XΙ. Υπόθεση C-168/20 - MH και ILA (Droits à pensionencasdefaillite) (Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρο 21 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ίση μεταχείριση – Οδηγία 2004/38/ΕΚ)

Περίληψη:
Αρ. 49 ΣΛΕΕ- Αποχωρισμός από την πτωχευτική περιουσία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, που απορρέουν από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 11ης Νοεμβρίου 2021 (*) (..)
«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρο 21 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ίση μεταχείριση – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρο 24, παράγραφος 1 – Νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας η οποία εξαρτά τον καταρχήν πλήρη και αυτοδίκαιο αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απορρέουν από ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα από την προϋπόθεση το εν λόγω συνταξιοδοτικό πρόγραμμα να έχει λάβει φορολογική έγκριση – Επιβολή της εν λόγω προϋποθέσεως στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας πολίτη της Ένωσης ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας προκειμένου να ασκήσει, σε μόνιμη βάση, μη μισθωτή δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης αντλεί από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που έχει συσταθεί και λάβει φορολογική έγκριση στο κράτος μέλος καταγωγής του – Αποκλεισμός των εν λόγω συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από το ευεργέτημα του αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία – Εφαρμογή επί των εν λόγω συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ενός συστήματος αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία το οποίο είναι σαφώς δυσμενέστερο για τον πτωχεύσαντα»
Στην υπόθεση C 168/20,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το HighCourtofJustice (England&Wales), ChanceryDivision (businessandpropertycourt, insolvencyandcompanieslist) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (υποθέσεις εμπορικού και εμπραγμάτου δικαίου, αφερεγγυότητας και εταιριών), Ηνωμένο Βασίλειο] με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Απριλίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης (..)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα), (..)
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 21 και 49 ΣΛΕΕ καθώς και της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των BJ και OV, ως συνδίκων πτωχεύσεως του M (στο εξής: σύνδικοι) και, αφετέρου, της M, των MH και ILA, καθώς και του M (στο εξής, από κοινού: Μ κ.λπ.) σχετικά με την εκ μέρους των συνδίκων διεκδίκηση, υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία ο M, Ιρλανδός υπήκοος, αντλεί από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο έχει συσταθεί στην Ιρλανδία και έχει εγκριθεί βάσει του ιρλανδικού φορολογικού δικαίου.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000
3 Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2000, L 160, σ. 1), με τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία», προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής: «Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.»
4 Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο», ορίζει τα εξής: «1. Εάν ο παρών κανονισμός δεν ορίζει άλλως, δίκαιο εφαρμοστέο στη διαδικασία αφερεγγυότητας και στα αποτελέσματά της είναι το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας, κατωτέρω καλουμένου “κράτος έναρξης”. 2. Το δίκαιο του κράτους έναρξης ρυθμίζει τις προϋποθέσεις έναρξης, τη διεξαγωγή και την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Βάσει του δικαίου αυτού, ορίζονται συγκεκριμένα: […] β) η πτωχευτική και η μεταπτωχευτική περιουσία· […]».
5 Ο κανονισμός 1346/2000 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2015, L 141, σ. 19). Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, μόνον ο κανονισμός 1346/2000 έχει εφαρμογή rationetemporis στην υπόθεση αυτή.
Η οδηγία 2004/38
6 Το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της συνθήκης. […]»
Ο κανονισμός (ΕΕ) 492/2011
7 Η αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1), έχει ως εξής: «Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας [(ΕΕ 1968, L 257, σ. 2),] έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.»
8 Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 492/2011 προβλέπει τα εξής: «1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος. 2. Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»
Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου
Κανόνες σχετικοί με τις επιπτώσεις της πτωχεύσεως επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα
9 Ο WelfareReformandPensionsAct 1999 (νόμος του 1999 για τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής προστασίας και τις συντάξεις, στο εξής: WRPA 1999), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 29 Μαΐου 2000, ορίζει στο άρθρο 11 τα εξής: «Επιπτώσεις της πτωχεύσεως επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων: τα εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα (1) Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο κηρύσσεται σε πτώχευση κατόπιν υποβολής αιτήσεως των πιστωτών ή κατόπιν αιτήσεώς του μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, το σύνολο των δικαιωμάτων τα οποία το εν λόγω πρόσωπο αντλεί από εγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σύστημα αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία. (2) Στο παρόν άρθρο, ως “εγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σύστημα” νοείται: (a) συνταξιοδοτικό πρόγραμμα καταχωρισμένο βάσει του άρθρου 153 του FinanceAct 2004 [δημοσιονομικού νόμου του 2004]· […] (h) τα πάσης φύσεως συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία μπορούν να προβλέπονται με αποφάσεις του αρμόδιου Υπουργού· […]»
10 Όσον αφορά τα εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα, οι σύνδικοι δύνανται, δυνάμει του άρθρου 15 του WRPA 1999, να ζητήσουν δικαστικώς την ανάκτηση των συνταξιοδοτικών εισφορών που θεωρούνται «υπέρμετρες».
11 Η Occupational and Personal Pension Schemes (Bankruptcy) (n° 2) (Regulations) 2002 [κανονιστική απόφαση αριθ. 2 του 2002 περί επαγγελματικών και προσωπικών συνταξιοδοτικών συστημάτων (πτώχευση)] (στο εξής: κανονιστική απόφαση 2/2002) προβλέπει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο (c), τα εξής: «Συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία αφορά η απόφαση: (1) Τα συστήματα που αναφέρονται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο (h), του [WRPA 1999] (τα “εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα”) είναι συστήματα […] […] (c) επί των οποίων έχει εφαρμογή το άρθρο 308 του [IncomeTax (EarningsandPensions) Act 2003] [νόμου του 2003 περί φορολογίας εισοδήματος (αποδοχές και συντάξεις)] (απαλλαγή των εισφορών σε αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα)· […]».
12 Το άρθρο 308 του IncomeTax (EarningsandPensions) Act 2003 [νόμου του 2003 περί φορολογίας εισοδήματος (αποδοχές και συντάξεις), στο εξής: ITEPA] ορίζει τα εξής: «Εξαίρεση των εισφορών σε αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα (1) Απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος επί αποδοχών ο εργοδότης ο οποίος καταβάλλει εισφορές βάσει επιλέξιμου αλλοδαπού συνταξιοδοτικού προγράμματος για λογαριασμό εργαζόμενου ο οποίος είναι διακινούμενος δικαιούχος του συνταξιοδοτικού προγράμματος. (2) Στην παράγραφο (1) οι όροι “επιλέξιμο αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα” και “διακινούμενος δικαιούχος του συνταξιοδοτικού προγράμματος” έχουν την ίδια έννοια όπως και στο παράρτημα 33 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 (αλλοδαπά συνταξιοδοτικά προγράμματα: πλεονέκτημα που παρέχεται σε διακινούμενο δικαιούχο).»
13 Η έννοια του «αλλοδαπού συνταξιοδοτικού προγράμματος» (overseaspensionscheme), κατά το άρθρο 308 του ITEPA, ορίζεται στο άρθρο 150, παράγραφος 7, του δημοσιονομικού νόμου του 2004 ως εξής: «[…] ως “αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα” ορίζεται ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα (πλην των καταχωρισμένων συνταξιοδοτικών προγραμμάτων), το οποίο (a) έχει συσταθεί σε χώρα ή έδαφος εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, και (b) πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου από την απόφαση των φορολογικών αρχών (BoardofInlandRevenue).»
14 Η PensionSchemes (CategoriesofCountryandRequirementsforOverseasPensionSchemesandRecognisedOverseasPensionSchemes) Regulations 2006 [κανονιστική απόφαση του 2006 περί των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων (κατηγορίες χωρών και προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν τα αλλοδαπά συνταξιοδοτικά προγράμματα και τα αναγνωρισμένα αλλοδαπά συνταξιοδοτικά προγράμματα)] προβλέπει ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 150, παράγραφος 7, στοιχείο b, του δημοσιονομικού νόμου του 2004 πληρούνται, μεταξύ άλλων, εάν το πρόγραμμα είναι επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, εάν στη χώρα ή το έδαφος στο οποίο συστάθηκε το πρόγραμμα υφίσταται φορέας ο οποίος ελέγχει τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και ο οποίος ελέγχει το επίμαχο πρόγραμμα και εάν το πρόγραμμα είναι αναγνωρισμένο από φορολογικής απόψεως.
15 Προκειμένου ένα αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «επιλέξιμο αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα» (qualifyingoverseaspensionscheme), κατά την έννοια του άρθρου 308 του ITEPA και, επομένως, να μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 του WRPA 1999, πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του σημείου 5 του παραρτήματος 33 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, του οποίου η παράγραφος 1 ορίζει τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα αποτελεί επιλέξιμο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα εάν (a) ο διαχειριστής του προγράμματος έχει γνωστοποιήσει προς τις φορολογικές αρχές ότι το πρόγραμμα αποτελεί αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα και έχει προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι αποτελεί τέτοιο πρόγραμμα και ότι είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις των φορολογικών αρχών, (b) ο διαχειριστής του προγράμματος δεσμεύθηκε έναντι των φορολογικών αρχών να τις ενημερώσει σε περίπτωση που το πρόγραμμα παύσει να είναι αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, (c) ο διαχειριστής του προγράμματος δεσμεύθηκε έναντι των φορολογικών αρχών να συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις σχετικά με τις επιθυμητές πληροφορίες όσον αφορά τον προσδιορισμό της παροχής που επιβάλλονται στον διαχειριστή του προγράμματος, […] […]»
Κανόνες σχετικοί με τις επιπτώσεις της πτωχεύσεως επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από μη εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα
16 Το άρθρο 12 του WRPA 1999 προβλέπει τα εξής: «Επιπτώσεις της πτωχεύσεως επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων: τα μη εγκεκριμένα συστήματα (1) Με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού μπορεί να προβλέπεται, άμεσα ή έμμεσα, ότι τα δικαιώματα τα οποία αντλεί ένα πρόσωπο από μη εγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σύστημα αποχωρίζονται από την περιουσία του προσώπου σε περίπτωση πτωχεύσεως η οποία θα κηρυχθεί σε βάρος του […]
(2) Οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να προβλέπουν, ειδικότερα, (a) τον αποχωρισμό από την περιουσία ενός φυσικού προσώπου των δικαιωμάτων που απορρέουν από μη εγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σύστημα, (i) με διάταξη η οποία εκδίδεται επί της αιτήσεώς του από ορισμένο δικαστήριο ή (ii) βάσει συμφωνίας η οποία πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και του συνδίκου του· (b) τη δυνατότητα του δικαστηρίου να στηρίξει την απόφασή του σχετικά με τέτοια διάταξη (i) στις ανάγκες τις οποίες ενδέχεται να έχει στο μέλλον το φυσικό πρόσωπο και η οικογένειά του, και (ii) στο ενδεχόμενο το φυσικό αυτό πρόσωπο να λάβει παροχές (συνταξιοδοτικές ή μη) βάσει των δικαιωμάτων που έχει στο πλαίσιο άλλων συνταξιοδοτικών συστημάτων και (σε καταφατική περίπτωση) τον βαθμό στον οποίο οι παροχές αυτές φαίνεται να αρκούν για την κάλυψη τέτοιων αναγκών· […]»
17 Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του WRPA 1999, τα άρθρα 4 έως 6 της κανονιστικής αποφάσεως 2/2002 παρέχουν τη δυνατότητα στον πτωχεύσαντα να ζητήσει από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας να αποχωρίσει εν όλω ή εν μέρει από την πτωχευτική περιουσία τα δικαιώματα τα οποία αντλεί από μη εγκεκριμένο συνταξιοδοτικό καθεστώς, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών που ο ίδιος και η οικογένειά του ενδέχεται να έχουν στο μέλλον, ή να διαπραγματευθεί με τον σύνδικό του συμφωνία η οποία να πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις με παρόμοιο αποτέλεσμα.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 Προ της πτωχεύσεώς του, ο M δραστηριοποιείτο ως κατασκευαστής ακινήτων κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στην Ιρλανδία, μέσω της MMC, εταιρίας ιρλανδικού δικαίου.
19 Το 2002 η εταιρία αυτή κατάρτισε, έναντι της καταβολής από τον M εφάπαξ ασφαλίστρου 6 161 256 ευρώ, επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα υπό μορφή ασφαλιστήριου συμβολαίου που συνήφθη με την ILA και διεπόταν από το ιρλανδικό δίκαιο και το οποίο προέβλεπε την καταβολή παροχών κατά την ημερομηνία συνταξιοδοτήσεως ή πρόωρου θανάτου του Μ.
20 Στις 16 Ιουλίου 2009 ο M και η M συνέστησαν την SIndustries, εταιρία ιρλανδικού δικαίου, της οποίας ο M ήταν διευθυντής έως τις 14 Απριλίου 2012 και υπάλληλος από την 1η Δεκεμβρίου 2009 έως τις 31 Ιανουαρίου 2011.
21 Με συμβολαιογραφική πράξη της 31ης Αυγούστου 2009, η SIndustries κατάρτισε συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, διεπόμενο από το ιρλανδικό δίκαιο, στο οποίο θα υπαγόταν το προσωπικό της εταιρίας αυτής, αλλά του οποίου μόνοι δικαιούχοι ήταν στην πραγματικότητα ο M, η M και ο υιός τους RM (στο εξής: επίμαχο στην κύρια δίκη συνταξιοδοτικό πρόγραμμα).
22 Το πρόγραμμα αυτό σχεδιάστηκε ειδικώς προκειμένου να μπορεί να εγκριθεί ως πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών, όπως αυτό ορίζεται στο ιρλανδικό φορολογικό δίκαιο.
23 Με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2009, οι ιρλανδικές φορολογικές αρχές ενημέρωσαν την MH ότι το πρόγραμμα αυτό είχε εγκριθεί ως πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών για τους σκοπούς της ιρλανδικής φορολογικής νομοθεσίας, με ισχύ από τις 30 Αυγούστου 2009.
24 Με πράξη εκχωρήσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2009, η MMC εκχώρησε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που είχε συνάψει με την ILA στους MH και Μ, καθώς και στην M, ως διαχειριστές του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού προγράμματος, προκειμένου το πρόγραμμα αυτό να διασφαλίσει την παροχή στον M προσήκουσας συντάξεως υπό το πρίσμα του συναφθέντος ασφαλιστήριου συμβολαίου. Ως εκ τούτου, η εν λόγω ασφάλιση ενσωματώθηκε στο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.
25 Τον Νοέμβριο του 2010, μετά την κατάρρευση της ιρλανδικής αγοράς ακινήτων, η MMC τέθηκε υπό εκκαθάριση στην Ιρλανδία κατόπιν αιτήσεως του NationalAssetManagementAgency (Εθνικού Οργανισμού Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, Ιρλανδία), ο οποίος είχε αποκτήσει τα καταχωρισμένα σε λογαριασμούς στην Τράπεζα της Ιρλανδίας χρέη της εν λόγω εταιρίας.
26 Από τον Φεβρουάριο του 2011 ο M ζούσε εν μέρει στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο). Από τον Ιούλιο του 2011, ο M και η M μετακόμισαν στο Λονδίνο σε μόνιμη βάση.
27 Κατά το χρονικό διάστημα έως τις 31 Αυγούστου 2011, οι διαχειριστές του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού προγράμματος προέβησαν σε διάφορες καταβολές προς τον M, ο οποίος είχε συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του το 2010. Καμία εισφορά δεν καταβλήθηκε στο πρόγραμμα αυτό επ’ ονόματι του M ή της M μετά τη μετακόμισή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο.
28 Κατά το χρονικό σημείο της μετακομίσεώς του στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο M είχε σημαντικά προσωπικά χρέη έναντι ιδίως του Εθνικού Οργανισμού Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, το δε συνολικό ποσό των απαιτήσεων σε βάρος της περιουσίας του υπερέβαινε, κατά τους συνδίκους, το ένα δισεκατομμύριο ευρώ.
29 Με πράξη της 26ης Ιουλίου 2011, ο M απομακρύνθηκε από τη θέση του διαχειριστή του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού προγράμματος, οπότε ο MH και η M ήταν στο εξής οι μοναδικοί διαχειριστές του προγράμματος αυτού.
30 Από τον Αύγουστο του 2011 ο M μίσθωσε γραφεία στο Λονδίνο για την άσκηση δραστηριοτήτων παροχής συμβουλών σχετικά με μεταβιβάσεις και κατασκευές ακινήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο.
31 Με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2012, ο φορολογικός σύμβουλος του M ενημέρωσε τις ιρλανδικές φορολογικές αρχές ότι ο Μ είχε πλέον την κατοικία του στο Λονδίνο και υπέβαλε στις φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου τη δήλωση ΦΠΑ του M για την περίοδο που έληγε στις 31 Ιουλίου 2012 καθώς και τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος για την περίοδο που έληγε στις 5 Απριλίου 2012.
32 Στις 13 Απριλίου 2012 η SIndustries καταχωρίστηκε σύμφωνα με τη ρύθμιση του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι τον CompaniesAct 2006 (νόμο του 2006 περί εταιριών) ως αλλοδαπή εταιρία με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο. Από την αίτηση καταχωρίσεως της εν λόγω εταιρίας προκύπτει ότι η ημερομηνία ενάρξεως λειτουργίας της ήταν η 1η Δεκεμβρίου 2011, ότι η έδρα της βρισκόταν στο Λονδίνο και ότι ο M ήταν ο διευθυντής και η Μ η διευθύντρια καθώς και γραμματέας της εταιρίας.
