VI. Αρείου Πάγου 395/2020 - Τμ. Β1: «Bonus – Επιχειρησιακή συνήθεια»

Περίληψη: Bonus παραγωγικότητος πωλήτριας προς επιβράβευση των επιτυχών πωλήσεών της κατ’ έτος - Το bonus καταβαλλόταν κατά την κρίση της εναγομένης στις αρχές εκάστου έτους, είχε κυμαινόμενο χαρακτήρα και εξηρτάτο από τις πωλήσεις κατά το προηγούμενο έτος και τον ισολογισμό της εταιρείας - Κρίση του Εφετείου ότι το εν λόγω bonus είχε χαρακτήρα εκτάκτου παροχής, καθώς η εταιρεία καθόριζε μονομερώς η ίδια τους όρους παροχής του, χωρίς να υπάρχει εκ μέρους της πρόθεση για σταθερή συμβατική της δέσμευση, ενώ παράλληλα διατηρούσε σιωπηρώς το δικαίωμα να τροποποιήσει τους όρους καταβολής ή το ύψος του - Υπό τα δεδομένα αυτά η περικοπή του δεν συνιστούσε, κατά το Εφετείο, μονομερή βλαπτική μεταβολή - Συνυπολογισμός του bonus στην καταβληθείσα αποζημίωση απολύσεως με ρητή επιφύλαξη αναζητήσεως του υπερβάλλοντος ποσού - Έννοια μισθού - Δεν αποτελούν μισθό οι πρόσθετες παροχές  που  δίδονται εξ ελευθεριότητος του εργοδότη - Προϋποθέσεις δημιουργίας και αντικείμενο επιχειρησιακής συνήθειας - Μπορεί να αποτελέσει και η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχειρήσεως - Κρίση ότι οι ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου ήταν αρκούντως σαφείς και αιτιολογημένες και απόρριψη του σχετικού λόγου αναιρέσεως - Αναιρετικός λόγος του αρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ περί παραβάσεως των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών - Πότε συν-τρέχει - Απόρριψη του σχετικού λόγου αναιρέσεως, καθώς το Εφετείο, κατά την παραδοχή του περί του οικειοθελούς χαρακτήρος του bonus παραγωγικότητος που ελάμβανε η ενάγουσα, δεν διαπίστωσε, ούτε εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή ασάφειας προκειμένου να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των αρ. 173 και 200 ΑΚ - Εκδίκαση υποθέσεως υπαγομένης στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, κατά διαφορετική όμως διαδικασία - Δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του αρ. 559 αριθ. 14, όταν το δικαστήριο εκδικάζει από κοινού, κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, αγωγή και ανταγωγή που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, ακόμη κι αν η δεύτερη έπρεπε να εκδικασθεί κατά την τακτική διαδικασία - Απόρριψη αναιρέσεως.

 

(...) 3. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: Η εδρεύουσα στην Αθήνα εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία ... ΑΕ δραστηριοποιείται στο χώρο εισαγωγής, διανομής, εμπορίας και προώθησης στην ελληνική και κυπριακή αγορά των ειδών ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ με το σήμα ..., παραγωγής της μητρικής ιταλικής εταιρίας ... Για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς της προσέλαβε την ενάγουσα την 1-1-1993, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως πωλήτρια χονδρικής, αντί μηνιαίου μισθού, που κατά το έτος 2013 ανέρχονταν στο ποσό των 2.310 ευρώ. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι την 31-1-2013, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβασή της. Από το έτος 2000 και εφεξής η ενάγουσα ελάμβανε σε ετήσια βάση ένα επίδομα (bonus) παραγωγικότητας με σκοπό την επιβράβευση των επιτυχών πωλήσεών της. Ειδικότερα, η εναγομένη εταιρία για πρώτη φορά το έτος 2000 αποφάσισε τη χορήγηση σε εργαζομένους της -και στην ενάγουσα- ενός επιδόματος (bonus) παραγωγικότητας με σκοπό την επιβράβευση των επιδόσεων των υπαλλήλων της. Το επίδομα αυτό, το οποίο δεν είχε σταθερό και ομοιόμορφο χαρακτήρα, καταβαλλόταν κατά την κρίση της εναγομένης εταιρίας στις αρχές έκαστου έτους (συνήθως εντός του πρώτου τριμήνου) και είχε άμεση σχέση με τα αποτελέσματα και την παραγωγικότητα του προηγουμένου της καταβολής έτους, σε συνδυασμό με τους ετήσιους ισολογισμούς της. Συγκεκριμένα, κατά τα έτη 2000-2004, κατά τα οποία η εναγομένη εμφάνιζε αυξανόμενα κέρδη, στην ενάγουσα καταβλήθηκε bonus ποσού 12.032,28 ευρώ στις 16-3-2001 για το έτος 2000, 14.966,98 ευρώ σε τρεις μερικότερες δόσεις (15-2-2002, 18-2-2002, 19-4-2002), για το έτος 2001, 21.780 ευρώ στις 14-2-2003, για το έτος 2002, 22.800 ευρώ στις 4-3-2004 για το έτος 2003 και 23.800 ευρώ στις 9-3-2005 για το έτος 2004. Κατά τα έτη 2005- 2008, κατά τα οποία η εναγομένη συνέχισε να εμφανίζει κέρδη, το καταβληθέν στην ενάγουσα bonus παρέμεινε στο ποσό των 23.800 ευρώ ετησίως. Τα έτη 2009 και 2010, κατά τα οποία η εναγομένη εμφάνισε μεγάλες ζημίες (προσκομίζονται οι ισολογισμοί), το καταβληθέν στην ενάγουσα bonus μειώθηκε στο ποσό των 21.400 ευρώ ετησίως, ενώ για το έτος 2011 η εναγομένη υποχρεώθηκε να διακόψει την καταβολή bonus σε όλους τους υπαλλήλους της λόγω υπερδιπλασιασμού των ζημιών της, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε το προσωπικό της με την από 12-6-2012 εγκύκλιο. Τέλος, η εναγομένη ενημέρωσε τους εργαζομένους της για το νέο πρόγραμμα επιδόματος παραγωγικότητας που κατήρτισε η ίδια με γνώμονα τα οικονομικά της δεδομένα και τους προσωπικούς για κάθε εργαζόμενο στόχους, εξέδωσε δε προς τούτο την από 29-10-2012 σχετική εγκύκλιο, την οποία υπέγραψαν και αποδέχθηκαν όλοι οι υπάλληλοί της, πλην της ενάγουσας.

Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι το χορηγούμενο από το έτος 2000 και εφεξής σε ετήσια βάση bonus αποτελούσε έκτακτη παροχή της εναγομένης προς την ενάγουσα, που εδίδετο όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας της, αλλά σαν επιβράβευση των επιτυχών προσπαθειών της στην πώληση προϊόντων, την παροχή δε αυτού αποφάσιζε η εναγομένη οικειοθελώς και μονομερώς, καθορίζοντας η ίδια τους όρους που έπρεπε να συντρέχουν για τη χορήγησή του κάθε έτος, η οποία (χορήγηση) δεν ενείχε πρόθεση της εταιρίας για σταθερή συμβατική δέσμευσή της απέναντι στην ενάγουσα (και τους λοιπούς εργαζομένους της), αφ’ ενός γιατί αποσαφηνιζόταν κάθε φορά ότι αυτό εδίδετο για συγκεκριμένο έτος και αφ’ ετέρου γιατί η εταιρία διατηρούσε σιωπηρώς μεν, σε γνώση όμως των υπαλλήλων της, το δικαίωμα να το αναθεωρήσει, κρίση η οποία ενισχύεται από το προαναφερόμενο γεγονός περί ανεπιφύλακτης υπογραφής εκ μέρους των τελευταίων της από 29-10-2012 εγκυκλίου αναφορικά με τους νέους όρους χορήγησής του. Ως εκ τούτου η μη καταβολή του ή η καταβολή μικρότερου ποσού δεν συνιστά μονομερή εκ μέρους της εναγομένης βλαπτική μεταβολή των οικονομικών όρων της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, όπως η ίδια διατείνεται. Επομένως τα αγωγικά αιτήματα περί επιδικάσεως για την αιτία αυτή δεδουλευμένων αποδοχών, που προκύπτουν από την μη καταβολή μηνιαίως του αναλογούντος πριμ παραγωγικότητας και της αναλογίας δώρων εορτών και διαφοράς δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1-1-2011 ως 31-1-2013, συνολικού ποσού 73.370 ευρώ (35.420 + 37.950), πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Η εκκαλούμενη, άρα, η οποία δέχθηκε εν μέρει τα αιτήματα αυτά, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, που πρέπει να γίνει δεκτός. Εντεύθεν, τα υποστηριζόμενα με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους διαμαρτύρεται για την εν μέρει απόρριψη των εν λόγω αγωγικών αιτημάτων, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. (...)

  1. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της εναγομένης την από 27-9-2012 αγωγή της, με την οποία ζητούσε, εκτός άλλων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως πρόσθετη αμοιβή (σ.σ. το επίδικο bonus) το συνολικό ποσό των 58.190 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-8-2012. Στη συνέχεια άσκησε την από 28-11-2013 ένδικη αγωγή της, με την οποία παραιτήθηκε από την προηγούμενη. Εν τω μεταξύ, και συγκεκριμένα στις 31-1-2013, η εναγομένη προέβη σε καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας. Με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ύψους 2.310 ευρώ, που η εναγόμενη οικειοθελώς υπολόγισε στο ποσό των 2.695 ευρώ, η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης ανερχόταν στο ποσό των 45.035 ευρώ. Επειδή όμως ήδη εκκρεμούσε η ως άνω (πρώτη) αγωγή και προς αποφυγή τυχόν ακυρότητας της καταγγελίας, η εναγομένη συνυπολόγισε στην αποζημίωση απόλυσης και την αναλογία του επίδικου επιδόματος παραγωγικότητας ποσού 21.400 ευρώ, με τη ρητή επιφύλαξη, όπως αυτή διατυπώθηκε στο από 31-1- 2013 έγγραφο της καταγγελίας, να αναζητήσει το εκ του λόγου αυτού καταβληθέν υπερβάλλον του νομίμου ποσό αποζημίωσης, η οποία τελικά, κατόπιν του ανωτέρω συνυπολογισμού, ανήλθε στο ποσό των 68.435,98 ευρώ και κατεβλήθη στο σύνολό της. Δεδομένου, όμως, ότι, όπως αποδείχθηκε, το επίδικο επίδομα (bonus) παραγωγικότητας δεν είχε το χαρακτήρα τακτικού μισθού, αφού δεν δινόταν ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας της ενάγουσας, για την οποία αυτή ελάμβανε τον ως άνω συμφωνημένο μισθό, αλλά αποτελούσε οικειοθελή, ελευθέρως ανακλητή παροχή, συνδεομένη με την ιδιαίτερη επίδοση της τελευταίας κατά την επίτευξη των στόχων που έθετε σε ετήσια βάση η εναγόμενη και αποτελούσε επιβράβευσή της, σε συνδυασμό με τους ετήσιους ισολογισμούς της, δεν έπρεπε να συνυπολογισθεί, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, στη βάση προσδιορισμού της αποζημιώσεως απολύσεως της ενάγουσας. Επομένως, η ενάγουσα εισέπραξε χωρίς νόμιμη αιτία το επιπλέον ποσό των 23.400,96 ευρώ (68.435,96 - 45.035), το οποίο, εντεύθεν, οφείλει να επιστρέψει στην εναγόμενη, δεκτής γενομένης ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της υπό της τελευταίας ασκηθείσας ανταγωγής. Η εκκαλουμένη, άρα, η οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ανταγωγή, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της εναγόμενης, που πρέπει να γίνει δεκτός. (...)
  1. Aπό τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του ν. 2112/20, 5 παρ. 1 του ν. 3198/55 και 1 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον ν. 3248/55, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού(παρ. 26) οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιαλείπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε(παρ. 27) (ΑΠ 13/2015, 1681/2010, 1082/2010). Η επιχειρησιακή, συνεπώς συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής.
  1. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους, χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέτοια είναι και η ομαδική ασφάλιση(παρ. 28) του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, χωρίς να έχει νομική ή συμβατική δέσμευση, συνάπτει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνοντας να καλύπτει αυτός ολικά ή εν μέρει το ασφάλιστρο. Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά επί ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως, όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει εις εαυτόν το δικαίωμα ανάκλησής τους.(παρ. 29) Στην περίπτωση αυτή από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση των εν λόγω παροχών. Κατά συνέπεια, η από αυτόν (εργοδότη), κατ’ ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/20 δικαιώματα του εργαζομένου ( AΠ 603/2017, ΑΠ 48/2015 ).(...)
  1. Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το 2ο σκέλος του, προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ κατά την εξαγωγή του πορίσματος περί μη δεσμευτικότητας της καταβολής από την εναγομένη στην ενάγουσα του επίδικου επιδόματος παραγωγικότητας (bonus). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι η επικαλούμενη παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι η χορήγηση του επιδόματος δεν ενείχε πρόθεση της εναγομένης για σταθερή συμβατική δέσμευση απέναντι στην ενάγουσα (και τους λοιπούς εργαζομένους της) δεν περιέχει, έστω και έμμεση, διαπίστωση υπάρξεως κενού ή ασάφειας στην βούληση των μερών, ώστε το Εφετείο να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο λόγος αυτός φέρεται μεν να πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση επειδή παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, αλλά στην πραγματικότητα πλήττει απαραδέκτως την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και την αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, υπό το πρόσχημα ότι αυτή παραβίασε τους ως άνω ερμηνευτικούς κανόνες.(...)
  1. Η εκδίκαση από το δικαστήριο της ουσίας υποθέσεως υπαγομένης μεν στην καθ` ύλην αρμοδιότητά του, κατά διαδικασία όμως διαφορετική από την οριζόμενη στο νόμο, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 678/2007). Η αναιρεσείουσα με το 4ο λόγο αναίρεσης ισχυρίζεται ότι το Εφετείο έκρινε ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απαραδέκτως έκανε δεκτή την ασκηθείσα προφορικώς ενώπιον του Πρωτοδικείου και επαναληφθείσα δια των πρωτόδικων προτάσεων της αναιρεσίβλητης ανταγωγή, δια της οποίας αυτή ζητούσε έχοντας ως βάση της ανταγωγής τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την επιστροφή ποσού 23.400,96 €, ως διαφορά στο ύψος της καταβληθείσας αποζημιώσεως καταγγελίας, λόγω συνυπολογισμού σε αυτήν της πρόσθετα καταβαλλόμενης παροχής, παραβιάζοντας τόσο τις διατάξεις του άρ. 268 παρ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η αγωγή και η ανταγωγή πρέπει να εκδικάζονται κατά την ίδια διαδικασία, άλλως η τελευταία απορρίπτεται ως απαράδεκτη, όσο και το άρθρο 614 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει τις υπαγόμενες στις ειδικές διαδικασίες διαφορές. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο λόγος αυτός από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., επειδή το Εφετείο δίκασε την ανταγωγή κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ενώ, κατά την αναιρεσείουσα έπρεπε να τη δικάσει με την τακτική διαδικασία, διότι επρόκειτο για αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, πέραν του ότι το αρθ. 614 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, ως εκ του χρόνου εκδικάσεως της παρούσας υπόθεσης, πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τέταρτο του αρθ 1 Ν 4335/2015, αφορούσε τις διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων.
  1. Για το παραδεκτό του από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου αυτός στηρίζεται, έστω και αν δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, να έχει προταθεί νομίμως ενώπιον αυτού και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της σχετικής προτάσεως, εκτός αν επρόκειτο: (α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, και (γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη. Και στις περιπτώσεις, όμως, αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της προβολής τους (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 291/2018).

Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να δύναται να κριθεί αν ήταν νόμιμος και παραδεκτός, εάν δε συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδ. α- γ της παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ, πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο η περίπτωση αυτή (ΑΠ 1289/2017, 1002/2017, 692/2017, 791/2018).

Εν προκειμένω η αναιρεσείουσα επικαλείται στην ένδικη αίτηση μόνο ότι “η προσβαλλομένη ουδόλως έλαβε υπόψη της τους νομίμως προταθέντες ισχυρισμούς μου” και ότι “Νομίμως δε δήλωσα, ότι ο πλουτισμός μου δεν σώζεται πλέον...”. Δεν εκθέτει, ωστόσο, πότε και πώς προτάθηκαν οι παραπάνω ισχυρισμοί της, εάν δηλαδή τους προέβαλε το πρώτον στο Εφετείο ή εάν τους είχε προβάλει ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οπότε και θα όφειλε αντιστοίχως να επικαλείται στην ένδικη αίτηση ότι τους είχε νομίμως επαναφέρει κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ ενώπιον του Εφετείου, το οποίο δεν πράττει.(παρ. 30) (...)

Οι ΣΣΕ κατά την ΠΥΣ 6/12 - Αποφάσεις εκδοθείσες κατ’ ΑΝ 435/68(παρ. 31)

Οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/12 (και του Ν. 4046/12) για την λήξη των ισχυουσών ΣΣΕ με την συμπλήρωση 3 ετών και των ΣΣΕ που ίσχυαν ήδη επί 24 μήνες, την 14.2.2013 - Τρίμηνη υποχρεωτική παράταση (η λεγόμενη «μετενέργεια») και είσοδος στο στάδιο της μετενέργειας, κατά το οποίο επιζούν οι κανονιστικοί όροι του μισθού, και των επιδομάτων τέκνων, πολυετίας, σπουδών και επικινδύνου εργασίας - Στην έννοια του επιδόματος επικινδύνου εργασίας δεν περιλαμβάνεται και το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας - Το επίδομα επικινδύνου εργασίας έχει ως λόγο καταβολής την παροχή εργασίας που συνεπάγεται κίνδυνο για την ζωή ή την σωματική ακεραιότητα του μισθωτού, ενώ το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας έχει ως αιτία καταβολής το εργασιακό περιβάλλον στο οποίο παρέχεται η εργασία - Ποίος ο σκοπός του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας για το νοσηλευτικό ειδικώς προσωπικό - Η ΚΥΑ 49524/2008 για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος, εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότησιν του ΑΝ 435/68, εξομοιούται με συλλογική σύμβαση και έχει λήξει την 14.2.2013 - Δεν διατηρείται το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας - Αναίρεση αποφάσεως διότι συνυπολόγισε στο ποσόν της οφειλομένης αποζημιώσεως απολύσεως και το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας.