Περίληψη: Πιλοτική δίκη – Εικοσαετής παραγραφή αξιώσεων καταβολής εισφορών των ασφαλιστικών φορέων, που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ - Η διάταξη της παρ. 1 άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος και της ασφάλειας δικαίου – Αντίθετη μειοψηφία – Κενό δικαίου – Δεκαετής παραγραφή των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών – Αντίθετες μειοψηφίες.
(...) 2. Η κρινόμενη προσφυγή, η οποία κατατέθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Χαλκίδας, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213) κατόπιν της από 17.9.2020 πράξεως της οικείας Επιτροπής του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτό το από 26.8.2020 αίτημα της προσφεύγουσας εταιρείας για την εκδίκαση της υπόθεσης σε πιλοτική δίκη. Σύμφωνα με την ως άνω πράξη, στην υπό κρίση προσφυγή τίθεται το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, το οποίο έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, της συνταγματικότητας της θεσπισθείσας με την παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) παραγραφής. Ειδικότερα, με τη διάταξη αυτή της παρ. 1 του άρθρου 95 θεσπίστηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι εντάσσονται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος μετονομάσθηκε ήδη, από 1.3.2020, σε e-Ε.Φ.Κ.Α., άρθρο 51Α ν. 4387/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 1 ν. 4670/2020, Α’ 43), η διάρκεια της οποίας ορίστηκε σε είκοσι έτη. Η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου δυνάμει της από 19.10.2020 πράξεως της Προέδρου του λόγω σπουδαιότητος του τιθέμενου σ’ αυτήν ζητήματος, έχουν δε διενεργηθεί οι κατά νόμο δημοσιεύσεις (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, όπως ισχύει), καθώς και οι νόμιμες κοινοποιήσεις. (...)
7. Σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά στη σκέψη 5, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, με την οποία θεσπίσθηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων για καταβολή εισφορών των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, με την οποία ορίζεται η διάρκειά της σε είκοσι έτη, αντίκειται στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη (πρβ. Σ.τ.Ε. 732/2019 επταμ. σκ. 11, Σ.τ.Ε. 1611/2020 επταμ. σκ. 6, (...) Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή, που θεσπίσθηκε, μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο οι υπαγόμενοι στις ρυθμίσεις του νέου ασφαλιστικού νόμου είχαν ήδη υποστεί διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας (π.χ. περικοπές αποδοχών, αύξηση φορολογικών συντελεστών, επιβολή νέων φόρων και εκτάκτων εισφορών, μείωση αφορολογήτου ορίου στο φόρο εισοδήματος, κ.λπ.), ισχύει αναδρομικώς, δηλαδή και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διατάξεως, υπάγονταν στην προβλεπόμενη εδώ και δεκαετίες για το μεγαλύτερο, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., ασφαλιστικό φορέα, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., δεκαετή παραγραφή, όπως είναι και οι εν προκειμένω ένδικες, και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί. Δεν δικαιολογείται δε τόσο μακρός χρόνος παραγραφής ούτε η αναδρομική εφαρμογή της νέας ρύθμισης από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες κατά την οργάνωση του νέου ασφαλιστικού φορέα και την ένταξη σε αυτόν όλων των μέχρι τότε φορέων κοινωνικής ασφάλισης και όλων των εργαζομένων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα (μισθωτών του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, αυτοαπασχολουμένων, ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών), ούτε από την έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α. ενδεχόμενη αδράνεια των διαφόρων φορέων κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφειλόταν η αδράνεια αυτή, καθώς και αν προβλήματα οργανωτικά και λειτουργικά των εν λόγω φορέων, τα οποία δεν είχαν επιλυθεί επί δεκαετίες, θα αποτελούσαν επαρκή λόγο για την πρόβλεψη τόσο μακρού χρόνου παραγραφής (πρβ. Σ.τ.Ε. 2934-5/2017 επταμ. σκ. 12, Σ.τ.Ε. 172-3/2018 επταμ. σκ. 10 και 12, Δ.Ε.Ε. αποφάσεις της 2.2.2011 για τις υποθέσεις C-201/2010 και C-2002, Ze Fu Fleischhandel και Vion Trading κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, σκ. 43). Περαιτέρω, η ίδια η πρόβλεψη σχετικά σύντομης προθεσμίας για την οικεία παραγραφή δεν επιφέρει για τους ασφαλισμένους δυσμενείς συνέπειες κατά τη συνταξιοδότησή τους και, μάλιστα, σε περίπτωση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης που ανάγεται σε παρελθόντα χρόνο. Τούτο δε διότι το ζήτημα του καθορισμού εύλογης (σχετικά σύντομης) διάρκειας προθεσμίας παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών —που, άλλωστε, απαντάται στην πλειονότητα των σύγχρονων ευρωπαϊκών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης— ουδόλως συνάπτεται με το διάφορο ζήτημα, εν όψει και της διακριτής λειτουργίας τους, που δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω, της τυχόν πρόβλεψης σε διαφορετικά νομοθετήματα προϋποθέσεων, χρονικών ή άλλων, συναπτόμενων με την καταβολή εισφορών, για την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης με σκοπό τη συνταξιοδότηση. Ειδικότερα, με μόνη εξαίρεση τη ρύθμιση για το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. [βλ. άρθρο 26 παρ. 8α εδ. β’ α.ν. 1846/1951, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2972/2001, στο οποίο ορίζεται ότι «Ο ασφαλισμένος που αποχωρεί ή απολύεται από την εργασία του υποχρεούται μέσα σε ένα δωδεκάμηνο από την αποχώρησή του ή την απόλυσή του να δηλώνει γραπτά στο Ι.Κ.Α. τις ημέρες εργασίας που πραγματοποίησε και για τις οποίες δεν ασφαλίστηκε. Σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζονται ημέρες εργασίας που πραγματοποιήθηκαν από ασφαλισμένο σε περίοδο για την οποία, κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης για αναγνώριση, είχε παραγραφεί το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. να βεβαιώσει και να καταλογίσει ασφαλιστικές εισφορές»] -με την οποία, πάντως, ο χρόνος της παραγραφής συνδέεται μεν στο νόμο με την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, υπό την έννοια ότι ο ασφαλισμένος οφείλει να υποβάλει το αίτημα αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης πριν τη παραγραφή της αξιώσεως του ασφαλιστικού φορέα, άλλως δεν αναγνωρίζονται οι ημέρες εργασίας, ο νομοθέτης, όμως, έθεσε τον ανωτέρω χρονικό περιορισμό για την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, έχοντας υπ’ όψιν την ισχύουσα δεκαετή διάρκεια παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων- στις λοιπές επιμέρους ρυθμίσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, η αναγνώριση χρόνου ασφάλισης δεν εξαρτάται από τη μη παραγραφή της αξίωσης για την καταβολή των αντίστοιχων εισφορών, ούτε απαγορεύεται η εξόφληση παραγεγραμμένων σχετικών αξιώσεων, στις περιπτώσεις όπου η καταβολή των εισφορών τίθεται ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης [βλ. λ.χ. για τον Ο.Α.Ε.Ε., όπου με ρητή διάταξη επιτρέπεται η καταβολή παραγεγραμμένων εισφορών με σκοπό την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, άρθρο 17 εδ. γ΄ και δ΄ π.δ. 258/2005, Α΄ 316, ομοίως, ρητώς για το Τ.Σ.Α.Υ. άρθρο 3 εδ. τελευτ. ν. 982/1979, Α΄ 239, βλ. για το Τ.Ε.Α.Η.Ε. άρθρο 9 παρ. 2 και 10 του Καταστατικού του, 22792/ 1711/6.10.1945 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Β΄ 163, στο οποίο προβλέπεται μετά την παραγραφή δυνατότητα αναγνώρισης χρόνου με εξαγορά. Βλ., επίσης, τις διατάξεις για το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., άρθρο 20 ν. 915/1979, Α΄ 103, και για το Ταμείο Νομικών, άρθρο 24 ν.