33 Στις 2 Νοεμβρίου 2012 ο M κηρύχθηκε σε πτώχευση από το HighCourtofJustice (England&Wales) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), Ηνωμένο Βασίλειο], κατόπιν αιτήσεώς του υποβληθείσας την ίδια ημέρα.
34 Με αίτηση που κατέθεσαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου την 1η Νοεμβρίου 2018, οι σύνδικοι διεκδίκησαν, υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας, τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ασφάλιση η οποία περιλαμβάνεται στο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Κατά τους συνδίκους, η ασφάλιση αυτή είχε, στις 19 Αυγούστου 2020, αξία 8 462 870,24 ευρώ, πράγμα το οποίο ο Μ αμφισβητεί.
35 Στο πλαίσιο της άμυνάς τους, οι M κ.λπ. υποστήριξαν ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα τα άρθρα 21, 45 και 49 ΣΛΕΕ, το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, επιβάλλουν τον αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ως δικαιωμάτων που απορρέουν από εγκεκριμένο συνταξιοδοτικό καθεστώς κατά την έννοια του άρθρου 11 του WRPA 1999. Επικουρικώς, ζητούν από το αιτούν δικαστήριο να διατάξει τον αποχωρισμό των εν λόγω δικαιωμάτων από την πτωχευτική περιουσία βάσει του άρθρου 12 του WRPA 1999.
36 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, όσον αφορά την εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικό πρόγραμμα δεν είχε καταχωριστεί στις φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου σύμφωνα με το άρθρο 153 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 και ότι, επομένως, το εν λόγω συνταξιοδοτικό πρόγραμμα δεν αποτελεί εγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σύστημα, κατά την έννοια της παραγράφου 2, στοιχείο a, του άρθρου 11 του WRPA 1999, τα σχετικά με το οποίο δικαιώματα αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία δυνάμει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 11.
37 Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι σκοπός των άρθρων 11 έως 16 του WRPA 1999 είναι να διασφαλίσουν ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα προορίζονται και το σχετικό φορολογικό πλεονέκτημα χορηγείται για την παροχή οικονομικής στήριξης στους ιδιώτες στο πλαίσιο της μελλοντικής συνταξιοδοτήσεώς τους και όχι για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των πιστωτών σε περίπτωση πτωχεύσεως των ιδιωτών πριν από τη συνταξιοδότησή τους και ότι, πλην της περιπτώσεως των λεγόμενων «υπέρμετρων» εισφορών, τα δικαιώματα αυτά αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία.
38 Η εφαρμογή του άρθρου 11 του WRPA 1999 περιορίζεται, γενικώς, στα φορολογικώς εγκεκριμένα προγράμματα, δεδομένου ότι ένα από τα χαρακτηριστικά των εν λόγω προγραμμάτων είναι ότι οι παροχές που μπορούν να καταβληθούν βάσει αυτών είναι περιορισμένες.
39 Αντιθέτως, οι παροχές που μπορούν να καταβληθούν στο πλαίσιο μη εγκεκριμένων προγραμμάτων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 12 του WRPA 1999, δεν είναι περιορισμένες, πράγμα το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, εξηγεί ενδεχομένως τον λόγο για τον οποίο τα εν λόγω προγράμματα αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία όχι στο σύνολό τους, αλλά μόνον κατά το μέτρο των ευλόγων αναγκών του πτωχεύσαντος και της οικογενείας του και με τη σύμφωνη γνώμη των συνδίκων πτωχεύσεως ή δικαστηρίου το οποίο έχει συναφώς διακριτική ευχέρεια.
40 Η καταχώριση, σύμφωνα με το άρθρο 153 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, αλλοδαπού συνταξιοδοτικού προγράμματος, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει ως συνέπεια τον αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το πρόγραμμα αυτό δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του WRPA 1999, είναι καταρχήν δυνατή. Συνεπάγεται φορολογικά πλεονεκτήματα, όπως η απαλλαγή από τον φόρο των εισφορών που καταβάλλονται στο πρόγραμμα, καθώς και του εισοδήματος και των υπεραξιών που προκύπτουν από αυτό, αλλά παρουσιάζει επίσης μειονεκτήματα, όπως, ειδικότερα, ο περιορισμός των παροχών που δύνανται να καταβληθούν από το πρόγραμμα χωρίς να προκύψει φορολογική υποχρέωση.
41 Κατά συνέπεια, η καταχώριση αυτή δεν αποτελεί απλή τυπική διατύπωση, αλλά ενέργεια η οποία έχει ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες.
42 Επιπλέον είναι σαφές ότι οι υπήκοοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πιθανότερο να έχουν αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο πλαίσιο συστημάτων που δεν έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 153 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 απ’ ό,τι οι υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου.
43 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι διαχειριστές ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος το οποίο έχει συσταθεί κατά τρόπον ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις εγκρίσεως που προβλέπει η ιρλανδική φορολογική νομοθεσία, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, ενδέχεται να μην επιθυμούν να πληροί το πρόγραμμα αυτό και τις προϋποθέσεις εγκρίσεως που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου.
44 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις της κανονιστικής αποφάσεως του 2006 που μνημονεύεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, ιδίως οσάκις πρόκειται για επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο ελέγχεται από οργανισμό εγκατεστημένο στη χώρα ή στο έδαφος στο οποίο έχει συσταθεί, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα», κατά την έννοια του άρθρου 150, παράγραφος 7, του δημοσιονομικού νόμου του 2004.
45 Εντούτοις, δεδομένου ότι οι διαχειριστές του εν λόγω συνταξιοδοτικού προγράμματος δεν προέβησαν στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το πρόγραμμα πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 5.1 του παραρτήματος 33 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη γνωστοποίηση του προγράμματος στις φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, την παροχή αποδείξεων ενώπιον των εν λόγω αρχών περί του ότι αποτελεί συνταξιοδοτικό πρόγραμμα και τη δέσμευση περί τηρήσεως ορισμένων απαιτήσεων ενημερώσεως των αρχών αυτών, το εν λόγω πρόγραμμα δεν δύναται να χαρακτηριστεί «επιλέξιμο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα», κατά την έννοια του άρθρου 308 του ITEPA, οπότε τα δικαιώματα που αντλούνται από το πρόγραμμα αυτό δεν αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του WEPA 1999.
46 Μολονότι, ασφαλώς, οι προϋποθέσεις αυτές δεν ήταν δύσκολο να τηρηθούν και δεν επέβαλαν, στην πράξη, τη συμμόρφωση με ιδιαιτέρως αυστηρές απαιτήσεις, εντούτοις θα είχε, κατά κανόνα, ελάχιστο ενδιαφέρον για τους διαχειριστές ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου αυτό να μπορεί να καταστεί «επιλέξιμο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα», κατά την έννοια του άρθρου 308 του ITEPA.
47 Τούτο θα συνέβαινε μόνο σε μία περίπτωση, η οποία όμως δεν είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία προβλέπεται ότι οι εισφορές στο σύστημα θα καταβάλλονται από ή για λογαριασμό δικαιούχων οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο.
48 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικό πρόγραμμα δύναται να χαρακτηριστεί ως «μη εγκεκριμένο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα», κατά την έννοια του άρθρου 12 του WRPA 1999, οι διατάξεις οι οποίες διέπουν τον αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία των δικαιωμάτων που απορρέουν από ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι λιγότερο ευνοϊκές για τον πτωχεύσαντα, καθόσον προβλέπουν ένα σύστημα το οποίο προστατεύει σε μικρότερο βαθμό τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του πτωχεύσαντος από εκείνο το οποίο προβλέπει το άρθρο 11 του WRPA 1999 όσον αφορά τα εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά προγράμματα.
49 Όσον αφορά, εν συνεχεία, την ανάλυση της επίμαχης στην κύρια δίκη περιπτώσεως υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι αν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου περί αποχωρισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από την πτωχευτική περιουσία δύνανται να έχουν οποιαδήποτε επίπτωση στο δικαίωμα εγκαταστάσεως ή αν εμπίπτουν με άλλον τρόπο στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.
50 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι M κ.λπ. υποστήριξαν, συναφώς, ότι δεν είναι αναγκαίο ούτε να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις του εθνικού δικαίου δύνανται να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως ούτε να συγκριθεί η κατάσταση του διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής και στο κράτος μέλος καταγωγής.
51 Αντιθέτως, είναι σημαντικό να γίνει σύγκριση ανάμεσα στην κατάσταση ενός διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής και στην κατάσταση των υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής. Ο αποκλεισμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από την πτωχευτική περιουσία ενός προσώπου που άσκησε το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία αποτελεί «κοινωνικό πλεονέκτημα» που εγγυάται το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38.
52 Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι σύνδικοι υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι οι επίμαχες διατάξεις του εθνικού δικαίου, ιδίως εκείνες του άρθρου 11 του WRPA 1999, δεν συνιστούν, έστω κι αν εξετασθούν αυτές καθεαυτές, εμπόδιο στο δικαίωμα εγκαταστάσεως του M. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές προφανώς δεν τον απέτρεψαν από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι οι διατάξεις αυτές είναι συνολικά λιγότερο ευνοϊκές από τις αντίστοιχες διατάξεις του ιρλανδικού δικαίου. Όσον αφορά το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38, πρέπει, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, να ληφθούν υπόψη οι διαφορές των εθνικών νομοθεσιών περί αφερεγγυότητας, εφόσον δεν έχουν εναρμονιστεί σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης.
53 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι κατέληξε στο προσωρινό συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις της πτωχεύσεως επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχει θεμελιώσει στο κράτος μέλος καταγωγής πρόσωπο το οποίο ασκεί το δικαίωμα εγκαταστάσεως ως αυτοαπασχολούμενος σε άλλο κράτος μέλος, πριν κηρυχθεί σε πτώχευση σε αυτό, παρουσιάζουν αρκούντως στενό σύνδεσμο με την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.
54 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι διατάξεις του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου περί αποχωρισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από την πτωχευτική περιουσία, βάσει των οποίων η πλήρης προστασία που προβλέπει το άρθρο 11 του WRPA 1999 μπορεί να παρέχεται μόνον σε όσους αντλούν δικαιώματα από εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα, καίτοι δεν συναρτώνται ρητώς με την ιθαγένεια, εντούτοις, ενδέχεται να επηρεάζουν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό υπηκόων κρατών μελών οι οποίοι ασκούν το δικαίωμά τους εγκαταστάσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου και, ως εκ τούτου, εισάγουν διακρίσεις κατά την απόλαυση κοινωνικού πλεονεκτήματος, οι οποίες απαγορεύονται από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ καθώς και από το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38.
55 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι μια τέτοια δυσμενής διάκριση, εφόσον διαπιστωθεί από το Δικαστήριο με την απάντησή του στα ερωτήματά του, δύναται να αρθεί μέσω σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του άρθρου 11 του WRPA 1999, ήτοι με την επέκταση της εφαρμογής της διατάξεως αυτής σε συνταξιοδοτικά προγράμματα τα οποία έχουν εγκριθεί ή καταχωρισθεί από τις φορολογικές αρχές άλλου κράτους μέλους, δεδομένου επίσης ότι η ερμηνεία αυτή θα ήταν σύμφωνη προς τον επιδιωκόμενο από τις οικείες διατάξεις σκοπό που συνίσταται στο να διασφαλιστεί ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα προστατεύονται πλήρως σε περίπτωση πτωχεύσεως μόνον οσάκις απορρέουν από συστήματα που έχουν εγκριθεί ή καταχωριστεί ή αναγνωριστεί από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο αυτά έχουν συσταθεί.
56 Υπό τις συνθήκες αυτές, το HighCourtofJustice (England&Wales), ChanceryDivision (businessandpropertycourts, insolvencyandcompanieslist) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (υποθέσεις εμπορικού και εμπραγμάτου δικαίου, αφερεγγυότητας και εταιριών), Ηνωμένο Βασίλειο] αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Στην περίπτωση που υπήκοος κράτους μέλους έχει ασκήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 21 και 49 ΣΛΕΕ καθώς και η [οδηγία 2004/38], μεταβαίνοντας ή εγκαθιστάμενος στο Ηνωμένο Βασίλειο, συνάδει προς τις ανωτέρω διατάξεις ο δυνάμει του άρθρου 11 [του WRPA 1999] αποχωρισμός από την πτωχευτική περιουσία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων [προερχόμενων] από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν κτηθεί και εγκριθεί φορολογικά σε άλλο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο της πτωχεύσεως το εν λόγω συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ήταν καταχωρισμένο σύμφωνα με το άρθρο 153 [του δημοσιονομικού νόμου του 2004] ή προβλεπόταν στο άρθρο 2 της [κανονιστικής αποφάσεως 2/2002] και, κατά συνέπεια, ήταν φορολογικά εγκεκριμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο;
2) Για την απάντηση στο […] ερώτημα [αυτό], είναι σκόπιμο ή αναγκαίο:
α) να διαπιστωθεί εάν το πρόσωπο αυτό μετακινήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με σκοπό, κατά κύριο λόγο, να κηρύξει πτώχευση στο Ηνωμένο Βασίλειο;
β) να ληφθεί υπόψη i) η προστασία την οποία μπορεί να έχει στη διάθεσή του ο πτωχεύσας σε σχέση με μη εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά προγράμματα δυνάμει του άρθρου 12 WRPA 1999 και ii) η δυνατότητα των συνδίκων της πτωχεύσεως να ανακτήσουν ποσά σε σχέση με εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα;
γ) να ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις στις οποίες υπόκεινται τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που είναι καταχωρισμένα και φορολογικά εγκεκριμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
57 Προκαταρκτικώς επισημαίνεται, πρώτον, ότι, όπως παρατηρεί και το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει αρμοδιότητα, δυνάμει του άρθρου 86, παράγραφος 2, της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: συμφωνία αποχωρήσεως), να αποφανθεί προδικαστικώς επί της υπό κρίση αιτήσεως, εφόσον αυτή υποβλήθηκε πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, ήτοι της περιόδου που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2020.
58 Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι ο M είναι πολίτης της Ένωσης λόγω της ιρλανδικής ιθαγενείας του, ο οποίος άσκησε, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμά του διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από τη λήξη της εν λόγω μεταβατικής περιόδου και ο οποίος εξακολουθεί να διαμένει σε αυτό μετά τη λήξη ως άνω περιόδου, δικαιούται να τύχει, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας αποχωρήσεως, της προστασίας την οποία παρέχει η συμφωνία αυτή.
59 Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχωρήσεως, ο Μ, ως μη μισθωτός εργαζόμενος, απολαμβάνει στο «κράτος υποδοχής», ήτοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στα άρθρα 51 και 52 ΣΛΕΕ και οι οποίοι δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα δικαιώματα, μεταξύ άλλων, που κατοχυρώνονται από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, στα οποία περιλαμβάνεται «το δικαίωμα των προσώπων να ασκούν και να αναλαμβάνουν δραστηριότητες ως μη μισθωτοί εργαζόμενοι».
60 Δεύτερον, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να δοθεί απάντηση στα ερωτήματά του υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 49 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, πρέπει να καθοριστεί ποιες από τις διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης.
61 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο θεσπίζει εν γένει το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Αν, επομένως, η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 21 ΣΛΕΕ (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Schwarz και Gootjes-Schwarz, C 76/05, EU:C:2007:492, σκέψη 34, καθώς και της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C 318/05, EU:C:2007:495, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
62 Εξάλλου, κατά πάγια επίσης νομολογία, η ελευθερία εγκαταστάσεως των υπηκόων κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων (αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Ritter-Coulais, C 152/03, EU:C:2006:123, σκέψη 19, καθώς και της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C 174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
63 Οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν, ιδίως, το δικαίωμα, το οποίο αντλούν απευθείας από τη Συνθήκη ΛΕΕ, να εγκαταλείπουν τη χώρα καταγωγής τους και να μεταβαίνουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προκειμένου να διαμείνουν σε αυτό και να ασκήσουν εκεί οικονομική δραστηριότητα (απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, GouvernementdelaCommunauté française και gouvernementwallon, C 212/06, EU:C:2008:178, σκέψη 44).
64 Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω αρχών, διαπιστώνεται ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει αναμφισβήτητα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.
65 Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι, πριν κηρυχθεί σε πτώχευση στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο M εγκατέλειψε την Ιρλανδία, όπου ασκούσε ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, κυρίως ή αποκλειστικώς, στην ιρλανδική αγορά, με σκοπό να εγκατασταθεί σε μόνιμη βάση στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να ασκήσει την ίδια δραστηριότητα στην αγορά του κράτους αυτού.
66 Εξάλλου, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά συνταξιοδοτικά δικαιώματα που ο Μ αντλεί από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, τα οποία προέρχονται από άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας στο κράτος μέλος καταγωγής του, πριν από την εγκατάστασή του στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C 174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 22).
67 Επομένως, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει σαφώς εφαρμογή σε πραγματικά περιστατικά όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, οπότε, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 21 ΣΛΕΕ.
68 Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, το οποίο απηχεί το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, καθόσον κατοχυρώνει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία έχει εφαρμογή σε κάθε πολίτη της Ένωσης που διαμένει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.
69 Πράγματι, δεδομένου ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 εφαρμόζεται, κατά το γράμμα του, μόνον «[μ]ε την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο», η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνον εάν δεν υφίσταται ειδικός κανόνας περί απαγορεύσεως των διακρίσεων προβλεπόμενος από τη Συνθήκη ΛΕΕ ο οποίος να έχει εφαρμογή στην οικεία περίπτωση (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, JobcenterKrefeld, C 181/19, EU:C:2020:794, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
70 Από τη νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας τίθεται σε εφαρμογή με ειδικό κανόνα, και συγκεκριμένα, στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, στον τομέα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και τον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με τα άρθρα 56 έως 62 ΣΛΕΕ (πρβλ αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C 51/08, EU:C:2011:336, σκέψη 80, και της 18ης Ιουνίου 2019, Αυστρία κατά Γερμανίας, C 591/17, EU:C:2019:504, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
71 Δεδομένου ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, την οποία θέτει σε εφαρμογή ο ειδικός κανόνας του άρθρου 49 ΣΛΕΕ στον τομέα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38.
72 Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.
73 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του δικαίου κράτους μέλους η οποία εξαρτά τον καταρχήν πλήρη και αυτοδίκαιο αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απορρέουν από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα από την προϋπόθεση το εν λόγω πρόγραμμα να ήταν, κατά τον χρόνο της πτωχεύσεως, φορολογικώς εγκεκριμένο στο εν λόγω κράτος μέλος, οσάκις η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται σε περίπτωση κατά την οποία πολίτης της Ένωσης, ο οποίος, πριν από την πτώχευσή του, είχε ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαθιστάμενος, σε μόνιμη βάση, στο εν λόγω κράτος μέλος με σκοπό την άσκηση σε αυτό ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, αντλεί συνταξιοδοτικά δικαιώματα από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο έχει συσταθεί και εγκριθεί φορολογικώς στο κράτος μέλος καταγωγής του.
Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελευθερία εγκαταστάσεως
74 Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά Ιρλανδό υπήκοο, τον M, σε βάρος του οποίου κινήθηκε διαδικασία πτωχεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 1346/2000, δεδομένου ότι αυτός είχε εγκατασταθεί και είχε μεταφέρει εκεί το κέντρο των κύριων συμφερόντων του κατόπιν μετεγκαταστάσεως των δραστηριοτήτων του στον τομέα των ακινήτων πριν κηρυχθεί σε πτώχευση.
75 Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον κανόνα περί εφαρμοστέου δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1346/2000, το άρθρο 11 του WRPA 1999 επιβάλλεται ως κανόνας του lexforiconcursus, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ότι η διάταξη αυτή εκφεύγει του ελέγχου όσον αφορά το κατά πόσον είναι σύμφωνη με τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ.
76 Πράγματι, μολονότι το ουσιαστικό δίκαιο περί αφερεγγυότητας παραμένει μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης, εντούτοις τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ.
77 Όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, οι κανόνες του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου περί αφερεγγυότητας, οι οποίοι διέπουν τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας, προβλέπουν ουσιαστικά δύο είδη προστασίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του πτωχεύσαντος.
78 Η πρώτη προστασία, η οποία αποκαλείται «χρυσή προστασία» από τους Μ κ.λπ. και η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 του WRPA 1999 για τα δικαιώματα που απορρέουν από «εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα», στα οποία περιλαμβάνονται τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 153 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 και τα «επιλέξιμα αλλοδαπά συνταξιοδοτικά προγράμματα» κατά την έννοια του άρθρου 308Α του ITEPA, αποτελεί προστασία πλήρη, στο μέτρο που, καταρχήν, όλα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία, και αυτοδίκαιη, στο μέτρο που ο πτωχεύσας έχει δικαίωμα στον αποχωρισμό αυτό, εφόσον το συγκεκριμένο πρόγραμμα πληροί τις προϋποθέσεις της φορολογικής νομοθεσίας, μολονότι, στο πλαίσιο της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 11 του WRPA 1999, αφενός, οι λεγόμενες «υπέρμετρες» εισφορές δύνανται να ανακτηθούν από τους συνδίκους προς όφελος της πτωχευτικής περιουσίας και, αφετέρου, οι πληρωμές τις οποίες μπορεί να πραγματοποιήσει ο διαχειριστής του προγράμματος χωρίς να προκύψει φορολογική υποχρέωση σε βάρος του είναι περιορισμένες.
79 Αντιθέτως, η δεύτερη προστασία, η οποία αποκαλείται «χάλκινη προστασία» από τους M κ.λπ. και η οποία προβλέπεται στο άρθρο 12 του WRPA 1999 για τα δικαιώματα που απορρέουν από «μη εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα», αποτελεί προστασία μερική, στο μέτρο που τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία μόνον κατά το μέτρο των μελλοντικών αναγκών του πτωχεύσαντος και της οικογενείας του, και παρεχόμενη κατά διακριτική ευχέρεια, στο μέτρο που το ευεργέτημα του αποχωρισμού πρέπει να ζητηθεί από τον πτωχεύσαντα και να χορηγηθεί είτε από τον σύνδικο της πτωχεύσεως είτε με απόφαση περί αποχωρισμού που εκδίδεται από δικαστήριο το οποίο έχει συναφώς διακριτική ευχέρεια.
80 Όσον αφορά το ζήτημα εάν, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, το άρθρο 11 του WRPA 1999, καθόσον δεν επιτρέπει τον αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τον οποίο προβλέπει η διάταξη αυτή, συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι το εν λόγω άρθρο διασφαλίζει το ευεργέτημα της εθνικής μεταχειρίσεως στους υπηκόους κράτους μέλους που επιθυμούν να ασκήσουν ανεξάρτητη δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος και απαγορεύει κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, η οποία εμποδίζει την πρόσβαση σε μια τέτοια δραστηριότητα ή την άσκησή της. Επομένως, απαγορεύεται οποιαδήποτε παρεμπόδιση της άσκησης ανεξάρτητης δραστηριότητας των υπηκόων των άλλων κρατών μελών που συνίσταται στη διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων των άλλων κρατών μελών σε σχέση με τους ημεδαπούς, η οποία προβλέπεται από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη κράτους μέλους ή απορρέει από την εφαρμογή τέτοιας διατάξεως ή διοικητικής πρακτικής (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 1999, Meeusen, C 337/97, EU:C:1999:284, σκέψη 27).
81 Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο διαλαμβανόμενος τόσο στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 κανόνας της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, μέσω εφαρμογής άλλων κριτηρίων διαφοροποιήσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Krah, C 703/17, EU:C:2019:850, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
82 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, ακόμη και αν μια διάταξη του εθνικού δικαίου εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, πρέπει να θεωρείται ότι εισάγει εμμέσως δυσμενή διάκριση εφόσον είναι ικανή, ως εκ της φύσεώς της, να θίξει περισσότερο τους εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους και, συνεπώς, ενέχει τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικότερα τους πρώτους, εκτός αν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Krah, C 703/17, EU:C:2019:850, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
83 Για να μπορεί ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως μέτρο το οποίο εισάγει εμμέσως διακρίσεις, δεν χρειάζεται το μέτρο αυτό να έχει ως αποτέλεσμα να ευνοεί το σύνολο των ημεδαπών ή να περιάγει σε δυσμενέστερη μοίρα αποκλειστικώς και μόνον τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών χωρίς να θίγει τους ημεδαπούς (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, ZentralbetriebsratdergemeinnützigenSalzburgerLandeskliniken, C 514/12, EU:C:2013:799, σκέψη 27).
84 Παρέλκει ομοίως, υπό το πρίσμα αυτό, η απόδειξη του ότι η επίμαχη διάταξη θίγει στην πράξη ένα πολύ σημαντικότερο ποσοστό διακινουμένων εργαζομένων. Αρκεί η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή είναι ικανή να παραγάγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Larcher, C 523/13, EU:C:2014:2458, σκέψη 33· πρβλ., επίσης, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ., C 830/18, EU:C:2020:275, σκέψεις 31 και 32).
85 Μολονότι οι αρχές που καθιερώνει η νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 80 έως 84 της παρούσας αποφάσεως, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο των επιχειρημάτων του M και η οποία θεωρείται, κατ’ ουσίαν, λυσιτελής από το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της προσωρινής εκτιμήσεώς του επί της υποθέσεως της κύριας δίκης, αναπτύχθηκαν ασφαλώς μετά την έκδοση, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως της 23ης Μαΐου 1996, O’Flynn (C 237/94, EU:C:1996:206, σκέψη 21), στο ειδικό πλαίσιο του κανόνα περί ίσης μεταχειρίσεως, ο οποίος διατυπώνεται τόσο στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011, εντούτοις, αυτές δεν ισχύουν μόνο για τους μισθωτούς διακινούμενους εργαζομένους, αλλά εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στο πλαίσιο του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, και στους μη μισθωτούς διακινούμενους εργαζομένους, όπως ο M (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C 174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 23).
86 Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποσκοπούν στο να διευκολυνθεί η άσκηση, από τους υπηκόους των κρατών μελών, πάσης φύσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο έδαφος της Ένωσης, και απαγορεύουν μέτρα τα οποία μπορούν να θέσουν σε δυσμενέστερη μοίρα τους υπηκόους αυτούς σε περίπτωση που επιθυμούν να ασκήσουν μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Ritter-Coulais, C 152/03, EU:C:2006:123, σκέψη 33, και της 1ης Απριλίου 2008, GouvernementdelaCommunauté française και gouvernementwallon, C 212/06, EU:C:2008:178, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
87 Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που διατυπώνονται στη νομολογία η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 80 έως 84 της παρούσας αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι, όπως, κατ’ ουσίαν, επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, μολονότι ο αποκλεισμός από το ευεργέτημα του άρθρου 11 του WRPA 1999 εφαρμόζεται αδιακρίτως στους διακινούμενους και στους ημεδαπούς εργαζομένους, εντούτοις, λόγω της ίδιας της φύσεως της ως άνω διατάξεως και, ιδίως, του γεγονότος ότι δεν επιτρέπει την υποβολή αιτήσεως για την έγκριση αλλοδαπού συνταξιοδοτικού προγράμματος μετά την πτώχευση, πράγμα το οποίο απόκειται στο δικαστήριο να εξακριβώσει, ενδέχεται να πλήξει, στην πράξη, σημαντικά υψηλότερο ποσοστό διακινούμενων εργαζομένων από ό,τι ημεδαπών εργαζομένων και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να θέσει τους πρώτους σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση, οπότε η εθνική αυτή διάταξη πρέπει να θεωρηθεί ως έμμεση διάκριση, εκτός αν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
88 Πράγματι, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, οι ημεδαποί μη μισθωτοί εργαζόμενοι θα απολαύουν, κατά κανόνα, της προστασίας του άρθρου 11 του WRPA 1999 όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους που απορρέουν από συνταξιοδοτικά προγράμματα τα οποία έχουν συσταθεί και στα οποία έχουν συμμετάσχει στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, λόγω των φορολογικών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από αυτά δυνάμει του φορολογικού δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου, τα προγράμματα αυτά θα καταχωριστούν σύμφωνα με το άρθρο 153 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 και, ως εκ τούτου, θα λάβουν φορολογική έγκριση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
89 Αντιθέτως, οι διακινούμενοι μη μισθωτοί εργαζόμενοι θα έχουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απορρέουν από συνταξιοδοτικά προγράμματα τα οποία έχουν συσταθεί και εγκριθεί φορολογικώς στο κράτος μέλος καταγωγής τους ή σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο άσκησαν οικονομική δραστηριότητα και τα οποία, κατά κανόνα, δεν θα εγκριθούν φορολογικώς στο Ηνωμένο Βασίλειο, οπότε λαμβανομένης υπόψη και της αδυναμίας υποβολής αιτήσεως περί εγκρίσεως μετά την πτώχευση για τα ίδια αυτά προγράμματα, πράγμα το οποίο απόκειται στο δικαστήριο να εξακριβώσει, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απορρέουν από αυτά θα απολαύουν μόνον της προστασίας του άρθρου 12 του WRPA 1999 για τα μη εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα, η οποία είναι σαφώς πιο περιορισμένη.
90 Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διαχειριστές τέτοιων αλλοδαπών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων δεν θα προβούν, κατά κανόνα, στις απαραίτητες ενέργειες, έστω και αν αυτές καθεαυτές δεν είναι δύσκολο να υλοποιηθούν, προκειμένου τα προγράμματα αυτά να λάβουν, επιπλέον, έγκριση στο Ηνωμένο Βασίλειο για την εξυπηρέτηση των ατομικών αναγκών ορισμένων δικαιούχων τους, διά της καταχωρίσεως του οικείου προγράμματος σύμφωνα με το άρθρο 153 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 ή της τηρήσεως των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται ώστε τα προγράμματα αυτά να αποτελούν «επιλέξιμα συνταξιοδοτικά προγράμματα», κατά την έννοια του άρθρου 308 Α του ITEPA.
91 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εντούτοις, ότι είναι καταρχήν δυνατή η καταχώριση, σύμφωνα με το άρθρο 153 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, αλλοδαπών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, πλην όμως συνιστά ενέργεια δυνάμενη να έχει σοβαρές συνέπειες, καθόσον συνεπάγεται ορισμένα μειονεκτήματα, τα οποία αφορούν, ειδικότερα, τον περιορισμό των πληρωμών που δύνανται να πραγματοποιηθούν από το πρόγραμμα χωρίς να προκύψει φορολογική υποχρέωση.
92 Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι, μολονότι, στην πράξη, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την έγκριση τέτοιων αλλοδαπών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων ως «επιλέξιμων συνταξιοδοτικών προγραμμάτων», κατά την έννοια του άρθρου 308 του ITEPA, δεν επιβάλλουν την τήρηση ιδιαίτερα αυστηρών απαιτήσεων, εντούτοις, κατά κανόνα, οι διαχειριστές των προγραμμάτων αυτών δεν έχουν συμφέρον να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα προγράμματα αυτά πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις, πλην της περιπτώσεως, η οποία δεν συντρέχει στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία οι εισφορές στο πρόγραμμα προορίζονται να καταβληθούν από ή για λογαριασμό δικαιούχων που έχουν μετακομίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
93 Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 11 του WRPA 1999, καθόσον εξαρτά το ευεργέτημα του καταρχήν πλήρους και αυτοδίκαιου αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από την απαίτηση προηγούμενης φορολογικής εγκρίσεως του συνταξιοδοτικού προγράμματος από το οποίο απορρέουν τα δικαιώματα αυτά, ακόμη και σε περίπτωση που, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρόκειται για ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που έχει ήδη συσταθεί και εγκριθεί στο κράτος μέλος καταγωγής του οικείου πολίτη της Ένωσης πριν από τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντίκειται στον κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 49 ΣΛΕΕ και, επομένως, συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως το οποίο απαγορεύεται από τη διάταξη αυτή, εκτός αν το εμπόδιο αυτό δικαιολογείται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης.
94 Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι σύνδικοι.
95 Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, στις σκέψεις 24 και 25 της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2000, Graf (C 190/98, EU:C:2000:49), κατά το οποίο δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση είναι ικανή να αποθαρρύνει έναν μη μισθωτό εργαζόμενο από την άσκηση της ελευθερίας του εγκαταστάσεως, κατά το μέτρο που, σε περίπτωση μεταγενέστερης πτωχεύσεως στο κράτος μέλος υποδοχής, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του ενδέχεται να μην προστατεύονται επαρκώς, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της ελευθερίας αυτής, η πτώχευση αποτελεί ένα μελλοντικό και υποθετικό γεγονός το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά λίαν αμφίβολη και έμμεση περίσταση κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας.
96 Πράγματι, η επαρκής προστασία, σε περίπτωση πτωχεύσεως, συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχει θεμελιώσει πολίτης της Ένωσης στο κράτος μέλος καταγωγής αποτελεί παράγοντα ο οποίος ενδέχεται να ληφθεί υπόψη από τον πολίτη αυτόν κατά την απόφασή του να μετακινηθεί σε άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να ασκήσει σε αυτό επαγγελματική δραστηριότητα σε μόνιμη βάση, ιδίως αν ο εν λόγω πολίτης έχει ήδη αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο κράτος μέλος καταγωγής του ή σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο άσκησε οικονομική δραστηριότητα.
97 Ως εκ τούτου, η πτώχευση του μη μισθωτού, οικονομικώς ενεργού, διακινούμενου εργαζομένου, μολονότι, κατά γενικό κανόνα, συνιστά μελλοντικό και υποθετικό γεγονός κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά λίαν αμφίβολη και έμμεση περίσταση, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το επίμαχο εθνικό μέτρο να είναι ικανό να παρακωλύσει την ελευθερία εγκαταστάσεως.
98 Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα ότι πρόσωπο το οποίο μεταβαίνει οικειοθελώς σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό να κηρυχθεί σε πτώχευση σε αυτό ή εν γνώσει της πιθανής πτωχεύσεώς του στο εν λόγω κράτος δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να αμφισβητήσει, βάσει θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ, το καθεστώς αφερεγγυότητας του εν λόγω κράτους μέλους που συνιστά το lexforiconcursus.
99 Πράγματι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο M., εγκαθιστάμενος στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε την πρόθεση να κηρυχθεί σε αυτό σε πτώχευση προκειμένου, ιδίως ή κυρίως, να μπορέσει να επωφεληθεί από ορισμένα πλεονεκτήματα τα οποία παρέχει το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου περί αφερεγγυότητας, όπως η σχετικά σύντομη περίοδος δώδεκα μηνών κατόπιν της οποίας ο πτωχεύσας απαλλάσσεται, καταρχήν, από την πτώχευση, ενώ η περίοδος αυτή ήταν, κατά τους συνδίκους, δώδεκα έτη στην Ιρλανδία, εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν προκύπτει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί «κατάχρηση δικαιωμάτων» ή «απάτη» εκ μέρους του Μ., κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 1999, Centros, C 212/97, EU:C:1999:126, σκέψη 24).
