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, το οποίο αντιστοιχεί στο επίμαχο στην κύρια δίκη άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004. Δεύτερον, η απόφαση αυτή έχει εφαρμογή μόνο σε πραγματικές καταστάσεις παρόμοιες με εκείνες της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Τρίτον, η εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης της ερμηνείας του άρθρου 45 του κανονισμού 1408/71, όπως διατυπώθηκε με την απόφαση Tomaszewska, θα είχε ως συνέπεια οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας να λαμβάνονται υπόψη σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που προβλέπει το πολωνικό δίκαιο, πράγμα που θα οδηγούσε σε αύξηση του μέρους της εισφοράς του πολωνικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων στην οφειλόμενη προς τον ασφαλισμένο παροχή. Τέταρτον, από το σημείο 2 της απόφασης H6 της διοικητικής επιτροπής για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, της 16ης Δεκεμβρίου 2010, για την εφαρμογή ορισμένων αρχών, όσον αφορά τον συνυπολογισμό περιόδων δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (883/2004 (ΕΕ 2011, C 45, σ. 5), προκύπτει ότι οι περίοδοι ασφάλισης που κοινοποιούνται από άλλα κράτη μέλη συνυπολογίζονται από το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνονται, χωρίς να αμφισβητείται η αξία τους, οπότε ο πολωνικός οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει υπόψη περιόδους εθνικής ασφάλισης σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.
18 Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 επιδέχεται τρεις διαφορετικές ερμηνείες.
19 Η πρώτη πιθανή ερμηνεία είναι αυτή που ακολούθησε το SądApelacyjnywWarszawie (εφετείο Βαρσοβίας), η οποία στηρίζεται στην ερμηνεία του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 που προκύπτει από την απόφαση Tomaszewska, σύμφωνα με την οποία ο αρμόδιος φορέας του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για τις ανάγκες του καθορισμού του ορίου το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών, όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεμελιώθηκαν σε άλλα κράτη μέλη. Αυτό το πλάσμα δικαίου εφαρμόζεται όχι μόνο για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε παροχή, αλλά και για τον υπολογισμό τόσο του θεωρητικού όσο και του πραγματικού ποσού της εν λόγω παροχής.
20 Η δεύτερη πιθανή ερμηνεία είναι ότι η απόφαση Tomaszewska επηρεάζει μόνον εν μέρει την ερμηνεία του άρθρου 52 του κανονισμού 883/2004, υπό την έννοια ότι μόνον η παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του άρθρου αυτού προβλέπει ρητώς ότι το θεωρητικό ποσό πρέπει να υπολογίζεται χρησιμοποιώντας πλάσμα δικαίου κατά το οποίο ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεμελιώθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, εντός του κράτους μέλους που επιλήφθηκε της ρευστοποίησης της παροχής. Αντιθέτως, ο υπολογισμός του πραγματικού ποσού κατά την παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii του εν λόγω άρθρου πραγματοποιείται χωρίς να εφαρμόζεται συστηματικά το πλάσμα δικαίου.
21 Η τρίτη ερμηνεία συνεπάγεται ότι η απόφαση Tomaszewska εφαρμόζεται μόνο στη θεμελίωση του δικαιώματος σύνταξης γήρατος και όχι στον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης αυτής.
22 Υπό τις συνθήκες αυτές, το SądNajwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού [883/2004], την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας:
α) πρέπει να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τις αναγνωριζόμενες χωρίς καταβολή εισφορών περιόδους ασφαλίσεως έως, κατ’ ανώτατο όριο, το ένα τρίτο του συνόλου των περιόδων ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν βάσει του εθνικού δικαίου και των νομοθεσιών των άλλων κρατών μελών με καταβολή εισφορών, για τον προσδιορισμό τόσο του θεωρητικού ποσού [σημείο i] όσο και του πραγματικού ποσού [σημείο ii] της παροχής, ή
β) πρέπει να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τις αναγνωριζόμενες χωρίς καταβολή εισφορών περιόδους ασφαλίσεως έως, κατ’ ανώτατο όριο, το ένα τρίτο του συνόλου των περιόδων εισφορών που πραγματοποιήθηκαν βάσει του εθνικού δικαίου και των νομοθεσιών των άλλων κρατών μελών, μόνο για τον προσδιορισμό του θεωρητικού ποσού [σημείο i] και όχι για τον προσδιορισμό του πραγματικού ποσού [σημείο ii] της παροχής, ή

γ) δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για τον προσδιορισμό είτε του θεωρητικού ποσού [σημείο i] είτε του πραγματικού ποσού [σημείο ii] της παροχής, τις περιόδους ασφαλίσεως σε άλλο κράτος μέλος, κατά τον υπολογισμό του προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο ανώτατου ορίου των αναγνωριζόμενων χωρίς καταβολή εισφορών περιόδων ασφαλίσεως;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
23 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για τις ανάγκες του καθορισμού του ορίου το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού της παροχής που διαλαμβάνεται στο σημείο i της εν λόγω διάταξης, καθώς και του πραγματικού ποσού της παροχής που διαλαμβάνεται στο σημείο ii της εν λόγω διάταξης.
24 Εισαγωγικά, παρατηρείται ότι, μολονότι ο κανονισμός 1408/71 αντικαταστάθηκε, από 1ης Μαΐου 2010, από τον κανονισμό 883/2004, οι διατάξεις των άρθρων 45 και 46 του κανονισμού 1408/71 επαναλαμβάνονται, κατ’ ουσίαν, στα άρθρα 6 και 52, αντιστοίχως, του κανονισμού 883/2004. Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις εν λόγω διατάξεις του κανονισμού 1408/71 εξακολουθεί, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεών του, να παραμένει κρίσιμη για την ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων του κανονισμού 883/2004.
25 Υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις τόσο του κανονισμού 1408/71 όσο και του κανονισμού 883/2004 δεν θεσπίζουν κοινό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά έχουν ως μοναδικό σκοπό τον συντονισμό των διαφόρων εθνικών συστημάτων που συνεχίζουν να υφίστανται. Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργάνωσης των συστημάτων τους κοινωνικής ασφάλισης (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, SalgadoGonzález, C 282/11, EU:C:2013:86, σκέψη 35 και της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Zaniewicz-Dybeck, C 189/16, EU:C:2017:946, σκέψη 38).
26 Δεδομένου ότι οι κανονισμοί 1408/71 και 883/2004 δεν καθορίζουν τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η συμπλήρωση των περιόδων απασχόλησης ή ασφάλισης, οι προϋποθέσεις αυτές, όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 1, στοιχείο ιηʹ, του κανονισμού 1408/71 όσο και από το άρθρο 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 883/2004, καθορίζονται αποκλειστικά από τη νομοθεσία του κράτους μέλους υπό την οποία έχουν πραγματοποιηθεί οι εν λόγω περίοδοι (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, SalgadoAlonso, C 306/03, EU:C:2005:44, σκέψη 30).
27 Ωστόσο, μολονότι εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίζει, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχές, τα κράτη μέλη οφείλουν εντούτοις να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις διατάξεις της ΣΛΕΕ σχετικά με την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο έδαφος των κρατών μελών (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2013, SalgadoGonzález, C 282/11, EU:C:2013:86, σκέψεις 36 και 37, καθώς και της 23ης Ιανουαρίου 2020, BundesagenturfürArbeit, C 29/19, EU:C:2020:36, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση του δικαίου της Ένωσης, το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71, όπως επαναλήφθηκε στο άρθρο 6 του κανονισμού 883/2004, προβλέπει ότι, όταν η νομοθεσία ενός κράτους μέλους εξαρτά τη θεμελίωση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από τη συμπλήρωση περιόδων ασφάλισης, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους αυτού πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους ασφάλισης που έχουν συμπληρωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, ως εάν επρόκειτο για περιόδους που έχουν συμπληρωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία που αυτός εφαρμόζει. Με άλλα λόγια, οι περίοδοι ασφάλισης που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία διαφόρων κρατών μελών πρέπει να συνυπολογίζονται (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Zaniewicz-Dybeck, C 189/16, EU:C:2017:946, σκέψη 41).
29 Συνεπώς, το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71, όπως και το άρθρο 6 του κανονισμού 883/2004, θέτει σε εφαρμογή την αρχή του συνυπολογισμού των περιόδων ασφάλισης, κατοικίας ή απασχόλησης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 ΣΛΕΕ. Πρόκειται για μία από τις θεμελιώδεις αρχές του συντονισμού, σε επίπεδο Ένωσης, των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, με την οποία επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι η άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας δεν συνεπάγεται απώλεια των πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφάλισης που θα μπορούσε να αξιώσει ο εργαζόμενος αν είχε διανύσει όλη τη σταδιοδρομία του σε ένα μόνον κράτος μέλος. Πράγματι, μια τέτοια συνέπεια θα μπορούσε να αποτρέψει τον εργαζόμενο της Ένωσης από την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και θα αποτελούσε εμπόδιο στην άσκηση της ελευθερίας αυτής (πρβλ. απόφαση Tomaszewska, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Κατά συνέπεια, όταν, για τον καθορισμό της ελάχιστης περιόδου ασφάλισης που απαιτείται για την απόκτηση του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος, μια εθνική νομοθεσία θέτει όριο το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών, ο αρμόδιος φορέας του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για τον καθορισμό των περιόδων ασφάλισης με καταβολή εισφορών, όλες τις περιόδους ασφάλισης κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του διακινούμενου εργαζομένου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν συμπληρωθεί υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών (πρβλ. απόφαση Tomaszewska, σκέψεις 37 και 39).