δ. 4114/1960, Α΄ 164, όπως ισχύει, με τις οποίες ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με την εξόφληση των οφειλών προς τον ασφαλιστικό φορέα ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης, χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να συνδέεται το ζήτημα αυτό με θέματα παραγραφής]. Επιπροσθέτως, και η ρύθμιση του άρθρου 34, όπως ισχύει, του ανωτέρω ν. 4387/2016 για τον Ε.Φ.Κ.Α., η οποία κατά την αιτιολογική έκθεση απαριθμεί τις διάφορες περιπτώσεις χρόνου ασφάλισης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο πραγματικός χρόνος ασφάλισης, σχετικά με τον οποίο ορίζεται ότι είναι ο χρόνος για τον οποίον έχουν καταβληθεί εισφορές ή προκειμένου περί μισθωτών, επιπροσθέτως και εκείνος για τον οποίον οφείλονται εισφορές, συνδέει μεν την αναγνώριση χρόνου με την καταβολή εισφορών, στην ειδικότερη δε περίπτωση της μισθωτής εργασίας, αρκείται στην οφειλή εισφορών, χωρίς, όμως, να την εξαρτά, δεδομένου ότι εκφεύγει από το αντικείμενο της ρύθμισης, από τη μη παραγραφή των σχετικών αξιώσεων του φορέα. Σε κάθε δε περίπτωση, τα τυχόν ανακύπτοντα ζητήματα από την εφαρμογή των οικείων διατάξεων εν σχέσει προς τις προϋποθέσεις αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης τελούν υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και ερμηνεύονται υπό το φως των γενικών αρχών του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων η αρχή της στενής ερμηνείας των διατάξεων που, με σκοπό την προστασία των ασφαλιστικών φορέων από την καταδολίευσή τους με την αναγνώριση ημερών εργασίας που ανάγονται σε παρωχημένο χρόνο, με συνέπεια να παρίσταται εξαιρετικά δυσχερής η εξακρίβωση της πραγματοποίησής τους, θέτουν χρονικούς περιορισμούς στο σχετικό δικαίωμα αναγνώρισης (Σ.τ.Ε. 2689/1991, 2904/2013, 2952/2020 κ.ά.), καθώς και η αρχή ότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι του ασφαλιστικού φορέα και, ειδικότερα, η μη καταβολή των οφειλόμενων εισφορών εκ μέρους του δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να αποβεί εις βάρος του ασφαλισμένου (Σ.τ.Ε. 90/1963, 1839/1970, 3386/1971, 1428/1979, πρβ. και 844/1961 επταμ.).
Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Σ. Χρυσικοπούλου και Γ. Τσιμέκας και οι Σύμβουλοι Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Π. Τσούκας και Β. Ανδρουλάκης, οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Με εξαίρεση το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για το οποίο ίσχυε η δεκαετής παραγραφή [βλ. άρθρο 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2972/2001 (Α΄ 291)], η εικοσαετής παραγραφή των αξιώσεων όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από μη καταβληθείσες εισφορές ήταν ο κανόνας στο ασφαλιστικό σύστημα ήδη πριν από τη θέσπιση της επίμαχης διάταξης του άρθρου 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016, με την οποία καθιερώθηκε και πάλι η συνήθης εικοσαετής παραγραφή των απαιτήσεων του νέου Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ν.π.δ.δ.) από μη καταβληθείσες εισφορές. Η εικοσαετής παραγραφή ίσχυε είτε δυνάμει ειδικής διατάξεως περιεχόμενης στα καταστατικά των ασφαλιστικών ταμείων [βλ. σχετικώς άρθρα 17 π.δ. 258/2005 (Α΄ 316) για τον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών και 88 παρ. 7 του π.δ. 913/1978 (Α΄ 220), όπως ισχύει, για το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο. Βλ. επίσης τη γενική ρύθμιση του άρθρου 137 παρ. Α1 εδάφιο τρίτο περίπτ. α του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) σχετικά με την τότε μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος] είτε, ελλείψει ειδικής διατάξεως περί παραγραφής, δυνάμει του προβλέποντος την εικοσαετή παραγραφή άρθρου 249 του Α.Κ., στην οποία έχει παγίως κριθεί ότι υπόκεινται οι ανωτέρω αξιώσεις (βλ. σχετικώς Σ.τ.Ε. 2485, 2488/2020 επτ. για τον Ενιαίο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως, 4729/2014 για το Ταμείο Συμβολαιογράφων, 1973/2011 και 1765/2009 για το Ταμείο Νομικών, 4143/1986 επτ. για το Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως και Προνοίας Προσωπικού Εμπορικών και Βιομηχανικών, Επαγγελματικών και Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων του Κράτους· σημειωτέον ότι, ελλείψει ειδικής διατάξεως, στην εικοσαετή γενική παραγραφή του άρθρου 249 Α.Κ. υπέκειντο και οι αξιώσεις του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης). Η ρύθμιση λοιπόν του άρθρου 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016, επαναλαμβάνοντας κατά βάση τον προϊσχύοντα γενικό κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής, είναι απόλυτα σαφής και προβλέψιμη και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ασφάλειας του δικαίου. Όσον αφορά δε την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ εύλογη διάρκεια της παραγραφής, η εικοσαετία δικαιολογείται λόγω των οργανωτικών και λοιπών λειτουργικών προβλημάτων που έχουν ανακύψει από την για πρώτη φορά ουσιαστική ενοποίηση των εντασσόμενων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, που υιοθέτησε ο 4387/2016 (άρθρο 53) κατά ριζική τροποποίηση του μέχρι τότε ισχύοντος κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, το οποίο προέβλεπε την ύπαρξη περισσότερων φορέων (βλ. την εισηγητική έκθεση επί του ανωτέρω άρθρου 95). Εξ άλλου, η ασφαλιστική εισφορά που οφείλεται ενδιαφέρει το σύνολο των ασφαλισμένων, αφού αποτελεί πόρο του ταμείου από τον οποίο αντλείται η δυνατότητα καταβολής σύνταξης σε όλους τους ασφαλισμένους (βλ. Σ.τ.Ε. 1973/2011, με την οποία κρίθηκε ότι η διαφοροποίηση του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος φορέα κοινωνικής ασφάλισης να καταλογίζει οφειλόμενες εισφορές σε σχέση με τον χρόνο παραγραφής των αξιώσεων των ιδιωτών κατά του φορέα δεν αντίκειται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας). Πράγματι, λόγω της διασυνδέσεως των ασφαλιστικών εισφορών με το εργασιακό καθεστώς των ωφελούμενων από αυτές (μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων, ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών), οι μικρότερες προθεσμίες παραγραφής των αξιώσεων των φορέων από ασφαλιστικές εισφορές εκθέτουν τους ασφαλισμένους στον κίνδυνο μη αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, δεδομένου ότι, κατά τα προβλεπόμενα στην ασφαλιστική νομοθεσία, χωρίς καταβολή ασφαλιστικών εισφορών δεν αναγνωρίζεται ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης τον οποίο αφορούν οι εισφορές αυτές, στους δε μισθωτούς δεν αναγνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής ασφάλισης ο χρόνος εργασίας, ως προς τον οποίο έχει παραγραφεί το δικαίωμα προς καταλογισμό ασφαλιστικών εισφορών [βλ. σχετικώς τις ρυθμίσεις των άρθρων 34 παρ. 1 περίπτ. α΄ του ν. 4387/2016 για τον Ε.Φ.Κ.Α., 26 παρ. 8α του αν.ν. 1846/1951, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2972/2001, για το ΙΚΑ και ΣτΕ 3542/2014· βλ. επίσης άρθρα 24 του ν.δ. 4114/1960 (Α΄ 164), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 423/1993 (Α΄ 180), για το Ταμείο Νομικών, 3 του ν. 982/1979 (Α΄ 239) για το Ταμείο Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών, βλ. και άρθρα 15 και 22 του ν. 3518/2006 (Α΄ 272) για το Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων]. Τούτο έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη συνταξιοδότηση, σε πολλές δε περιπτώσεις συνεπάγεται την απώλεια συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την παράταση του εργασιακού βίου· για το λόγο αυτό άλλωστε είχε υιοθετηθεί