100 Δεν αμφισβητείται ότι ο M είχε πράγματι μεταφέρει, πριν από την πτώχευσή του, το κέντρο των κύριων συμφερόντων του από την Ιρλανδία στο Ηνωμένο Βασίλειο αναλαμβάνοντας, εξάλλου, όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής, περιλαμβανομένης της υπαγωγής του στη φορολογική νομοθεσία της χώρας αυτής, γεγονός το οποίο είχε, εξάλλου, ως συνέπεια τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου να έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος του σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 1346/2000, οπότε δεν μπορεί ομοίως να του προσαφθεί ότι επιδόθηκε σε «forumshopping».
101 Τρίτον, κατά τους συνδίκους, δεν ήταν δυνατό ο M., επικαλούμενος θεμελιώδη ελευθερία, να επιδοθεί σε «cherrypicking», το οποίο θα του παρείχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα καθεστώς αφερεγγυότητας «à lacarte», επιλέγοντας τα στοιχεία του καθεστώτος αφερεγγυότητας του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου τα οποία είναι ευνοϊκά γι’ αυτόν και απορρίπτοντας εκείνα τα οποία είναι λιγότερο ευνοϊκά, δεδομένου ότι μια τέτοια προσέγγιση θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1346/2000.
102 Συναφώς, πέραν των όσων αναφέρθηκαν στις σκέψεις 75 και 76 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 11 του WRPA 1999 εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύνολο κανόνων του Ηνωμένου Βασιλείου που αφορούν την αφερεγγυότητα, ορισμένοι από τους οποίους είναι ευνοϊκότεροι για τον πτωχεύσαντα απ’ ό,τι άλλοι, η διάταξη αυτή πρέπει, καθόσον προβλέπει ένα σύστημα προστασίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απορρέουν από εγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα το οποίο είναι σαφώς ευνοϊκότερο για τον πτωχεύσαντα από το καθεστώς του άρθρου 12 του WRPA 1999, να συνάδει, αυτή καθεαυτήν, με τις θεμελιώδεις ελευθερίες.
103 Τέταρτον και τελευταίον, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα ότι το άρθρο 11 του WRPA 1999 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 11 εφαρμόζεται μόνο μετά την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ήτοι κατά το χρονικό σημείο της πτωχεύσεως του διακινούμενου εργαζομένου. Επιπλέον, η πιθανότητα υπάρξεως εμποδίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο και μόνον ότι, προφανώς, το εν λόγω άρθρο 11 δεν είχε, στην πράξη, αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τον M., δεδομένου ότι αυτός εγκαταστάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο παρά την ύπαρξη του εν λόγω άρθρου.
104 Συναφώς, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι ένας διακινούμενος εργαζόμενος δεν έχει, μετά την πτώχευση, τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση, προκειμένου να επωφεληθεί, όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του που απορρέουν από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα εγκεκριμένο στο κράτος μέλος καταγωγής του ή σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο αυτός ήταν οικονομικώς ενεργός, από τον, κατά κανόνα, πλήρη και αυτοδίκαιο αποχωρισμό τους από την πτωχευτική περιουσία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του WRPA 1999, ενδέχεται, εκ πρώτης όψεως, να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση από τον εν λόγω διακινούμενο εργαζόμενο της ελευθερίας του εγκαταστάσεως διά της εγκαταστάσεως του σε μόνιμη βάση στο Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν, στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση, η ύπαρξη της εν λόγω ρυθμίσεως απέτρεψε πράγματι τον Μ από το να εγκατασταθεί ή μη στο Ηνωμένο Βασίλειο.
105 Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων συνιστούν θεμελιώδεις διατάξεις της Ένωσης και κάθε εμπόδιο στην ελευθερία αυτή, έστω και επουσιώδες, απαγορεύεται (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, ZentralbetriebsratdergemeinnützigenSalzburgerLandeskliniken, C 514/12, EU:C:2013:799, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού στην ελευθερία εγκαταστάσεως
106 Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 11 του WRPA 1999, καθόσον εξαρτά το ευεργέτημα του καταρχήν πλήρους και αυτοδίκαιου αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από την προϋπόθεση της προηγούμενης φορολογικής εγκρίσεως του συνταξιοδοτικού προγράμματος από το οποίο απορρέουν τα δικαιώματα αυτά, ακόμη και όταν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρόκειται για συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο έχει ήδη συσταθεί και εγκριθεί στο κράτος μέλος καταγωγής του οικείου πολίτη της Ένωσης, είναι αντίθετο προς τον κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως που θεσπίζει το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως το οποίο απαγορεύεται από την εν λόγω διάταξη, εκτός εάν το εμπόδιο αυτό δικαιολογείται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, πράγμα το οποίο πρέπει συνεπώς να εξεταστεί.
107 Συναφώς υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι περιορισμός θεμελιώδους ελευθερίας την οποία κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ μπορεί να γίνει δεκτός μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο ανταποκρίνεται σε επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ότι είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, FusslModestraßeMayr, C 555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
108 Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 11 του WRPA 1999 συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως λόγω του ότι εισάγει έμμεση διάκριση λόγω ιθαγένειας, ένας τέτοιος περιορισμός επιτρέπεται μόνον αν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένος και ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Krah, C 703/17, EU:C:2019:850, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
109 Εντούτοις, καθόσον ο έλεγχος του κατά πόσον ο επίμαχος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στον έλεγχο που αφορά την ενδεχόμενη δικαιολόγηση βάσει επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος, συνάγεται ότι οι δύο αυτοί έλεγχοι πρέπει να διεξαχθούν κατά τον ίδιο τρόπο (πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, FusslModestraßeMayr, C 555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 105).
Επί της υπάρξεως επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος ικανού να δικαιολογήσει τον περιορισμό στην ελευθερία εγκαταστάσεως
110 Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας και ότι από τις κατευθυντήριες γραμμές της υπηρεσίας αφερεγγυότητας προκύπτει ότι, κατά το εν λόγω δημόσιο όργανο του Ηνωμένου Βασιλείου, επιβάλλεται υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων που έχουν αναγνωρισθεί ή εγκριθεί στα κράτη μέλη, οπότε τα δικαιώματα που απορρέουν από τα προγράμματα αυτά πρέπει να μπορούν να αποχωριστούν από την πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με το άρθρο 11 του WRPA 1999, γεγονός το οποίο αφήνει να εννοηθεί, όπως υποστηρίζει ο Μ., ότι, κατά την εκτίμηση της εν λόγω υπηρεσίας, η επίμαχη άνιση μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.
111 Επιπλέον, μολονότι το αιτούν δικαστήριο, στην απόφαση περί παραπομπής, δεν αναλύει ειδικώς την ενδεχόμενη δικαιολόγηση του επίμαχου περιορισμού βάσει επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος, εντούτοις επισημαίνει, όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 11 του WRPA 1999, ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα προορίζονται και το σχετικό φορολογικό πλεονέκτημα χορηγείται με σκοπό την παροχή οικονομικής στήριξης στους ιδιώτες στο πλαίσιο της μελλοντικής συνταξιοδοτήσεώς τους και όχι για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των πιστωτών σε περίπτωση πτωχεύσεως των ιδιωτών πριν από τη συνταξιοδότησή τους και ότι, πλην της περιπτώσεως των λεγόμενων «υπέρμετρων» εισφορών, τα δικαιώματα αυτά αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία.
112 Λαμβανομένου υπόψη του ως άνω σκοπού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δύναται να ληφθεί υπόψη ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος ο σκοπός κοινωνικής πολιτικής που συνδέεται με τη διασφάλιση, για τον πτωχεύσαντα, ενός ορισμένου επιπέδου συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να έχει επαρκές εισόδημα και να αποτραπεί με τον τρόπο αυτό η επιβάρυνση του Δημοσίου.
113 Μολονότι, υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, ένας τέτοιος επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος μπορεί να γίνει δεκτός, εντούτοις φαίνεται αναγκαίο να διευκρινιστεί υπό το πρίσμα του ειδικού σκοπού του άρθρου 11 του WRPA 1999, υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της επαρκούς προστασίας των συμφερόντων του πτωχεύσαντος και της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των πιστωτών του για την ανάκτηση, τουλάχιστον εν μέρει, της απαιτήσεώς τους από την πτωχευτική περιουσία.
Επί της αναλογικότητας του περιορισμού στην ελευθερία εγκαταστάσεως
114 Μολονότι ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 11 του WRPA 1999 και ο οποίος συνίσταται στην ισόρροπη προστασία των αντικρουόμενων, κατ’ ανάγκην, συμφερόντων του πτωχεύσαντος και των πιστωτών του όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του πτωχεύσαντος δύναται να αποτελέσει επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 107 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως που συνεπάγεται η εν λόγω εθνική διάταξη να μπορεί να δικαιολογηθεί, πρέπει επιπλέον ο περιορισμός αυτός να είναι ικανός να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο.
