IV. Αρείου Πάγου 705/2021 - Τμ. Β2 «Συμφωνία περί αμοιβής με παραπομπή σε μη εφαρμοστέα ΣΣΕ»

Περίληψη:Κήρυξη ΣΣΕ και ΔΑ υποχρεωτικών - Αναστολή μέχρι 20-8-2018- Ελευθερία των συμβάσεων (361 ΑΚ) – Μισθός ατομικής συμβάσεως καθοριζόμενος κατά παραπομπή σε ΣΣΕ ή ΔΑ μη δεσμευτική για τα μέρη – Συμβατική ισχύ των κανονιστικών ρυθμίσεων της ΣΣΕ ή ΔΑ – Επιτρεπτή συμφωνία περί μειώσεως του καταβαλλομένου μισθού, εφόσον δεν είναι κατώτερος από τα κατώτατα όριατης εφαρμοζομένης ΣΣΕ ή ΔΑ.

 

(...) Από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.2 του Ν. 1876/90 η οποία ορίζει ότι “οι υπόλοιπες (πλήν των εθνικών γενικών) συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους...”, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 56 του Ν. 4635/2019), η οποία όριζε ότι “με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος” προκύπτει, ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας (και η εξομοιούμενη με αυτήν διαιτητική απόφαση) ισχύει μόνον έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, που την είχαν συνάψει, τα οποία και δεσμεύει (ΑΠ 1581/2018, ΑΠ 1300/2018, ΑΠ 874/2018). Η δυνατότητα δε που παρεχόταν με την τελευταία ως άνω διάταξη στον Υπουργό Εργασίας να επεκτείνει την ισχύ της συλλογικής σύμβασης εργασίας, με την έκδοση κανονιστικής διοικητικής πράξης για την κήρυξη αυτής ως γενικά υποχρεωτικής, και πέρα από τα πρόσωπα που ήδη δεσμεύονταν κατά το άρθρο 8 παρ.2 του νόμου αυτού από τη συλλογική ρύθμιση (πάντως μέσα στα όρια της τοπικής της ισχύος), στους εργοδότες και εργαζόμενους του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, εφόσον δηλαδή αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της (ΑΠ 1581/2018, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 1409/2014) και με χρόνο έναρξης της επέκτασης αυτής την ημερομηνία έκδοσης της υπουργικής απόφασης κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού (ΑΠ 1581/2018, ΑΠ 1452/2017) είχε ανασταλεί, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με την αναστολή της εφαρμογής των παρ.2 και 3 του άρθρου 11 του Ν.1876/90 αρχικά κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής με το άρθρο 37 παρ. 7 του Ν.4024/2011 και στη συνέχεια μέχρι το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής με το άρθρο 16 παρ.2 του Ν.4472/2017 και ακολούθως με το άρθρο πέμπτο παρ.2 του Ν.4475/2017, περίοδος η οποία έληξε στις 20 Αυγούστου 2018.

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει, ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση της ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ’ ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για την κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο και να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (Ολ.ΑΠ 1/2007). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι με την ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι δυνατόν εγκύρως να συμφωνηθεί μισθός με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες άλλως δεν θα ήταν δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη, υπό την έννοια ότι στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος θα αμείβεται με τον ανωτέρω μισθό που καθορίζεται από τις ως άνω συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1522/2018,ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 692/2014). Για το κύρος δε της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 567/2004). Σε μία τέτοια περίπτωση, οι κανονιστικές ρυθμίσεις της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή της διαιτητικής απόφασης, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση εργασίας, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική ισχύ (ΑΠ 194/2020, ΑΠ 1522/2018, ΑΠ 773/2017). Περαιτέρω από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, 3 παρ.2 του Ν.2112/20, 5 παρ.1 του Ν.3198/55 και 1 της 95/49 Διεθνούς Σύμβασης “Περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το Ν.3248/55, με τις οποίες καθορίζεται η έννοια του μισθού, σαφώς προκύπτει, ότι είναι καθ’ όλα επιτρεπτή νέα συμφωνία μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη, τροποποιητική της αρχικής, που προβλέπει μείωση του καταβαλλομένου μισθού, υπό τον όρο ότι η συμφωνία αυτή δεν θα προσκρούει σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και ειδικότερα δεν θα προβλέπει την καταβολή μισθού κατώτερου εκείνου που καθορίζεται από ενεργό και σε ισχύ συλλογική ρύθμιση (συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση). Διαφορετικά, η τροποποιητική αυτή ατομική συμφωνία είναι άκυρη (αρθ.174, 180 ΑΚ) κατά το μέρος που προβλέπει αποδοχές μικρότερες των κατωτάτων ορίων της συλλογικής αυτής ρύθμισης, καθότι οι κανονιστικοί όροι της τελευταίας ως προς το ύψος των αποδοχών περιέχουν τα κατώτατα όρια υποχρεωτικής προστασίας του εργαζομένου, με συνέπεια να απαγορεύεται η επί το δυσμενέστερο ρύθμιση του ύψους του συμφωνημένου μισθού με την ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 194/2020). (...)

Η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες κατά την κρίση της, ότι οι αποδοχές της ενάγουσας είχαν συμφωνηθεί με την ατομική σύμβαση εργασίας της, δια παραπομπής στις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας “Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας”, η υποχρέωση εφαρμογής των οποίων, στη συγκεκριμένη υπόθεση, προέκυπτε από ειδικότερο, έγκυρο όρο, της ατομικής σύμβασης εργασίας, χωρίς προς τούτο να απαιτείται να διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ιδιότητα των διαδίκων ως μελών των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων που συμβλήθηκαν στις επικαλούμενες και εφαρμοστέες ΕΚΣΣΕ, καθώς και ότι η επικαλούμενη από την εναγομένη νέα συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, τροποποιητική της αρχικής, που προέβλεπε μείωση του καταβαλλομένου μισθού της ενάγουσας είναι μη νόμιμη και άκυρη (αρθ. 174 και 180 ΑΚ), καθώς οι αποδοχές της ενάγουσας υπολείπονταν των ελάχιστων νόμιμων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από την από 4-3-2011 εφαρμοστέα ΕΚΣΣΕ “Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της Χώρας”. (..) Περαιτέρω το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, ενώ δέχθηκε ότι οι νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας, με προϋπηρεσία 8-10 ετών και με δικαιούμενο επίδομα γάμου 10%, ανέρχονταν στο ποσό των 1078 ΕΥΡΩ, σύμφωνα με την εφαρμοστέα από 26-7-2012 ΕΚΣΣΕ, η οποία έληξε στις 31-7-2013 και ότι μετά την λήξη και της μετενέργειας αυτής δεν υπογράφηκε νέα ΣΣΕ, που να αφορά τους πωλητές εμπορικών καταστημάτων, και ότι μέχρι τον Ιούλιο 2012 ισχύει η προγενέστερη ΣΣΕ, ήτοι η από 4-3-2011 ΕΚΣΣΕ, βάσει της οποίες οι νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας ανέρχονταν σε 1.150 ΕΥΡΩ, στη συνέχεια όμως για τον καθορισμό των νόμιμων αποδοχών της ενάγουσας εφάρμοσε μόνο την από 26-7-2012 ΕΚΣΣΕ, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος από τον Φεβρουάριο 2012 έως και τον Ιούλιο 2012, κατά το οποίο ήταν εφαρμοστέα στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις η από 4-3-2011 ΕΚΣΣΕ με συνέπεια τον εσφαλμένο υπολογισμό του νόμιμου μισθού της ενάγουσας και των καθοριζομένων με βάση το μισθό αυτόν αξιώσεων αυτής για διαφορές μεταξύ καταβλητέων και καταβαλλομένων αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και επιδόματος αδείας. Έτσι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ως εκ τούτου είναι βάσιμος ο από το άρθρο 559 αρ.19 λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο επισημαίνεται η πλημμέλεια αυτή.