υπό το προγενέστερο νομοθετικό και νομολογιακό καθεστώς η μακρότερη εικοσαετής παραγραφή. Περαιτέρω, όπως είναι κοινώς γνωστό, στο πλαίσιο των διαδοχικών λειτουργικών και διοικητικών αναδιαρθρώσεων (συγχωνεύσεων, εντάξεων) και τελικώς της ενοποίησης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης [βλ. ιδίως νόμους 2676/1999 (Α΄ 1), 3029/2002 (Α΄ 160), 3518/2006 (Α΄ 272 και διόρθ. σφαλμ. Α΄ 2/2007), 3655/2008, 3863/2010 (Α΄ 115)] έως και τη σύσταση του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. με το ν. 4387/2016, στους εκάστοτε δημιουργούμενους κατά κλάδο ασφάλισης νέους φορείς των ασφαλιστικών οργανισμών εντάσσονταν οι επιμέρους κλάδοι κύριας ασφάλισης, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας των εκάστοτε καταργούμενων φορέων, χωρίς όμως να συνοδεύονται πάντα από μητρώα εργοδοτών - ασφαλισμένων ή να έχουν Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα, αφού η υποδομή αυτή, μη δυνάμενη να διασπαστεί, παρέμενε στη διαχείριση ενός από τους κλάδους του καταργηθέντος φορέα και κατ’ επέκταση και στη διαχείριση του νεοσύστατου φορέα, στον οποίο εντασσόταν ο κλάδος αυτός (βλ. Σ.τ.Ε. 542/2014 σχετικά με το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων). Με τα δεδομένα αυτά, έχουν ανακύψει οργανωτικά και λειτουργικά προβλήματα και δυσκολίες στη δυνατότητα εντοπισμού των υποχρέων, οι οποίοι δεν κατέβαλλαν τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές εκμεταλλευόμενοι την αδράνεια των οργάνων του εντασσόμενου φορέα, η οποία μπορεί να οφειλόταν και στις πρακτικές δυσκολίες που είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν, εξακολουθούν όμως να υπάρχουν και κατά την ενοποίηση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με το ν. 4387/2016. Επομένως, η υιοθέτηση υπέρ του νέου ενιαίου φορέα κοινωνικής ασφάλισης του ήδη ισχύοντος στο ασφαλιστικό δίκαιο γενικού κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, αντί της εξαιρέσεως της δεκαετούς παραγραφής που προβλεπόταν για τις αξιώσεις του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ή της βραχυπρόθεσμης πενταετούς παραγραφής που επικαλείται ως «εύλογη» η ενάγουσα, εικοσαετούς παραγραφής η οποία ανταποκρίνεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, στις υφιστάμενες ειδικές συνθήκες και καταστάσεις (βλ. αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 95 του ν. 4387/2016), δεν παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου ούτε θίγει το συμφέρον των οφειλετών για την προβλεψιμότητα των υποχρεώσεών τους, αλλά δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής (πρβ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 10.11.2020, Vegotex International S.A. κατά Βελγίου αρ. προσφ. 49812/09) και στην πάταξη της ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας, στην προστασία των δικαιωμάτων όλων των ασφαλισμένων με την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του χρόνου πραγματικής ασφάλισής τους και στη διασφάλιση της επάρκειας των παροχών κύριας ασφάλισης (και ήδη επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας) και της βιωσιμότητας του Ε.Φ.Κ.Α. (ήδη e-ΕΦΚΑ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η εικοσαετής γενική παραγραφή που θεσπίζεται με την επίμαχη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016 δεν αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας ούτε σε άλλη συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και αρχή.
8. Κατόπιν της ως άνω κρίσεως περί της αντισυνταγματικότητος του γενικού κανόνα παραγραφής, που θεσπίστηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, καταλείπεται κενό στη ρύθμιση, δεδομένου ότι δεν υφίσταται προϋφιστάμενο δίκαιο, που να ρυθμίζει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα, εν όψει και της σαφούς βουλήσεως του νομοθέτη να θεσπίσει κοινή ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του συνόλου των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, βούληση η οποία ως προς το ζήτημα της θέσπισης κοινού κανόνα παραγραφής δεν έρχεται σε αντίθεση με καμία διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος. Το κενό αυτό δεν είναι ανεκτό από το Σύνταγμα, εφόσον, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 4, από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου απαιτείται η πρόβλεψη προθεσμίας παραγραφής. Πρέπει δε να πληρωθεί με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών όλων των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ο οποίος κρίνεται ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων και αποτελούσε, όπως προεκτέθηκε, το προϊσχύσαν δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρο 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001· κατά τα προεκτεθέντα δε η δεκαετής παραγραφή είχε θεσπισθεί το πρώτον με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν.δ. 2698/1953), του μεγαλύτερου, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών της χώρας, όπως είναι και οι επίμαχες αξιώσεις. Η πλήρωση δε του νομοθετικού κενού με τον εν λόγω γενικό κανόνα της δεκαετούς παραγραφής τελεί σε αρμονία προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, που αξιώνει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και προς την αρχή της οικονομίας της δίκης, την οποία θάλπει ο θεσμός της πιλοτικής δίκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που εισήχθη κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 και αποβλέπει στην κατά το δυνατόν ταχύτερη επίλυση νομικών ζητημάτων, που ενδιαφέρουν ευρύ κύκλο προσώπων. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή γινόταν δεκτό με την παρούσα απόφαση ότι η εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής περιορίζεται μόνον στις αξιώσεις καταβολής εισφορών υποχρέων προερχόμενων από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., όπως είναι οι επίδικες στην παρούσα υπόθεση αξιώσεις, θα ανέκυπτε, ως άμεση συνέπεια της παρούσας αποφάσεως, ασάφεια περί του εφαρμοστέου δικαίου ως προς το χρόνο της παραγραφής για τις αξιώσεις των λοιπών, πλην του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., φορέων κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., καθ’ όσον η θέσπιση εικοσαετούς παραγραφής για τις αξιώσεις ασφαλιστικών φορέων κρίθηκε γενικώς ότι αντίκειται στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (ανωτέρω σκέψη 7), όπως εκτέθηκε δε στη σκέψη 6, σε κάποιους εκ των εντασσόμενων φορέων ίσχυε, πριν την επίμαχη τροποποίηση, επίσης, εικοσαετής παραγραφή, ενώ σε άλλους φορείς δεν υπήρχε σχετική νομοθετική πρόβλεψη και η νομολογία προσέφευγε στην εφαρμογή της εικοσαετούς παραγραφής του άρθρου 249 Α.Κ. Η ασάφεια δε και η αβεβαιότητα ως προς το χρόνο της παραγραφής θα δημιουργούσε προσκόμματα στον ομαλό προγραμματισμό των εργασιών ελέγχου των Υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίες δεν θα ήταν σε θέση να αποφασίσουν, ποιους ελέγχους θα έπρεπε να προτάξουν, και ανασφάλεια σε όλους γενικώς τους υπαγομένους στον Ε.Φ.Κ.Α. Εξάλλου, υπό την ως άνω ερμηνευτική εκδοχή, θα απαιτείτο η επίλυση του ζητήματος του εφαρμοστέου χρόνου παραγραφής χωριστά για ένα έκαστο των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλιστικών φορέων με αλλεπάλληλες δίκες και, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι, επί τη βάσει της παρούσας πιλοτικής δίκης, έχει ήδη ανασταλεί, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 εδ. δ΄ ν. 3900/2010, η εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, της συνταγματικότητας της γενικής εικοσαετούς παραγραφής της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, ανεξαρτήτως του ασφαλιστικού φορέα από τον οποίο προερχόταν ο εκάστοτε υπόχρεως.
9. Ως προς το ανωτέρω ζήτημα του χρόνου παραγραφής που ισχύει ως προς τις απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές των φορέων κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α. με τον ν. 4387/2016 διατυπώθηκαν οι εξής μειοψηφούσες γνώμες: Α) Κατά τη γνώμη της Αντιπροέδρου Ε. Νίκα, κατόπιν της κρίσεως περί αντισυνταγματικότητας της εικοσαετούς παραγραφής, εφαρμοστέα τυγχάνει ειδικώς για τους υπόχρεους ασφαλιστικών εισφορών, που υπάγονταν στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, η προϊσχύσασα για το συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα δεκαετής παραγραφή, παρέλκει δε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης η κρίση περί του εύλογου χρόνου παραγραφής των αξιώσεων, που αφορούν τους υπόχρεους οι οποίοι προέρχονται από τους λοιπούς εντασσόμενους φορείς. Β) Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη των Αντιπροέδρων Σ. Χρυσικοπούλου και Γ. Τσιμέκα και των Συμβούλων Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Π. Τσούκα και Β. Ανδρουλάκη, δεν υφίσταται εν προκειμένω νομοθετικό κενό καθόσον, μετά την ανωτέρω κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016 για την εικοσαετή παραγραφή των αξιώσεων του ΕΦΚΑ από εισφορές, εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά αξιώσεις του ενταχθέντος στον ΕΦΚΑ (και ήδη e-ΕΦΚΑ) ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, είναι η προϊσχύουσα ειδική για τον εν λόγω ενταχθέντα ασφαλιστικό φορέα διάταξη του άρθρου 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951 (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2972/2001), με την οποία οριζόταν δεκαετής παραγραφή των αξιώσεών του από εισφορές. Η εφαρμογή δε της ως άνω ειδικής και εξαιρετικού δικαίου διάταξης, που ίσχυε έως την ψήφιση της ανωτέρω κριθείσας ως αντισυνταγματικής γενικής ρύθμισης του άρθρου 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016, δεν αποτελεί θέσπιση νέου γενικού κανόνα δικαίου εκ μέρους του Δικαστηρίου, αλλά άσκηση έργου ανατεθειμένου κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος στα δικαστήρια και συνισταμένου στη μη εφαρμογή κανόνος δικαίου που αντίκειται στο Σύνταγμα και στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς με την εφαρμογή, εάν υπάρχει, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση, προγενέστερου νόμου ρυθμίζοντος το ίδιο ζήτημα (βλ. ΣτΕ 874/1992 Ολομ., 2153/1993 Ολομ., 2056/2000, 1536/2002, βλ. και 44/2017 απόφαση Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και 10/2014 πρακτικό Συμβουλίου Συμμόρφωσης ΣτΕ άρθρου 2 ν. 3062/2002). Περαιτέρω, όμως, κατά την τελευταία αυτή γνώμη που μειοψήφησε, μετά την κρίση του Δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016, στο νομοθέτη εναπόκειται να επανέλθει επί του επίμαχου ζητήματος της παραγραφής των αξιώσεων των ενταχθέντων στον ΕΦΚΑ (και ήδη e-ΕΦΚΑ) φορέων κοινωνικής ασφάλισης από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές και να θεσπίσει νέα προθεσμία παραγραφής συνάδουσα με την αρχή της αναλογικότητας, αφού συνεκτιμήσει, κατά την κυριαρχική του κρίση στο πλαίσιο της άσκησης της κοινωνικοασφαλιστικής πολιτικής του Κράτους υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες, την επίπτωση της διάρκειας της προθεσμίας αυτής στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ΕΦΚΑ και στην επάρκεια των χορηγούμενων από αυτόν ασφαλιστικών παροχών, ενόψει της εγγυητικής υποχρεώσεως του Κράτους για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών (βλ. άρθρο 1 του ν. 4387/2016 και ήδη άρθρο 20 του ν. 4670/2020). Γ) Κατά τη γνώμη της Συμβούλου Κ. Κονιδιτσιώτου, προθεσμία παραγραφής δέκα ετών