III. Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) 192/2022 «Μοριοδότηση ειδικής εμπειρίας άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018».

Περίληψη:

Με την διάταξη του αρ. 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018, προβλέφθηκε αυξημένη μοριοδότηση εργασιακής εμπειρίας, που αποκτήθηκε από όσους υπηρέτησαν ως επικουρικό προσωπικό κατ’ άρθρο 10 του ν. 3329/2005, έναντι της γενικώς μοριοδοτούμενης εμπειρίας. Η ως άνω αυξημένη μοριοδότηση κρίθηκε, ότι είναι αντίθετη προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας».

 (..) 7. Επειδή, στο άρθρο 103 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό· οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο. 2. Κανένας δεν μπορεί να διορισθεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου. [...]». Περαιτέρω, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84) συμπληρώθηκε το άρθρο 103 του Συντάγματος με τις παραγράφους 7 και 8, που έχουν το εξής περιεχόμενο: «7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις, το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής. 8. Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». (..)
12. Επειδή, οι αρχές της ισότητας και της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αποτελούν συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την Διοίκηση όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις. Η παραβίαση των συνταγματικών αυτών αρχών ελέγχεται δικαστικώς, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της σχετικής ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1252-3/2003, 2396/2004, 986-988/2014, 711/2017, 1757-8/2019, ΣτΕ 2462/2010 7μ. ΣτΕ 2756/2011, 1205/2015, 901-2/2020 κ.ά.). Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους. Δεν αποκλείεται όμως από το Σύνταγμα η πρόβλεψη ενός ποσοστού αυξημένης μοριοδότησης προϋπηρεσίας των υποψηφίων, όπως η αποκτηθείσα εμπειρία σε δημόσιους φορείς παροχής υγείας, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και από λόγους δημοσίου συμφέροντος και η εν λόγω μοριοδότηση δεν προσδιορίζεται σε τέτοιο ύψος ώστε να οδηγεί σε αποκλεισμό των λοιπών υποψηφίων.
13. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, οι προαναφερθείσες διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ της προσβαλλόμενης προκήρυξης, οι οποίες έχουν τεθεί κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018, με τις οποίες προβλέπεται ειδική (αυξημένη) μοριοδότηση της εργασιακής εμπειρίας των υποψηφίων που έχουν υπηρετήσει ως επικουρικό προσωπικό του άρθρου 10 του ν. 3329/2005 σε φορείς του Υπουργείου Υγείας, η οποία υπολογίζεται σε 1212 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο 84 μηνών [(20Χ48)+(7Χ36)=1212], εισάγουν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ αυτής της κατηγορίας υποψηφίων που δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή. Τούτο δε, διότι η προβλεπόμενη ως άνω ειδική μοριοδότηση προσδιορίζεται σε τέτοιο ύψος, ώστε να οδηγεί σε αποκλεισμό των λοιπών υποψηφίων, όπως οι αιτούντες, οι οποίοι δεν έχουν υπηρετήσει ως επικουρικό προσωπικό, αλλά διαθέτουν αντίστοιχη εργασιακή εμπειρία μοριοδοτούμενη κατά τις γενικές διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 2 περ. Β΄ του ν. 2190/1994, ήτοι με 588 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο (7x84=588). Η διαφορετική δε αυτή μεταχείριση των υποψηφίων στο συγκεκριμένο κριτήριο της εμπειρίας, επί τη βάσει και μόνον του νομοθετικού καθεστώτος δυνάμει του οποίου η εμπειρία αυτή έχει κτηθεί, προσκρούει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και δη της ισότητας πρόσβασης σε δημόσιες θέσεις και της αξιοκρατίας, διότι με την ανωτέρω διάταξη εισάγεται χαριστικό μέτρο υπέρ μιας κατηγορίας υποψηφίων, μη συνδεόμενο προς αξιολογικά κριτήρια, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή με βάση κριτήρια γενικά και αντικειμενικά. Τούτο δε ισχύει πολλώ μάλλον εν προκειμένω, καθόσον με την επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018, με την οποία προστέθηκαν εδάφια στην παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3551/2018, που ρυθμίζει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων νοσηλευτικού και λοιπού, πλην ιατρών, προσωπικού σε εποπτευόμενους από το Υπουργείο Υγείας Φορείς Παροχής Υπηρεσιών Υγείας, προσδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην εργασιακή εμπειρία όσων έχουν υπηρετήσει στους ανωτέρω φορείς ως επικουρικό προσωπικό και μάλιστα, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3329/2005, σε θέσεις οι οποίες δεν αφορούν αμιγώς κλάδους σχετικούς με την παροχή υπηρεσιών υγείας (…) αλλά αφορούν όλους τους κλάδους προσωπικού στους ανωτέρω φορείς (βλ. τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3329/2005 με την προσθήκη των κλάδων Πληροφορικής, Λογιστικής, Διοικητικού, Μηχανικών, Διοικητικών Γραμματέων κ.ά.), χωρίς, όμως, από τις οικείες διατάξεις να προκύπτει διαφοροποίηση μεταξύ των καθηκόντων που ασκούν όσοι έχουν υπηρετήσει στις εν λόγω θέσεις ως επικουρικό προσωπικό και των καθηκόντων όσων έχουν υπηρετήσει σε αντίστοιχες με τις προκηρυχθείσες θέσεις στον ιδιωτικό ή ακόμη και τον δημόσιο τομέα, όχι όμως υπό την ιδιότητα του επικουρικού προσωπικού. Εξάλλου, ούτε από την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018 προκύπτει ο δικαιολογητικός λόγος της αυξημένης μοριοδότησης της εμπειρίας όσων υπηρέτησαν με συμβάσεις επικουρικού προσωπικού σε Φορείς Παροχής Υπηρεσιών Υγείας έναντι των λοιπών υποψηφίων που άσκησαν όμοια καθήκοντα σε αντίστοιχες θέσεις άλλων φορέων του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα δεν δύναται δε να θεωρηθεί ως τέτοιος λόγος η αόριστη αναφορά στην εξοικείωση των προσώπων αυτών «με το αντικείμενο και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις, αναφορικά με τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας», πρωτίστως διότι δεν προσδιορίζεται, ενόψει των μη διαφοροποιημένων καθηκόντων μεταξύ των δύο κατηγοριών υποψηφίων, σε τι συνίστανται το αντικείμενο και οι εν λόγω ιδιαίτερες απαιτήσεις που θα μπορούσαν να καταστήσουν δικαιολογημένη τη διαφοροποίηση μεταξύ των υποψηφίων με την "ειδική εμπειρία" του επικουρικού προσωπικού και των υποψηφίων με γενική εργασιακή εμπειρία σε αντίστοιχες με τις προκηρυχθείσες θέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα. Επομένως, ενόψει των προαναφερθέντων, η αυξημένη μοριοδότηση της κατά τα ανωτέρω "ειδικής εμπειρίας" έναντι της κατά τις γενικές διατάξεις κτηθείσας εμπειρίας χωρίς να προκύπτει λόγος δημοσίου συμφέροντος προς τούτο, κατά τρόπο, μάλιστα, που να επιτρέπει τη συγκέντρωση περισσότερων μορίων από υποψηφίους που έχουν συμπληρώσει "ειδική εμπειρία" τριάντα (30) μηνών, έναντι υποψηφίων με τη μέγιστη δυνατή προϋπηρεσία των ογδόντα τεσσάρων (84) μηνών βάσει των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 2194/1994, δεν εξυπηρετεί τη στελέχωση του δημοσίου τομέα με πρόσωπα που θα αξιολογηθούν με βάση την προσωπική τους αξία και δημιουργεί συνθήκες μη δικαιολογημένης ανισότητας μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υποψηφίων για την κατάληψη των προκηρυχθεισών θέσεων. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 4551/2018, όπως ισχύει μετά την προσθήκη εδαφίων με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 4571/2018, κατά το μέρος που προβλέπουν αυξημένη μοριοδότηση της "ειδικής εμπειρίας" που έχει κτηθεί κατ’ άρθρο 10 του ν. 3329/2005 σε σχέση με τη γενικώς μοριοδοτούμενη αντίστοιχη εμπειρία του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 2194/1994, εισάγουσες αδικαιολόγητο προνόμιο για την κατάληψη θέσεων δημοσίων υπαλλήλων, αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες.