Ηνωμένο Βασίλειο: Ιωάννης Κατσαρούμπας, Δικηγόρος, Λέκτορας Πανεπιστημίου Sussex: Η νομική ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο: Σχόλιο επί της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Kostal v Dunkley and Others

Η έλλειψη άμεσης νομικής ισχύς των σ.σ.ε είναι ένα θεμελιώδες και συγκριτικά εξαιρετικό χαρακτηριστικό του Βρετανικού συλλογικού εργατικού δικαίου. Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες, οι συλλογικές συμβάσεις δεν είναι νομικά δεσμευτικές για τις συμβαλλόμενες οργανώσεις (εκτός από τη σπάνια περίπτωσης ρητής διάταξης σε αυτές περί του αντιθέτου). Επενεργούν στις ατομικές σχέσεις εργασίας μόνο σε περίπτωση ενσωμάτωσης τους από την ατομική σύμβαση εργασίας και αποκλειστικά σε σχέση με όρους που θεωρούνται ‘κατάλληλοι’ για τέτοια ενσωμάτωση (‘apt for incorporation’), που συνήθως αποκλείει την ενσωμάτωση στην ατομική σύμβαση όρων της συλλογικής σύμβασης που αφορούν την συλλογική επίλυση διαφορών.
H απόφαση Kostal του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2021 [Απόφαση Kostal v Dunkley and Others [2021] UKSC 47 διαθέσιμηστονιστότοπο <‘Kostal UK Ltd (Respondent) v Dunkley and others (Appellants) (supremecourt.uk)>] προσφέρει μια έμμεση αναθεώρηση ή εξαίρεση από αυτήν την αρχή της μη νομικής δεσμευτικότητας των σ.σ.ε. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 145B του Νόμου του 1992 για τις Συνδικαλιστικές Οργανώσεις και Εργασιακές Σχέσεις (Trade Union and Labour Relations (Consolidation) Act 1992) [H διάταξη προστέθηκε από το άρθρο 29 του Νόμου του 2004 για τις εργασιακές σχέσεις (EmploymentRelationsAct 2004) με σκοπό τη συμμόρφωση του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου με την απόφαση WilsonvPalmervUnitedKingdomτου ΕΔΔΑ (2002 ECHR 552)] που απαγορεύει ατομικές προσφορές-δέλεαρ (inducements) από τον εργόδοτη στους εργαζόμενους όταν έχουν ως αποτέλεσμα σε συνδυασμό με άλλες προσφορές ότι οποιοσδήποτε όρος εργασίας δεν θα τύχει συλλογικής ρύθμισης και ο μόνος κύριος σκοπός του εργοδότη είναι να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα. H πλειοψηφία του δικαστηρίου υιοθέτησε μια διαδικαστική ανάγωνση της συγκεκριμένης διάταξης σύμφωνα με την οποία η απαγόρευση ουσιαστικά απαιτεί την εξάντληση από τον εργοδότητων προβλεπόμενων στη σ.σ.ε διαδικασιών επίλυσης συλλογικών διαφορών παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι νομικά δεσμευτικές.
Ειδικότερα, η επίμαχη διαφορά προέκυψε μεταξύ της εταιρείας Kostal και του συνδικάτου Unite. Τα μέρη είχαν συνάψει συλλογική σύμβαση που αναγνώριζε το συνδικάτο για το σκοπό συλλογικής διαπραγμάτευσης και προέβλεπε ένα συγκεκριμένο διαδικαστικό πλαίσιο για την επίλυση συλλογικων διαφορών, που περιελάμβανε ως τελικό στάδιο την παραπομπή σε διαβούλευση από την Υπηρεσία Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας (ACAS). Η συλλογική σύμβαση, ωστόσο, ανέφερε ρήτα ότι τα μέρη αποδέχονται ότι οι όροι της είναι μη νομικά δεσμευτικοί.
Όταν κατά τη διάρκεια ετήσιων μισθολογικών διαπραγματεύσεων οι εργαζόμενοι συλλογικά απέρριψαν με συντριπτική πλειοψηφία την πρόταση που είχε υποβάλλει ο εργοδότης στο συνδικάτο, ο εργοδότης κατέφυγε στην πρακτική των ατομικών προσφορών σε κάθε εργαζόμενο με ίδιο περιεχόμενο σε σχέση με αυτό που είχε ήδη καταψηφισθεί από τους εργαζόμενους. Επίσης, απείλησε όσους δεν συμφωνούσαν με τη μη καταβολή του χριστογεννιάτικου bonus και στη συνέχεια αφού το 91% των εργαζόμενων είχαν ήδη ατομικά δεχθεί την πρόταση, απείλησε δε τους υπολοίπους με απόλυση αν δεν υπέγραφαν. Κρίσιμο στοιχείο για την υπόθεση είναι ότι οι προτάσεις-δέλεαρ αυτές από τον εργοδότη έλαβαν χώρα ενώ η προβλεπόμενη από τη σ.σ.ε διαδικασία ήταν σε εξέλιξη. Το αποτέλεσμα αυτής της εργοδοτικής πρακτικής ήταν ότι το συνδικάτο εν τέλει αναγκάστηκε να υπόγραψει σ.σ.ε που υιοθετούσε την πρόταση του εργοδότη που είχε συλλογικά απορριφθεί από τους εργαζόμενους όταν το 97% των εργαζόμενων την είχαν ήδη αποδεχθεί μέσω των ατομικών προσφορών.
Οι δικαστές τάχθηκαν ομόφωνα υπερ των εργαζομένων αλλά προέκριναν διαφορετικά τεστ για την ερμηνεία του 145B. Για την πλειοψηφία, το κρίσιμο ερώτημα για τη διάγνωση της παρανομίας των ατομικών προσφορών- «δέλεαρ» είναι κατά πόσο υπάρχει πραγματική πιθανότητα οι όροι εργασίας που περιέχονται σε αυτές να προσδιορισθούν από συλλογική συμφωνία [Παράγραφος 71]  . Αυτή η πιθανότητα, σύμφωνα με την πλειοψηφία, ‘συνήθως θα πρέπει να συναχθεί όταν προβλέπονται διαδικασίες για τη συλλογική διαπραγμάτευση [από τη σ.σ.ε] που δεν έχουν τηρηθεί’ [Ibid]. Στηριζόμενοι στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, οι δικαστές της πλειοψηφίας αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι ‘ένας εργοδότης που έχει αναγνωρίσει ένα συνδικάτο για το σκοπό της συλλογικής διαπραγμάτευσης και συμφωνεί να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης δεν πρέπει να αφεθεί χωρίς τιμωρία να αγνοήσει ή να παρακάμψει την συμφωνημένη διαδικασία, είτε με το να αρνείται να ακολουθήσει την διαδικασία στο σύνολό της είτε με το να είναι ελεύθερος να μπαίνει και να βγαίνει από την συλλογική διαδικασία όποτε και όταν τον συμφέρει’ [Παράγραφος 61]
Η μη νομική δεσμευτικότητα των όρων της σ.σ.ε είναι αδιάφορη για την ερμηνεία του άρθρου. Η πλειοψηφία αναφέρει ότι ‘οι ατομικές προτάσεις στους εργαζόμενους ατίμωσαν την σ.σ.ε πριν εξαντληθεί η προβλεπόμενη διαδικασία’ [Παράγραφος 70]. Αξίζει να σημειωθεί χωρίς να εισέλθουμε στις υπόλοιπες λεπτομέρειες της υπόθεσης ότι η μειοψηφία εκρίνε τη συγκεκριμένη εμηνεία απαράδεκτα στενή και αντιπαρέβαλλε ως κατάλλο τεστ το αν ο εργοδότης μπορεί να δείξει ότι ο μοναδικός ή κύριος σκοπός του ήταν να επιτύχει κάτι άλλο από το απαγορευμένο αποτέλεσμα (π.χ γνήσιος επιχειρηματικός σκοπός). Η μειοψηφία εκφράζει τον φόβο ότι η ερμηνεία της πλειοψηφίας δίνει το πράσινο φως στον εργόδοτη να υποβάλλει τέτοιες προσφορές αφού εξαντλήσει τη διαδικασία, ενδεχομένως με την προσχηματική του συμμετοχή στους προβλεπόμενους από τη σ.σ.ε μηχανισμούς επίλυσης συλλογικών διαφορών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση Kostal συνιστά μια διάβρωση του κάστρου της μη νομικής δεσμευτικότητας των σ.σ.ε, που αποτελεί πυλώνα του πλουραλιστικού-βολουνταριστικού συστήματος της βρετανίας ή όπως το αποκάλεσε ο Otto Kahn-Freund, ‘συλλογικό laissez-faire’ [Otto Kahn-Freund, ‘Labour Law’ in Morris Ginsberg (ed), Law and Opinion in England in the 20th century (Stevens & Sons 1959) 224]. Ουσιαστικά η διαδικαστική διάπλαση της διάταξης 145B ‘νομικοποιεί’ εμμέσως μη νομικά δεσμευτικά διατάξεις των σ.σ.ε στο βαθμό που η μη τήρηση από τον εργοδότη των προβλεπόμενων στη σ.σ.ε διαδικασιών επίλυσης συλλογικών διαφορών δεν του επιτρέπει να παρέχει ατομικές προσφορές-δέλεαρ στους εργαζόμενους για την παράκαμψη τους.
Επίσης η απόφαση φαίνεται να περιέχει κάποια εμβρυϊκά στοιχεία μιας υποχρέωσης καλόπιστης συλλογικής διαπραγμάτευσης μεταξύ του εργοδότη και του συνδικάτου που ιστορικά ελλείπει από το βρετανικό δίκαιο. Οι δικαστές ρητά εκφράζουν την αποδοκιμασία της πρακτικής του εργοδότη που χρησιμοποιεί ατομικές προσφορές-δέλεαρ για να υπονομεύσει τις συλλογικές διαδικασίες. Η φράση τους ότι ο εργοδότης ‘ατίμωσε’ την συλλογική διαδικασία είναι χαρακτηριστική. Και επίσης είναι σημαντικό ότι οι δικαστές απορρίπτουν το βολονταριστικό επιχείρημα του εργοδότη ότι ‘θα πρέπει να ελεύθερος να επιδιώκει τα δικά του συμφέροντα, που μπορεί δικαιολογημένα να περιέχει τη δράση με τρόπους που έχουν υπολογιστεί ότι θα μείωσουν την διαπραγματευτική θέση του συνδικάτου στις διαπραγμάτευσης’ [Παράγραφος 49].
Είναι η απόφαση Kostal η αφετηρία μιας ευρύτερης αναθεώρησης της αρχής της έλλειψης άμεσης νομικής ισχύος των σ.σ.ε στο Ηνωμένο Βασίλειο και ενδεχομένως βάση για την εισαγωγή της υποχρέωσης καλόπιστης διαπραγμάτευσης που συνάδει με το διεθνές εργατικό δίκαιο; Ο χρόνος θα δείξει. Ωστόσο είναι σαφές ότι μετα την Kostal οι αρχές της μη κανονιστικής ισχύος της σ.σ.ε και της μη ύπαρξης υποχρέωσης καλόπιστης διαπραγμάτευσης, που είναι ουσιαστικά τα τελευταία άθικτα σημεία του μεταπολεμικού βρετανικού μοντέλου εργασιακών σχέσεων, είναι σε λιγότερο στέρεο έδαφος.