31 Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η αρχή αυτή του συνυπολογισμού εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος προϋποθέτει τον συνυπολογισμό των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών και η εφαρμογή της δεν μπορεί, επομένως, να περιοριστεί μόνο στην περίπτωση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Tomaszewska, στην οποία το κατώτατο όριο δεν καλύφθηκε βάσει ενός πρώτου υπολογισμού με τον οποίο απλώς προστέθηκαν, στις περιόδους ασφάλισης με και χωρίς καταβολή εισφορών που καθορίζονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, οι περίοδοι ασφάλισης με καταβολή εισφορών που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, χωρίς οι εν λόγω περίοδοι να συνυπολογίζονται στον υπολογισμό του ορίου.
32 Εντούτοις, η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, οι κανόνες του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του κανονισμού 883/2004, αλλά τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης γήρατος.
33 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, το άρθρο 48, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν υπό τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες όχι μόνο για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς λήψη παροχών, αλλά και για τον υπολογισμό τους.
34 Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004, το οποίο επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τους κανόνες υπολογισμού οι οποίοι θεσπίζονται, ιδίως, στο άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71 (πρβλ. απόφαση Tomaszewska, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης γήρατος πραγματοποιείται σε δύο στάδια, πρώτον με τον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού και, εν συνεχεία, με τον υπολογισμό ενός πραγματικού ποσού.
35 Όσον αφορά το πρώτο στάδιο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού αυτού, ο αρμόδιος φορέας οφείλει να υπολογίσει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα είχε δικαίωμα να ζητήσει ο ασφαλισμένος αν όλες οι περίοδοι ασφάλισης και/ή κατοικίας που συμπλήρωσε υπό τις νομοθεσίες άλλων κρατών μελών είχαν συμπληρωθεί υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός [βλ., όσον αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1980, Menzies, 793/79, EU:C:1980:172, σκέψη 9, και της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Zaniewicz-Dybeck, C 189/16, EU:C:2017:946, σκέψη 42].
36 Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το θεωρητικό ποσό της παροχής πρέπει να υπολογίζεται ως εάν ο ασφαλισμένος είχε ασκήσει όλη την επαγγελματική του δραστηριότητα αποκλειστικά στο συγκεκριμένο κράτος μέλος (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1980, Menzies, 793/79, EU:C:1980:172, σκέψη 10· της 21ης Ιουλίου 2005, Koschitzki, C 30/04, EU:C:2005:492, σκέψη 27, και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, SalgadoGonzález, C 282/11, EU:C:2013:86, σκέψη 41).
37 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του, τούτο συνεπάγεται, εν προκειμένω, ότι οι περίοδοι καταβολής εισφορών υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας και υπό τη νομοθεσία του Βασιλείου των Κάτω Χωρών πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του ενός τρίτου, το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν, κατά τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας, οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών, προκειμένου να υπολογιστεί το θεωρητικό ποσό της παροχής. Με άλλα λόγια, για τις ανάγκες του υπολογισμού του θεωρητικού ποσού της παροχής, οι περίοδοι ασφάλισης υπό τη νομοθεσία διαφορετικών κρατών μελών συνυπολογίζονται.
38 Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004 συνάδει προς τον σκοπό της διάταξης αυτής, στο μέτρο που ο υπολογισμός που πρέπει να πραγματοποιηθεί δυνάμει της εν λόγω διάταξης, όπως και εκείνος που πρέπει να διενεργηθεί δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, έχει ως σκοπό να διασφαλίσει στον εργαζόμενο το ανώτατο θεωρητικό ποσό το οποίο θα δικαιούνταν αν όλες οι περίοδοι ασφάλισής του είχαν συμπληρωθεί υπό τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους (αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1980, Menzies, 793/79, EU:C:1980:172, σκέψη 11, και της 21ης Ιουλίου 2005, Koschitzki, C 30/04, EU:C:2005:492, σκέψη 28).
39 Εξάλλου, όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, η μεγιστοποίηση των κρίσιμων για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού στοιχείων είναι σύμφωνη με την πάγια νομολογία, κατά την οποία το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, το οποίο διαδέχθηκε το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκοπού του άρθρου 48 ΣΛΕΕ, ο οποίος έγκειται στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ιδίως, με τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφάλισης, κατοικίας ή απασχόλησης, και συνεπάγεται ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υφίστανται ούτε απώλεια των δικαιωμάτων τους για παροχές κοινωνικής ασφάλισης ούτε μείωση του ποσού τους λόγω του γεγονότος ότι άσκησαν το δικαίωμα για ελεύθερη κυκλοφορία (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Αυγούστου 1994, Reichling, C 406/93, EU:C:1994:320, σκέψεις 21 και 24· της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Lustig, C 244/97, EU:C:1998:619, σκέψεις 30 και 31, καθώς και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, SalgadoGonzález, C 282/11, EU:C:2013:86, σκέψη 43).