για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί μακρό χρόνο παραγραφής, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνεκτιμητέων κριτηρίων που παρατίθενται στη σκέψη 6, και δεν συνάδει με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Κατά την ίδια δε γνώμη, που μειοψήφησε, το κενό στη ρύθμιση πρέπει να πληρωθεί με την εφαρμογή ως εύλογου, κατά τον κανόνα, χρόνου παραγραφής των αξιώσεων καταβολής εισφορών των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλιστικών φορέων, της πενταετίας, σε περιπτώσεις δε σοβαρών παραβάσεων, μπορεί να προβλέπεται από το νόμο μακρότερη παραγραφή. Άλλωστε, κατά την ίδια γνώμη, πενταετής ήταν και η προθεσμία παραγραφής, που είχε προβλεφθεί αρχικώς από το νομοθέτη κατά την ίδρυση του Ι.Κ.Α., του κύριου φορέα ασφάλισης μισθωτών της χώρας [βλ. την αρχικώς θεσπισθείσα ρύθμιση του άρθρου 27 παρ. 7 α.ν. 1846/1951, βλ. και τη ρύθμιση της παρ. 6 εδ. β΄ του άρθρου 27 α.ν. 1846/51, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 ν. 2972/2001, Α΄ 291, με την οποία παρασχέθηκε εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας για έκδοση απόφασης περί καθορισμού πενταετούς παραγραφής των σχετικών αξιώσεων του Ι.Κ.Α., καθώς, επίσης, και τη ρύθμιση περί πενταετούς παραγραφής που προβλέπεται στον επικουρικό φορέα Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ηλεκτροτεχνιτών Ελλάδος, άρθρο 10 παρ. 3 απόφασης 22792/1711/1945 Υπουργού Εργασίας, Β΄ 163. Βλ., εξάλλου, και στο πεδίο του φορολογικού δικαίου, όπου ισχύει η πενταετία ως εύλογος, κατά τον κανόνα, χρόνος παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου για την επιβολή φόρων (Σ.τ.Ε. 1611/2020 επταμ. σκ. 6). Για τη σύγχρονη διεθνή τάση σύντομων παραγραφών και στις περιπτώσεις των αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών βλ., ενδεικτικώς, τα ισχύοντα στη Γαλλία, όπου η παραγραφή των σχετικών αξιώσεων ορίζεται τριετής, κατά τον κανόνα, με αφετηρία για μεν τους εργοδότες το τέλος του έτους στο οποίο γεννάται η αξίωση, για δε τους ανεξάρτητους επαγγελματίες την 30ή Ιουνίου του επόμενου έτους. Επί δε αδήλωτης εργασίας, η παραγραφή προβλέπεται πενταετής, με όμοια χρονική αφετηρία, άρθρα L244-3 και L244-11 Code de la sécurité sociale]. (..)
13. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και να ακυρωθεί η από 10.6.2019 απόφαση της Τ.Δ.Ε. (που αφορά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2006 έως και τον Ιανουάριο του έτους 2009), κατά το μέρος της που απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας για τις εισφορές που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα, το οποίο εκτείνεται πέραν της δεκαετίας, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2006 έως και το Δεκέμβριο του έτους 2008, να γίνει δεκτή η ένσταση της προσφεύγουσας κατά το μέρος αυτό, να μεταρρυθμισθεί η από 9.4.2019 Π.Ε.Ε., όπως είχε διορθωθεί με την Μ55/7.5.2019 πράξη, και να μειωθεί το ποσό των εισφορών που επιβλήθηκαν με την πράξη αυτή στην προσφεύγουσα, από 9.629,70 ευρώ σε 241,43 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στις οφειλόμενες για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 ασφαλιστικές εισφορές. Κατά τα λοιπά η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, διότι η αξίωση για την καταβολή των επιβληθεισών εις βάρος της προσφεύγουσας ασφαλιστικών εισφορών για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2009 έως και το Δεκέμβριο του έτους 2013 δεν είχαν υποπέσει στη δεκαετή παραγραφή, όταν εκδόθηκαν οι επίμαχες πράξεις επιβολής εισφορών, παραγραφή, άλλωστε, γνωστή στην προσφεύγουσα, εφόσον ήταν αυτή που, κατά τα προεκτεθέντα, ίσχυε για τις αξιώσεις του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και υπό το προγενέστερο του ν. 4387/2016 νομοθετικό καθεστώς και, μάλιστα, για μεγάλο χρονικό διάστημα.