115 Τίθεται, ειδικότερα, το ζήτημα αν ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως που συνεπάγεται το άρθρο 11 του WRPA 1999 είναι πρόσφορος για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού τον οποίο ο περιορισμός αυτός επιδιώκει και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο, καθόσον η διάταξη αυτή περιορίζει το ευεργέτημα του καταρχήν πλήρους και αυτοδίκαιου αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία μόνο στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απορρέουν από συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία έχουν λάβει φορολογική έγκριση στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποκλειομένων, μεταξύ άλλων, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απορρέουν από συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία έχουν λάβει φορολογική έγκριση όχι στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά σε κράτος μέλος της Ένωσης, όπως το κράτος μέλος καταγωγής του διακινούμενου εργαζομένου του οποίου τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αμφισβητούνται, και τα οποία υπόκεινται σε μερικό και κατά διακριτική ευχέρεια αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με το άρθρο 12 του WRPA 1999.
116 Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν, προκειμένου περί συνταξιοδοτικών συστημάτων που έχουν ήδη λάβει φορολογική έγκριση σε κράτος μέλος της Ένωσης και όχι στο Ηνωμένο Βασίλειο, η απαίτηση περί πρόσθετης και προηγούμενης της πτωχεύσεως εγκρίσεως των συνταξιοδοτικών αυτών συστημάτων από τις φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, ως προϋπόθεση η οποία πρέπει να πληρούται προκειμένου τα συγκεκριμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα να μπορούν να αποχωρισθούν από την πτωχευτική περιουσία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του WRPA 1999, είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο από την ανωτέρω διάταξη σκοπό.
117 Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, αν η εν λόγω απαίτηση αποσκοπούσε στο να περιορίσει τον αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απορρέουν από ρυθμιζόμενα και εποπτευόμενα συνταξιοδοτικά συστήματα, θα έβαινε, ενδεχομένως, πέραν του αναγκαίου μέτρου, δεδομένου ότι θα είχε ως συνέπεια να αποκλείονται από το ευεργέτημα του αποχωρισμού τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απορρέουν από συνταξιοδοτικά προγράμματα τα οποία έχουν λάβει φορολογική έγκριση σε κράτος μέλος και όχι στο Ηνωμένο Βασίλειο στο μέτρο που τα προγράμματα αυτά ομοίως ρυθμίζονται και εποπτεύονται, καίτοι, ενδεχομένως, με διαφορετικό τρόπο.
118 Εξάλλου, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν υφίσταται σχέση μεταξύ των φορολογικών κανόνων που αφορούν τη ρύθμιση και την εποπτεία των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων και του σκοπού της επίμαχης εθνικής διατάξεως, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση, στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του πτωχεύσαντος που συνδέονται με τον αποχωρισμό των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων από την πτωχευτική περιουσία και των συμφερόντων των πιστωτών που συνδέονται με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενσωμάτωση των δικαιωμάτων αυτών στην πτωχευτική περιουσία.
119 Πράγματι, η απαίτηση περί φορολογικής εγκρίσεως ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος, ως προϋπόθεση για την παροχή ορισμένων φορολογικών πλεονεκτημάτων που σχετίζονται με τις εισφορές στο εν λόγω πρόγραμμα και με τις παροχές που χορηγούνται βάσει αυτού, είναι άσχετη με την επιβολή της ίδιας αυτής απαιτήσεως εκτός οποιουδήποτε φορολογικού πλαισίου, ως προϋποθέσεως για τον καταρχήν πλήρη και αυτοδίκαιο αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του WRPA 1999, ιδίως εάν, όπως συμβαίνει στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση, ο πτωχεύσας δεν διεκδικεί κανένα από τα φορολογικά αυτά πλεονεκτήματα.
120 Με άλλα λόγια, ενώ στο πλαίσιο της φορολογίας η απαίτηση περί εγκρίσεως συνταξιοδοτικού συστήματος ενδέχεται να δικαιολογείται, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο περιορισμός και ο έλεγχος των σχετικών φορολογικών πλεονεκτημάτων, η προσέγγιση αυτή ενδέχεται να μην ισχύει όταν η εν λόγω απαίτηση επιβάλλεται στο συγκεκριμένο πλαίσιο της αφερεγγυότητας, ιδίως υπό το πρίσμα των κανόνων που καθορίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας.
121 Επιπλέον, αν ο σκοπός της εν λόγω απαιτήσεως περί φορολογικής εγκρίσεως ήταν να διασφαλιστεί ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα από το οποίο απορρέουν τα δικαιώματα του πτωχεύσαντος είναι ένα σύστημα που αποτελεί αντικείμενο ορισμένης δημοσιότητας, ούτως ώστε οι πιστωτές του πτωχεύσαντος να μην αποστερούνται καταχρηστικώς τα δικαιώματα αυτά, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η εν λόγω διάταξη θα έβαινε πέραν του αναγκαίου μέτρου σε περίπτωση που επιβεβαιωνόταν ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου περί αφερεγγυότητας προβλέπει ότι, κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο πτωχεύσας υποχρεούται να δηλώσει στους συνδίκους όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία ενδεχομένως αντλεί από αλλοδαπό συνταξιοδοτικό σύστημα.
122 Εξάλλου, αν, όπως υποστηρίζουν οι σύνδικοι, η επιβολή της απαιτήσεως περί προηγούμενης της πτωχεύσεως εγκρίσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο ενός αλλοδαπού συνταξιοδοτικού προγράμματος το οποίο έχει ήδη εγκριθεί σε ένα κράτος μέλος είχε ως σκοπό να παράσχει στις φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου τη δυνατότητα να εξακριβώσουν αν το επίμαχο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι αλλοδαπό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο έχει πράγματι εγκριθεί, η απαίτηση αυτή θα έβαινε, ενδεχομένως, πέραν του αναγκαίου μέτρου. Πράγματι, αν, όπως συμβαίνει στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση, οι φορολογικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο καταρτίσθηκε το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα επιβεβαιώνουν εγγράφως και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι το πρόγραμμα αυτό εγκρίθηκε σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, η επιβολή ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η έγκριση αυτή έλαβε πράγματι χώρα θα ήταν περιττή και δυσανάλογη, δεδομένου ότι οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών δεσμεύονται από ένα καθήκον αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
123 Τέλος, ο περιορισμός τον οποίο συνεπάγεται το άρθρο 11 του WRPA 1999 είναι επίσης δυσανάλογος αν, πράγμα το οποίο απόκειται ομοίως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η προϋπόθεση περί φορολογικής εγκρίσεως πρέπει οπωσδήποτε να πληρούται το αργότερο κατά το χρονικό σημείο κηρύξεως της πτωχεύσεως, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό το ενδεχόμενο ο πτωχεύσας να ζητήσει την έγκριση του επίμαχου αλλοδαπού συνταξιοδοτικού προγράμματος μετά την ημερομηνία αυτή, προκειμένου να μπορέσει να επωφεληθεί από τον προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το εν λόγω πρόγραμμα.
124 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του δικαίου κράτους μέλους η οποία εξαρτά τον καταρχήν πλήρη και αυτοδίκαιο αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απορρέουν από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα από την προϋπόθεση το εν λόγω πρόγραμμα να είχε λάβει, κατά το χρονικό σημείο της πτωχεύσεως, φορολογική έγκριση στο εν λόγω κράτος μέλος, οσάκις η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται σε περίπτωση κατά την οποία πολίτης της Ένωσης, ο οποίος, πριν από την πτώχευσή του, είχε ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας διά της εγκαταστάσεώς του, σε μόνιμη βάση, στο εν λόγω κράτος μέλος με σκοπό την άσκηση σε αυτό ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, αντλεί συνταξιοδοτικά δικαιώματα από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο έχει συσταθεί και εγκριθεί φορολογικώς στο κράτος μέλος καταγωγής του, εκτός εάν ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως που συνεπάγεται η εθνική αυτή διάταξη δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο. (..)
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του δικαίου κράτους μέλους η οποία εξαρτά τον καταρχήν πλήρη και αυτοδίκαιο αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απορρέουν από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα από την προϋπόθεση το εν λόγω πρόγραμμα να είχε λάβει, κατά το χρονικό σημείο της πτωχεύσεως, φορολογική έγκριση στο εν λόγω κράτος μέλος, οσάκις η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται σε περίπτωση κατά την οποία πολίτης της Ένωσης, ο οποίος, πριν από την πτώχευσή του, είχε ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας διά της εγκαταστάσεώς του, σε μόνιμη βάση, στο εν λόγω κράτος μέλος με σκοπό την άσκηση σε αυτό ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, αντλεί συνταξιοδοτικά δικαιώματα από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο έχει συσταθεί και εγκριθεί φορολογικώς στο κράτος μέλος καταγωγής του, εκτός εάν ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως που συνεπάγεται η εθνική αυτή διάταξη δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.