40 Αντιθέτως, στο δεύτερο στάδιο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 883/2004, ο αρμόδιος φορέας καθορίζει το πραγματικό ποσό της παροχής βάσει του θεωρητικού ποσού, κατ’ αναλογία προς τη διάρκεια των περιόδων ασφάλισης ή/και κατοικίας που συμπληρώθηκαν βάσει της νομοθεσίας που εφαρμόζει ο φορέας αυτός, σε σχέση με τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφάλισης και/ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν υπό τις νομοθεσίες όλων των συγκεκριμένων κρατών μελών (βλ., όσον αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1980, Menzies, 793/79, EU:C:1980:172, σκέψη 9, και της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Zaniewicz-Dybeck, C 189/16, EU:C:2017:946, σκέψη 42).
41 Επομένως, το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 883/2004 αποσκοπεί αποκλειστικά στο να κατανείμει το αντίστοιχο βάρος των παροχών μεταξύ των φορέων των οικείων κρατών μελών κατ’ αναλογία προς τη διάρκεια των περιόδων ασφάλισης υπό τη νομοθεσία καθενός από τα εν λόγω κράτη μέλη. Η εν λόγω εφαρμογή, στο στάδιο του υπολογισμού του πραγματικού ποσού, της αρχής του αναλογικού επιμερισμού και όχι της αρχής του συνυπολογισμού δικαιολογείται λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υφίσταται κοινό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, γεγονός που συνεπάγεται ότι πρέπει να διαφυλαχθεί η οικονομική ακεραιότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, χωρίς να περιάγονται σε δυσμενή θέση οι εργαζόμενοι που ασκούν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας. Η συνεκτίμηση, όμως, κατά τον υπολογισμό του αναλογικού επιμερισμού, μιας περιόδου που δεν αντιστοιχεί σε καμία περίοδο ασφάλισης ή ακόμη και πραγματικής κατοικίας στο επίμαχο κράτος μέλος θα μπορούσε να διαταράξει, μονομερώς και τεχνητά, την ισορροπία της κάλυψης του κόστους των παροχών μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο ασυμβίβαστο με τον μηχανισμό που θεσπίζει το εν λόγω άρθρο (πρβλ., όσον αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, απόφαση της 26ης Ιουνίου 1980, Menzies, 793/79, EU:C:1980:172, σκέψη 11).
42 Όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 55 και 58 των προτάσεών του, σύμφωνα με την αρχή του αναλογικού επιμερισμού, κάθε αρμόδιος φορέας οφείλει να καταβάλει μόνον το μέρος της παροχής που αφορά τις σχετικές περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει αυτός. Επομένως, το πραγματικό ποσό της καταβλητέας παροχής είναι το ποσοστό του θεωρητικού ποσού που αντιστοιχεί στις συνολικές περιόδους ασφάλισης ή κατοικίας που πράγματι συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.
43 Κατά συνέπεια, το πραγματικό ποσό της παροχής πρέπει να υπολογιστεί λαμβανομένων υπόψη όλων των περιόδων καταβολής εισφορών, πραγματικών ή εξομοιούμενων προς αυτές βάσει της εφαρμοζόμενης από τον αρμόδιο φορέα νομοθεσίας (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2002, BarreiraPérez, C 347/00, EU:C:2002:560, σκέψη 39), εξαιρουμένων των περιόδων ασφάλισης που συμπληρώθηκαν εκτός του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
44 Επομένως, εν προκειμένω, ο υπολογισμός του πραγματικού ποσού της παροχής πρέπει να γίνει σύμφωνα με την πολωνική νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη τις περιόδους ασφάλισης που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Πολωνίας, καθώς και τις περιόδους ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού εντός του ορίου του ενός τρίτου των περιόδων ασφάλισης με καταβολή εισφορών, όπως αυτή επιβάλλεται από τη εν λόγω νομοθεσία, αποκλειομένων των περιόδων ασφάλισης που συμπληρώθηκαν σε άλλο κράτος μέλος.
45 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι, για τον καθορισμό του ορίου το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους οφείλει, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού της παροχής που προβλέπεται στο σημείο i της διάταξης αυτής, να λάβει υπόψη όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, ενώ ο υπολογισμός του πραγματικού ποσού της παροχής που προβλέπεται στο σημείο ii της εν λόγω διάταξης γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους. (…)
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, έχει την έννοια ότι, για τον καθορισμό του ορίου το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους οφείλει, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού της παροχής που προβλέπεται στο σημείο i της διάταξης αυτής, να λάβει υπόψη όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, ενώ ο υπολογισμός του πραγματικού ποσού της παροχής που προβλέπεται στο σημείο ii της εν λόγω διάταξης γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.