III. Αρείου Πάγου 1041/2020 - Τμ. Β2 «Η μετενέργεια μετά από την ΠΥΣ 6/12 και οι επιχειρησιακές ΣΣΕ»

Περίληψη: Εκ του νόμου λήξη ΣΣΕ, που βρίσκονταν σε ισχύ επί 24 μήνες ή περισσότερο την 14-2-2013- ΠΥΣ 6/2012– Μετενέργεια– Οφείλονται ο βασικός μισθός και επιδόματα ωριμάνσεως, τέκνων, πτυχίου και επικινδύνου εργασίας – Μονομερής περικοπή αποδοχών δεν συνιστά παράνομη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας –Για την διατήρηση ή την ρύθμιση εκ νέου των όρων που εξαλήφθηκαν, απαιτείται σύναψη νέας ΣΣΕ – Κανονισμός εργασίας – Επιχειρησιακή ΣΣΕ που περιέχει κανονισμό μπορεί να τροποποιηθεί με νεώτερη ΣΣΕ– Αρχή της τάξεως –Αρχή της ευνοίας– Για την ανανέωση της κανονιστικής δεσμεύσεως επιχειρησιακών ΣΣΕ δεν αρκεί η γενική και αόριστη παραπομπή σε προηγούμενες ΣΣΕ.

 

(...) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 6/28.2.2012 “Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 4046/2012” (ΦΕΚ Α’ 38/28.2.2012), η οποία κείται εντός του πλαισίου της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης (ΟλΣτΕ 2307/2014, ΑΠ 876/2018): “1. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14.2.2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14.2.2013. 3. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που την 14.2.2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/90 (Α’ 27). 4. Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου, που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης. 5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 του ν. 1876/90 (Α’ 27) παύουν να ισχύουν. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τις Διαιτητικές Αποφάσεις”.

Στόχος των προαναφερομένων ρυθμίσεων είναι να προωθήσουν την προσαρμογή των μισθολογικών και των μη μισθολογικών όρων της σ.σ.ε. στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, με απώτερο σκοπό να αυξηθεί με τον τρόπο αυτό η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και να μειωθεί η ανεργία. Με τις ως άνω διατάξεις, αφενός, επιβάλλεται η ex lege λήξη την 14η Φεβρουαρίου 2013 των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ ήδη 24 μήνες μέχρι την 14.2.2012 ή και περισσότερο, αφετέρου, ρυθμίζονται οι έννομες συνέπειες της λήξης ή της καταγγελίας μιας σ.σ.ε. Σύμφωνα με το έως το 2012 ισχύον δίκαιο οι κανονιστικοί όροι σ.σ.ε. που έληξε ή καταγγέλθηκε εξακολουθούσαν να ισχύουν επί ένα εξάμηνο (άρθρ. 9 § 4 Ν. 1876/90). Μετά την πάροδο του εξαμήνου (παράταση) άρχιζε μία δεύτερη περίοδος πλασματικής επιβίωσης των όρων της συλλογικής σύμβασης εργασίας, η φάση της μετενέργειας, κατά την οποία οι όροι της σ.σ.ε. αποβάλλουν μεν την αναγκαστική (όχι την άμεση) ισχύ τους, εξακολουθούν, όμως, να επηρεάζουν τη σύμβαση εργασίας, μέχρι η σύμβαση να τροποποιηθεί. Επομένως, κατά τη διάρκεια της μετενέργειας ο εργοδότης δεν είναι δυνατόν να τροποποιήσει μονομερώς τους όρους της σ.σ.ε. που μετενεργεί, αλλά η τροποποίηση μπορεί να γίνει μόνον με τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου. Με τη νέα διάταξη της προαναφερόμενης Π.Υ.Σ. η παράταση της κανονιστικής ισχύος των όρων της σ.σ.ε. που έληξε ή καταγγέλθηκε περιορίζεται από 6 σε 3 μήνες. Αν δεν επιτευχθεί η σύναψη νέας σ.σ.ε. κατά το διάστημα του τριμήνου, τότε με τη λήξη του τριμήνου αρχίζει η φάση της μετενέργειας με περιορισμένο εύρος, οπότε ο εργοδότης οφείλει να συνεχίσει να καταβάλλει μόνον το βασικό μισθό και τέσσερα (4) επιδόματα, ωρίμανσης (δηλαδή αρχαιότητας στην υπηρεσία), τέκνων, εκπαίδευσης και επικίνδυνης εργασίας που όριζε η λήξασα ή καταγγελθείσα σ.σ.ε. Αντιθέτως, ο εργοδότης δεν οφείλει να συνεχίσει να καταβάλλει τα λοιπά επιδόματα και μισθολογικές παροχές που προέβλεπε η σ.σ.ε., όπως π.χ. πρόσθετους μισθούς (π.χ. 15ος και 16ος μισθός), bonus ή πριμ, διορθωτικά επιδόματα, επιδόματα εξομάλυνσης, επιδόματα παρουσίας κ.ο.κ.

Επομένως, με τη νέα ρύθμιση τροποποιούνται ουσιαστικά οι διατάξεις του άρθρου 9 §§ 4 & 5 του Ν. 1876/90 και η μετενέργεια της σ.σ.ε. εντοπίζεται στον βασικό μισθό και στα τέσσερα, παραπάνω αναφερόμενα, επιδόματα, ενώ δεν καταλαμβάνει πλέον τις λοιπές μισθολογικές παροχές που προέβλεπε η λήξασα ή καταγγελθείσα σ.σ.ε. Οι λοιπές αυτές μισθολογικές παροχές της σ.σ.ε. δεν μετενεργούν, παύουν συνεπώς να επηρεάζουν την ατομική σύμβαση εργασίας, με συνέπεια να έχει ο εργοδότης την ευχέρεια να τις περικόπτει μονομερώς. Πρόκειται για εκ του νόμου εξάλειψη όρου σ.σ.ε., συνεπώς δεν στοιχειοθετείται περίπτωση παράνομης βλαπτικής μεταβολής. Η ρύθμιση περί μετενέργειας είναι αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου. Στη φάση αυτή της μετενέργειας η σ.σ.ε. δεν ανήκει στην εξουσία διαθέσεως των συλλογικώς συμβαλλομένων. Αν θέλουν οι κοινωνικοί εταίροι να διατηρήσουν ή γενικά να ρυθμίσουν εκ νέου τους όρους που εξαλείφονται, πρέπει να ανανεώσουν την κανονιστική δέσμευση με σύναψη νέας σ.σ.ε. Τούτο, όμως, πρέπει να το ορίσουν ρητώς και εγγράφως οι κοινωνικοί εταίροι. Ωστόσο, οι ρυθμίσεις περί περιορισμένης μετενέργειας αφορούν σε όρους συλλογικής σύμβασης. Ατομικοί συμβατικοί όροι δεν καταργούνται δυνάμει του άρθρου 2 § 4 της Π.Υ.Σ. 6/2012, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 1 & 2, 2 § 1 και 21 §§ 1 & 2 του Ν. 3239/55, που ίσχυε πριν από το Ν. 1876/90, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 § 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων είναι η ρύθμιση των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων. Τα θέματα των όρων και συνθηκών εργασίας ανήκουν κατά κανόνα στο νόμιμο περιεχόμενο των Κανονισμών εργασίας, χωρίς να αποκλείεται κανονισμοί εργασίας να αποτελούν αυτοτελώς περιεχόμενο συλλογικών συμβάσεων. Στην τελευταία περίπτωση η ρύθμιση αυτή, δηλαδή, ο περιεχόμενος σε συλλογική σύμβαση κανονισμός, ανήκει στο κανονιστικό μέρος της συλλογικής συμβάσεως και επομένως έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου. Έτσι κανονισμός εργασίας, που έχει αποτελέσει περιεχόμενο ειδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 2 του πιο πάνω νόμου κατατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και δημοσιεύθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έχει ισχύ νόμου ουσιαστικού και όχι συμβάσεως. Οι κανονισμοί εργασίας, που καταρτίσθηκαν κατά τα παραπάνω, σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν ενιαία τάξη, ομοιομορφία και ίση μεταχείριση στην εκμετάλλευση, πράγμα που επιτυγχάνεται με τη ρύθμιση γενικών και αφηρημένων διατάξεων, που έχουν άμεση και αναγκαστική ενέργεια σε όλο το προσωπικό, χωρίς να απαιτείται σχετική συμφωνία των μερών. Οι ειδικές συλλογικές συμβάσεις, αν και καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του Ν 3239/55, υπάγονται ως προς τα αποτελέσματά τους και γενικώς την ισχύ τους στις διατάξεις του ισχύοντος ήδη νόμου 1876/90, που είναι άμεσης εφαρμογής (ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 280/2006). Εξάλλου, και από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 §§ 1 & 6, 3 § 1γ’, 5 & 8 § 3 του τελευταίου αυτού νόμου ως και του άρθρου 12 του Ν. 1767/88, προκύπτει ότι, και κατά τα νυν ισχύοντα, στο δυνατό περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ανήκει, πλην άλλων, η ρύθμιση σχετικά με τη σύναψη, τους όρους λειτουργίας και τη λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας ως και ο κανονισμός εργασίας και ότι επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, που, σημειωτέον, εισήχθη το πρώτον με τον παραπάνω νόμο, είναι η συλλογική σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ της συνδικαλιστικής οργανώσεως της επιχειρήσεως και του εργοδότη και η ισχύς της οποίας καταλαμβάνει όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς της επιχειρήσεως. Αυτές οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις αντιστοιχούν στις ειδικές συλλογικές συμβάσεις του προϊσχύσαντος Ν. 3239/55 και οι κανονιστικές τους διατάξεις έχουν ισχύ νόμου. Ακόμη, οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει ειδική συλλογική σύμβαση, στην οποία περιέχεται κανονισμός που έχει ισχύ νόμου, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική σύμβαση του αυτού είδους και πεδίου ισχύος και συγκεκριμένα με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση. Η νεότερη αυτή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας τόσο υπέρ όσο και σε βάρος των εργαζομένων. Και τούτο διότι στη συσχέτιση των συλλογικών συμβάσεων, ήτοι πηγών του αυτού επιπέδου και πεδίου ισχύος, δεν ισχύει η αρχή της προστασίας, η οποία αφορά στη ρύθμιση του αυτού αντικειμένου από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, οπότε η ιεραρχικά υποδεέστερη πηγή μπορεί να εξειδικεύσει και να τροποποιεί τους όρους εργασίας της ιεραρχικά ανώτερης, μόνον, όμως, προς το συμφέρον των εργαζομένων, ούτε η αρχή της εύνοιας, η οποία ρυθμίζει τη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, σύμφωνα με την οποία οι ευνοϊκότεροι όροι της ατομικής συμβάσεως υπερισχύουν των κανονιστικών όρων των συλλογικών συμβάσεων, αλλά ισχύει η αρχή της τάξεως (άρθρα 7, 10 Ν. 1876/1990). Η αρχή της τάξεως σημαίνει ότι όταν επιχειρείται μία συλλογική σύμβαση των όρων εργασίας, η οποία σημειωτέον αποσκοπεί στην καθιέρωση τάξεως στο χώρο εργασίας, πρέπει να είναι γενική και αφηρημένη, δίκαιη και ενιαία και γι’ αυτό εφαρμόζεται η διαδοχή των ρυθμίσεων, σύμφωνα με την οποία η νεότερη συλλογική σύμβαση, κατά το μέρος, που ρυθμίζει διαφορετικά το ίδιο θέμα, καταργεί την προηγούμενη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις. Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως επενεργούν έξωθεν επί της ατομικής συμβάσεως, υποκαθιστώντας τους δυσμενέστερους όρους αυτής, για όσο χρόνο ισχύει η συλλογική σύμβαση και μέχρι την αντικατάστασή της με νεότερη συλλογική σύμβαση και δεν ενσωματώνονται σε αυτή, δεν αποτελούν δηλαδή περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως. Μόνο αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης σ.σ.ε., τότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, δεν μπορούν να μεταβληθούν με μεταγενέστερη σ.σ.ε., που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης που με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστούν όμως, συγκεκριμένοι όροι σ.σ.ε., και όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη σ.σ.ε. και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών σ.σ.ε., διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη σ.σ.ε. (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα σ.σ.ε. (ΟλομΑΠ 461/1970, ΑΠ 51/2017, ΑΠ 256/2016 ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 860/2010, ΑΠ 1437/2006, ΑΠ 488/2006). Σημειώνεται ότι για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά το συσχετισμό μιας σ.σ.ε. ή άλλης πηγής κανόνων που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση και μιας ατομικής συμβάσεως ή, γενικότερα, κατά το συσχετισμό των διαφόρων κανονιστικών πηγών μεταξύ τους, τα σύνολα των όρων που ρυθμίζουν τις αποδοχές συγκρίνονται ως ενότητα. Υπό την έννοια αυτή, αν δεν υπάρχει αντίθετη, ειδική ρύθμιση, προκειμένου να εξευρεθούν και να θεωρηθούν εφαρμοστέοι οι ευνοϊκότεροι κανόνες, δεν είναι δυνατή η επιλογή ορισμένων όρων αποδοχών από μία πηγή και ορισμένων από άλλη, διότι δεν επιτρέπεται η σύγχρονη εφαρμογή περισσοτέρων κανονιστικών πηγών, αλλά πρέπει να αναζητηθεί η πηγή που περιέχει τους ευνοϊκότερους όρους ως σύνολο, για το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων (ΑΠ 228/2014, ΑΠ 809/2008).(...)

Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα και δεδομένου ότι με την παρ. 4 του άρθρου 2 της 6/2012 ΠΥΣ οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους και ότι οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012, μετά δε την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων, η εν μέρει περικοπή των μισθολογικών παροχών με την ονομασία ‘επίδομα βαθμού’, ‘επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση 2006’ και ‘συμβατική διαφορά αποδοχών συμψηφιζόμενη’ και η αντικατάστασή τους από άλλη παροχή που χαρακτηρίσθηκε από την εναγομένη ως ‘οικειοθελής παροχή ελευθέρως ανακλητή’, καθώς και ο χαρακτηρισμός των μισθολογικών παροχών με την ονομασία ‘επίδομα βαθμού’ και ‘επίδομα ξένης γλώσσας’ ως ‘οικειοθελή παροχή ελευθέρως ανακλητή’, δεν συνιστούν μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος. Και τούτο διότι, ως προαναφέρθηκε, όλες οι προαναφερόμενες μισθολογικές παροχές έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πηγάζουσες από τις προαναφερόμενες ε.σ.σ.ε. που η ισχύς τους έληξε μετά και την τρίμηνη παράταση, την 14η Μαΐου 2013, ενώ αυτές δεν εντάσσονται στο περιορισμένο εύρος της μετενέργειας των συλλογικών αυτών συμβάσεων”. Και με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη είχε το δικαίωμα, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/2012, α. να περικόψει μονομερώς τις μισθολογικές παροχές με την ονομασία ‘επίδομα βαθμού’, ‘επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση 2006’ και ‘συμβατική διαφορά αποδοχών συμψηφιζόμενη’ που προέβλεπαν οι αντίστοιχες σ.σ.ε. και να τις αντικαταστήσει από άλλη παροχή που την χαρακτήρισε ως ‘οικειοθελή παροχή ελευθέρως ανακλητή’, και β. να χαρακτηρίσει τις μισθολογικές παροχές με την ονομασία ‘επίδομα βαθμού’ και ‘επίδομα ξένης γλώσσας’ ως ‘οικειοθελή παροχή ελευθέρως ανακλητή’, αφού μετά την δημοσίευση της 6/2012 ΠΥΣ εξακολούθησαν να ισχύουν οι κανονιστικοί όροι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπονταν στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έληξαν, ενώ έπαυσε αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα, όπως το επίδομα ευθύνης, το επίδομα βαθμού, επίδομα ξένης γλώσσας, ‘επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση 2006’ και ‘συμβατική διαφορά αποδοχών συμψηφιζόμενη’ και επομένως ορθά χαρακτηρίστηκαν από την εναγομένη οι ως άνω παροχές κανονιστικής φύσεως ως οικειοθελείς, με διατύπωση εκ μέρους της ρητής επιφύλαξης για αυτές, εφόσον δεν υφίσταται για αυτήν, μετά το προαναφερόμενο νέο νομοθετικό πλαίσιο, δέσμευση από το νόμο ή τη σύμβαση, και απέρριψε την αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος ως ουσία αβάσιμη.

Το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, καθώς και των άρθρων 648, 649, 653 ΑΚ, του άρθρου 7 ν. 2112/20, και τις διατάξεις του άρθρου 5 του Κανονισμού (Οργανισμού) της Τράπεζας ... ΑΕ, που καταρτίστηκε με την από 18-5-1982 σσε, η οποία δημοσιεύθηκε στις 4-6-1982 με απόφαση του Υπουργού Εργασίας στο ΦΕΚ και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, της από 18-12-1992 εσσε που υπεγράφη μεταξύ της ως άνω Τράπεζας και των εργαζομένων της, της επιχειρησιακής σσε της αναιρεσίβλητης και της κλαδικής σσε της ΟΤΟΕ έτους 2006 και των εσσε της αναιρεσίβλητης και των κλαδικών σσε της ΟΤΟΕ των ετών 2001-2003. Ειδικότερα, το Εφετείο, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, υπήγαγε σ’ αυτούς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ανέλεγκτα ότι αποδείχθηκαν, κρίνοντας ότι οι πρόσθετες παροχές βαθμού, ξένης γλώσσας, ευθύνης, επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης 2006 και συμβατικής διαφοράς αποδοχών συμψηφιζόμενης, τα οποία ελάμβανε ο αναιρεσείων, προβλέπονταν σε ειδικές (επιχειρησιακές) σσε που η ισχύς τους έληξε δυνάμει του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/2012 την 14η Μαΐου 2013 και έκτοτε η αναιρεσίβλητη είχε δικαίωμα α) να περικόψει μονομερώς αυτές με την ονομασία επίδομα βαθμού, επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση 2006 και συμβατική διαφορά αποδοχών συμψηφιζόμενη και να τις αντικαταστήσει από άλλη παροχή που τη χαρακτήρισε ως ‘οικειοθελή παροχή ελευθέρως ανακλητή’ και β) να χαρακτηρίσει τις μισθολογικές παροχές με την ονομασία επίδομα βαθμού και επίδομα ξένης γλώσσας ως ‘οικειοθελή παροχή ελευθέρως ανακλητή’. (..) Ειδικότερα, α) ως προς τις πρόσθετες παροχές (επιδόματα) βαθμού και ξένης γλώσσας προσδιορίζει κατά τον άνω επαρκή τρόπο ότι αυτές χορηγήθηκαν στον αναιρεσείοντα βάσει της από 18-5-1982 σσε, δηλαδή έχουν ως πηγή ρύθμισης το άρθρο 5 του ως άνω Κανονισμού (Οργανισμού) της Τράπεζας ... ΑΕ που έχει ισχύ νόμου, κατά τους όρους της οποίας, η εργοδότριά του (ΤΜΘ) είχε συμβατική (κανονιστική) υποχρέωση συμμόρφωσης να εκδώσει τις σχετικές εγκυκλίους και δεν εξέδιδε αυτές με ελεύθερη βούληση ώστε να καταστούν ατομικοί του αναιρεσείοντος συμβατικοί όροι. Οι κανονιστικοί δε όροι της συλλογικής συμβάσεως αυτής επενεργούν έξωθεν επί της ατομικής συμβάσεως, υποκαθιστώντας τους δυσμενέστερους όρους αυτής, για όσο χρόνο ισχύει η συλλογική σύμβαση και μέχρι την αντικατάστασή της με νεότερη συλλογική σύμβαση και δεν ενσωματώνονται σε αυτή, δεν αποτελούν δηλαδή περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως. β) Ως προς το επίδομα θέσεως ευθύνης προσδιορίζει κατά τον άνω επαρκή τρόπο ότι χορηγήθηκε στον αναιρεσείοντα στις 4-1-1995, ημερομηνία κατά την οποία ο αναιρεσείων ανέλαβε τη θέση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Μικροϋπολογιστών, δυνάμει της από 18-12-1992 εσσε (Παράρτημα 1 στο οποίο το επίδομα αυτό ρητά αναφέρεται), με την οποία κατέστη κανονιστικός όρος αυτής, απέρρεε δηλαδή από κανονιστική διάταξη και όχι από ατομικό συμβατικό όρο της σύμβασης εργασίας του. Και γ) ως προς τις πρόσθετες παροχές επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης 2006 και συμβατικής διαφοράς αποδοχών συμψηφιζόμενης, προσδιορίζει, επίσης, κατά τον άνω επαρκή τρόπο ότι πρόκειται για αυτοτελείς παροχές που έχουν κανονιστική νομική φύση, εφόσον προβλέπονται σε όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας και συγκεκριμένα στις ευνοϊκότερες επιχειρησιακές σσε έναντι των κλαδικών σσε της ΟΤΟΕ των ετών 2006 και 2001-2003 και δεν αποτελούν προσαύξηση του βασικού μισθού. Περαιτέρω, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων στις από 18-5-1982 και 18-12-1992 εσσε, ώστε να χρειαστεί να προσφύγει και να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. (..)

Με το άρθρο 8 ‘τελικές διατάξεις’ της από 14-5-2013 κλαδικής σ.σ.ε. Τραπεζών-ΟΤΟΕ για τα έτη 2013-2015 ορίζονται τα εξής: “Όλες οι προηγούμενες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις του κλάδου, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν θεσπίστηκαν και τέθηκαν σε ισχύ, ακόμη και αν τυχόν έληξαν, επαναφέρονται σε ισχύ και εφόσον δεν τροποποιούνται ρητά με τις διατάξεις της παρούσας, αποτελούν αναπόσπαστο σύνολο και εξακολουθούν να ισχύουν παράλληλα με αυτές. Ευνοϊκότεροι όροι και συνθήκες εργασίας, ρυθμίσεις μισθολογικές και πάσης φύσεως θεσμικές ή λοιπές παροχές που έχουν θεσπιστεί με διατάξεις νόμων, Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., καθώς και για τους τραπεζοϋπαλλήλους με διατάξεις Σ.Σ.Ε., Δ.Α., Κανονισμών, Οργανισμών Προσωπικού Τραπεζών, Πρακτικών Συμφωνίας, Αποφάσεων Διοικητικών Συμβουλίων και Πράξεων Διοικήσεώς τους ή με έθιμο ή με επιχειρησιακή συνήθεια, δεν θίγονται από την παρούσα, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται στο προσωπικό των Τραπεζών”. Με τη διάταξη αυτή της εν λόγω κλαδικής σσε οι κοινωνικοί εταίροι δεν διατήρησαν τους όρους των επιχειρησιακών σσε, που έληξε αναγκαστικά η ισχύς τους δυνάμει του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/2012, αλλά η ρύθμιση επαναφέρει σε ισχύ, αποκλειστικά τις προηγούμενες ρυθμίσεις του κλάδου, δηλαδή τις προγενέστερες κλαδικές σσε και διαιτητικές αποφάσεις με συμβαλλόμενα μέρη τις Τράπεζες και την ΟΤΟΕ. Με τη δεύτερη δε παράγραφο, διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις της εν λόγω ρυθμίσεως δεν θίγουν άλλες νομοθετικές ή συλλογικές ρυθμίσεις που ισχύουν στο χώρο των Τραπεζών. Άλλωστε, για την ανανέωση της κανονιστικής δέσμευσης επιχειρησιακών σσε, των οποίων η ισχύς έληξε αναγκαστικά δυνάμει του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/2012 δεν αρκούσε η γενική και αόριστη παραπομπή σε σσε, όπως γίνεται με την προαναφερόμενη διάταξη (άρθ. 8 § 2) της από 14-5-2013 κλαδικής σσε.