Περίληψη: Διάκριση φορτηγών αυτοκινήτων και ωράριο - Δυο μορφές ετοιμότητος προς εργασίαν: η γνήσια ετοιμότης και η απλή ετοιμότης ή «ετοιμότης κλήσεως» - Περίπτωση οδηγού που δεν υπερέβαινε τις οκτώ ώρες εργασίας.
(...) 3. Κατά το άρθρο 1 παρ.1 του β.δ. 28-1/4-2-1938 “περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων” (ΦΕΚ Α’ 35), τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Α’, Β’ και Γ’), στην πρώτη των οποίων υπάγονται τα μη εξυπηρετούντα ορισμένο εργοδότη φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), στη δεύτερη υπάγονται τα φορτηγά αυτοκίνητα των εταιριών ηλεκτρισμού, ύδρευσης, φωταερίου και τηλεφώνων, τα εξυπηρετούντα έκτακτες ανάγκες του δικτύου αυτών και στην κατηγορία Γ’ υπάγονται τα φορτηγά αυτοκίνητα των λοιπών ανωνύμων εταιριών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως. Ως προς το ωράριο εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων της κατηγορίας Α’, η διάταξη του άρθρου 2 του ίδιου β.δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του β.δ. 882/1961 (ΦΕΚ Α’ 224), ορίζει ότι η απασχόλησή τους δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες κατά εβδομάδα, ημερησίως δε τις 12 ώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η καθ’ εαυτή οδήγηση, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, οι στάσεις, οι αναμονές, όλες οι σχετικές με την εκμετάλλευση του αυτοκινήτου εργασίες και η πέρα των 4 ωρών αναμονή στο σταθμό αυτοκινήτων (πιάτσα), ενώ η οκτάωρη απασχόληση διακόπτεται επί μία ώρα.
- Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 2 του ν.δ. 3755/1957, 1 του ν. 1876/1990 και 2 του π.δ. 88/1999 (με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η 93/104/ΕΚ οδηγία και το οποίο τροποποιήθηκε με το π.δ. 76/2005 σε συμμόρφωση με την οδηγία 2000/34/ΕΚ), ως προς το ζήτημα της ετοιμότητας προς εργασία, διακρίνονται δύο βασικές μορφές. Στην πρώτη, ο εργαζόμενος οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχείρησης ή και εκτός αυτής, από όπου, πάντως, μόλις κληθεί, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσέλθει αμέσως στον τόπο εργασίας) και για συγκεκριμένο χρόνο, διατηρώντας τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις σε ένταση, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του αμέσως μόλις απαιτηθούν από τον εργοδότη ή τις περιστάσεις. Υπό τη μορφή αυτή, πρόκειται για “σύμβαση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία”, διότι, εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας, υπάρχει και διαρκής εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού, ανεξάρτητα προς το αν θα απαιτηθεί πραγματικά ή όχι η παροχή της εργασίας, γι’ αυτό και έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Στη δεύτερη, ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μόνο κατά ένα μέρος την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του εργοδότη, ώστε να δύναται να προσφέρει την εργασία του οποτεδήποτε του ζητηθεί, ενώ διατηρεί, παράλληλα, την ευχέρεια να αναπαύεται ή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο εργασίας, επιδιδόμενος, ενδεχομένως, σε άλλες ασχολίες. Υπό τη μορφή αυτή, πρόκειται για “σύμβαση μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία” (απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης), διότι η δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου είναι περιορισμένη και δεν απαιτεί διαρκή εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων αυτού. Γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις ή αποζημιώσεις της νυκτερινής, υπερωριακής ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες, αλλά οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε ή, άλλως, ο συνηθισμένος μισθός (ΑΠ 613/2017, ΑΠ 938/2015, ΑΠ 814/ 2014). (...)
- Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων, εργαζόμενος ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης, 10 τόννων, Α’ κατηγορίας, δεν υπερέβαινε τις οκτώ (8) ώρες εργασίας ημερησίως. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του συνοπτικές, αλλά πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το έχον ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ζήτημα της μη απασχόλησης του ενάγοντος πέραν του νομίμου ωραρίου των οκτώ ωρών ημερησίως κατά το πενθήμερο, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 2 του β.δ. 28-1/4-2-1938, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο μόνο του β.δ. 882/1961, τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Ειδικότερα, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας, ενόψει του σαφούς πορίσματος, στο οποίο οδηγήθηκε από τις αποδείξεις, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος δεν υπερέβαινε τις οκτώ ώρες, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά διαλειμμάτων και αναμονών και η διάρκεια αυτών, ούτε η ειδικότερη αιτιολόγηση των ωρών της καθ’ αυτό οδήγησης εντός του οκταώρου, ούτε τέλος η αναφορά των στοιχείων στα οποία στηρίζεται η παραδοχή περί μη υπερβάσεως του οκταώρου ημερησίως.