Περίληψη: Η διάταξη του άρθρου 8 εδ. β’ Ν. 3198/55 για την καταγγελία ή την αποχώρηση μισθωτών που έχουν συμ-πληρώσει προϋποθέσεις πλήρους συντάξεως, με μειωμένη αποζημίωση - Η ρύθμιση για την επαναπρόσληψη μισθωτών στα εποχικά ξενοδοχεία ή την καταβολή αποζημιώσεως επί μη επαναπροσλήψεως – Οι Συλλογικές ρυθμίσεις ξενοδοχοϋπαλλήλων απ. Χώρας και ξενοδοχοϋπαλλήλων Ν. Ηρακλείου Κρήτης – Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως, επί μη επαναπροσλήψεως, λαμβάνεται υπόψη μόνον το χρονικό διάστημα που απομένει μετά από την αφαίρεση των νεκρών περιόδων, από της αρχικής προσλήψεως – Το ίδιο ισχύει και για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους κατά την ΣΣΕ Ν. Ηρακλείου στην οποία αναφέρεται «ολόκληρος ο χρόνος που έχει διανυθή στο ίδιο ξενοδοχείο» – Ολόκληρος ο χρόνος λαμβάνεται υπ’ όψη για τον καθορισμό της συνολικής προϋπηρεσίας και όχι για τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως – Η ρύθμιση δεν αντίκειται στην Οδηγία 1999/70 – Ο υπολογισμός ισχύει και για την εξεύρεση της αποζημιώσεως συμπληρούντων προϋποθέσεις πλήρους συντάξεως (μόνον για την ΣΣΕ ξενοδοχοϋπαλλήλων Ν. Ηρακλείου).
(…) (...) Με τη διάταξη του άρθρου 8 εδάφ. β’ του Ν. 3198/55, που προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. Δ/τος 3789/57 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 435/76, ορίζεται ότι μισθωτοί γενικά, υπαγόμενοι στην ασφάλιση οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης, οι οποίοι συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για να λάβουν πλήρη σύνταξη γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη, ν’ αποχωρούν της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε ν’ αποχωρούν είτε ν’ απομακρύνονται από την εργασία των από τον εργοδότη τους, λαμβάνοντας σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι το 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικά το 50% της αποζημίωσης που δικαιούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη. Για την αποζημίωση που χορηγείται σύμφωνα με τα παραπάνω στους αποχωρούντες ή απομακρυνομένους μισθωτούς, εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, όλα όσα ορίζονται στα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του ν.3198/55, ως και στις διατάξεις του ν. 2112/20 “περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων”, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, και στο β.δ/μα της 16/18 Ιουλ. 20 «περί επεκτάσεως του Ν. 2112 “περί καταγγελίας εργασίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων” και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών...». Επίσης με τη διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 1539/85 (ΦΕΚ Α 64) ορίσθηκε ότι από 1ης Φεβρουαρίου 1983 ως επικουρικά ασφαλισμένοι για την εφαρμογή της παρ.1 του άρθρου 5 του Ν. 435/76 και της παρ.4 του άρθρου 49 του Ν. 993/79 νοούνται όσοι έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη επικουρικής σύνταξης.
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 1346/83 ορίζεται ότι σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εποχιακής λειτουργίας, ο εργοδότης υποχρεούται να επαναπροσλαμβάνει συνολικά τον ίδιο αριθμό εργαζομένων που είχε κατά μέσο όρο τις δύο προηγούμενες περιόδους εργασίας και κατά προτίμηση αυτούς που εργάζονταν κατά την τελευταία περίοδο, η δε επαναπρόσληψη γίνεται σταδιακά με τη συμπλήρωση ορισμένου ποσοστού πληρότητας, όπως ειδικότερα ορίζεται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ευνοϊκότερες ρυθμίσεις που ισχύουν με βάση νόμους, διατάγματα, συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις ή κοινές υπουργικές αποφάσεις υπερισχύουν. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 14 της από 4.4.1990 συλλογικής σύμβασης εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων όλης της χώρας, η οποία δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθ. 13376/90 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 290/26.4.1990 τ. Β’) και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την με αριθ. 16210/17.9.90 απόφαση του ιδίου Υπουργού (ΦΕΚ 629/1.10.1990 τ. Β’),(παρ. 1) το οποίο επαναλαμβάνει στο άρθρο 12 αυτής την από 30.7.1991 ομοία συλλογική σύμβαση εργασίας (πράξη κατάθ. Υπ. Εργ. 73/31.7.91) που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 16318/91 απόφαση του Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας (ΦΕΚ 931/13.11.1991 τ. Β’)(παρ. 2) και στο οποίο παραπέμπουν οι μεταγενέστερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων (από 8-7-92, 16-7-93 και 26-4-94, που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές, αντιστοίχως, με τις 15031/92, 13825/93 και 13066/94 αποφάσεις του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β’555/8.9.92, 795/6-10-93 και 644/26-8-94),(παρ. 3) ορίζεται ότι οι μη συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (εποχιακές), τέτοιες δε είναι εκείνες που λειτουργούν μέχρι εννέα μήνες το χρόνο, υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν το προσωπικό, το οποίο απασχόλησαν κατά την προηγούμενη περίοδο εργασίας, με την προϋπόθεση ότι οι εργαζόμενοι, μέσω της οικείας συνδικαλιστικής τους οργάνωσης και σε έντυπο - δήλωση που εκ-τυπώνεται από την τελευταία, θα ειδοποιήσουν εγγράφως τον εργοδότη τους μέχρι το τέλος Ιανουαρίου ότι επιθυμούν να εργασθούν κατά τη νέα περίοδο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 15 της πρώτης από τις παραπάνω συλλογικής σύμβασης εργασίας (από 4.4.1990), το οποίο επαναλαμβάνει στο άρθρο 13 αυτής την από 30.7.1991 συλλογική σύμβαση εργασίας και στο οποίο παραπέμπουν οι μεταγενέστερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων όλης της χώρας, τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας της επιχείρησης, όσο και κατά την νεκρά περίοδο αυτής απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνο με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η οποία υπολογίζεται βάσει των κατά μέσο όρο αποδοχών της αμέσως προηγούμενης περιόδου εργασίας. Στην καταγγελία θα υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας ο από την πρόσληψη του εργαζομένου στο ίδιο ξενοδοχείο. Οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία υποχρεούνται όπως παραμείνουν στην εργασία και μετά τη λήξη της εποχιακής περιόδου, εφόσον η επιχείρηση έχει ανάγκη τις υπηρεσίες τους, σε σειρά και με αριθμό που καθορίζεται από τον εργοδότη. Τα ίδια προβλέπουν οι ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 5.5 και 5.6 της υπ’ αριθ. 20/2007(παρ. 4) διαιτητικής απόφασης “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις όλης της χώρας”, η οποία έχει κηρυχθεί υποχρεωτική με την υπ’ αριθ. 11855/2007 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικής Απασχόλησης και Κοινωνικής Πρόνοιας (ΦΕΚ 1111/4-7-2007 τ. Β’). Τέλος, με την από 16.7.2008 συλλογική σύμβαση εργασίας “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων του Νομού Ηρακλείου”, τοπικής ισχύος, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 18.7.2008 με την υπ’ αριθ. 68974/3219/6.10.2008 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 2137/15.10.2008 τ. Β’) και ειδικότερα με την αντίστοιχου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 11 αυτής, την οποία επανέλαβε η ταυτάριθμη διάταξη του άρθρου 11 της μεταγενέστερης από 23.7.2010 συλλογικής σύμβασης εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων του Νομού Ηρακλείου (πράξη κατάθ. 22/6.8.2010),(παρ. 5) ως και οι διατάξεις μεταγενέστερων αυτής συλλογικών συμβάσεων εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων του Νομού Ηρακλείου, ορίσθηκε ότι τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας της επιχειρήσεως όσο και κατά τη νεκρή περίοδο αυτής, απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνο κατόπιν καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως, ότι η αποζημίωση υπολογίζεται βάσει των κατά μέσο όρο αποδοχών της αμέσως προηγούμενης περιόδου εργασίας και ότι στην καταγγελία θα υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας ολόκληρος ο χρόνος που διανύθηκε από την πρόσληψη στο αυτό ξενοδοχείο. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι συμβάσεις εργασίας των υπαλλήλων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων εποχιακής λειτουργίας είναι ορισμένου χρόνου, υπό την έννοια ότι λύονται μόλις παρέλθει η περίοδος λειτουργίας του ξενοδοχείου. Παρέχεται όμως από το νόμο στον εργαζόμενο διαπλαστικό δικαίωμα προαίρεσης, με την άσκηση του οποίου συντελείται η επαναπρόσληψή του κατά την επόμενη περίοδο εργασίας, με την προϋπόθεση ότι το ξενοδοχείο θα επαναλειτουργήσει και θα φθάσει σε ορισμένη πληρότητα. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με μονομερή έγγραφη ειδοποίηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, η οποία υποβάλλεται μέσω της οικείας επαγγελματικής οργανώσεώς του, ότι επιθυμεί να απασχοληθεί κατά την προσεχή περίοδο. Με μόνη δε την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εφόσον συντρέξουν οι κατά το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 1386/83 προϋποθέσεις πληρότητας, καταρτίζεται νέα σύμβαση εργασίας για την προσεχή περίοδο λειτουργίας του ξενοδοχείου (ΟλΑΠ 14/2000).(παρ. 6) Εάν κατά τη νεκρή περίοδο καταγγελθεί από την εποχιακώς λειτουργούσα ξενοδοχειακή επιχείρηση, η σύμβαση εργασίας ξενοδοχοϋπαλλήλου, ο οποίος είχε τηρήσει τις για την επαναπρόσληψή του κατά την επόμενη περίοδο απαιτούμενες διατυπώσεις, οφείλεται στον τελευταίο η από το ν. 2112/20 προβλεπόμενη αποζημίωση για απροειδοποίητη καταγγελία της σχέσης εργασίας. Για τον καθορισμό όμως του ύψους της αποζημίωσης αυτής λαμβάνεται υπόψη μόνο το χρονικό διάστημα που απομένει μετά την αφαίρεση, από τον - μετά την αρχική πρόσληψη - συνολικό χρόνο υπηρεσίας του απολυομένου, του χρόνου των νεκρών περιόδων, κατά τη διάρκεια των οποίων η σχέση εργασίας διακοπτόταν και ο μισθωτός μπορούσε να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη (ΑΠ 31/1991).(παρ. 7) Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από το ανωτέρω άρθρο 11 της από 16.7.2008 τοπικής κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων του Νομού Ηρακλείου, που επαναλήφθηκε και στις μεταγενέστερες αυτής τοπικές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες περιέχουν ρυθμίσεις αντίστοιχου περιεχομένου με τις πιο πάνω συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους όλης της χώρας, και στις οποίες (τοπικές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας) αναφέρεται ότι στην καταγγελία θα υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας “ολόκληρος” ο χρόνος που διανύθηκε από την πρόσληψη στο ίδιο ξενοδοχείο, καθώς τούτο ορίζεται όχι για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης αλλά για το καθορισμό της συνολικής προϋπηρεσίας, ενόψει της ορισμένης διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας των εποχιακώς απασχολουμένων ξενοδοχοϋπαλλήλων και των νεκρών περιόδων που μεσολαβούν από τη λήξη της ορισμένου χρόνου σύμβασης μέχρι την επαναπρόσληψή τους, κατά τη διάρκεια των οποίων η σχέση εργασίας διακόπτεται και ο μισθωτός έχει τη δυνατότητα να απασχοληθεί σε άλλον εργοδότη. Συνεπώς, με βάση τη συνολική προϋπηρεσία, και, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί ο χρόνος της νεκρής περιόδου, θα καθοριστεί στη συνέχεια το ύψος της αποζημίωσης (ΑΠ 80/2019,(παρ. 8) ΑΠ 455/2013, ΑΠ 305/2011),(παρ. 9) είτε στην περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας είτε στην περίπτωση της πλήρους συνταξιοδότησης λόγω γήρατος. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 4 της με αριθ. 1999/70 Οδηγίας, αφού κατά τη διάρκεια της νεκράς περιόδου παύει η λειτουργία του ξενοδοχείου και κατά συνέπεια η επιχείρηση που το εκμεταλλεύεται δεν απασχολεί για τη λειτουργία του ξενοδοχοϋπαλλήλους με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος περί διακριτής μεταχείρισης. Ούτε μπορεί να γίνει λόγος περί συνδρομής περίπτωσης επιχειρησιακής συνήθειας, ως διαλαμβάνει η αναιρεσίβλητη με τις προτάσεις της, εφόσον δεν υπήρχε σχετική βάση αγωγής.(...)
Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: “Η εναγομένη, στη θέση της οποίας υπεισήλθε αυτοδικαίως λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως η παρακάτω εταιρεία που συνεχίζει τη δίκη στη θέση της με την επωνυμία “………….” [ήδη αναιρεσείουσα], η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών στις 3.2.2012 και από την ημερομηνία αυτή υποκαταστάθηκε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της εναγομένης (άρθ. 75 παρ.1 περ. α του Ν. 2112/20), διατηρούσε ……….. ξενοδοχειακή τουριστική επιχείρηση με τον διακριτικό τίτλο “………….”, η οποία λειτουργεί εποχιακά. Η εναγομένη προσέλαβε την ενάγουσα [ήδη αναιρεσίβλητη] στις 13.04.1987 με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας για να εργασθεί ως υπάλληλος και με την ειδικότητα της σερβιτόρου. Έκτοτε η ενάγουσα, που κατείχε πτυχίο τουριστικής σχολής, εργάσθηκε στο ξενοδοχείο της εναγομένης εταιρείας συνεχώς καθ’ όλες τις επόμενες τουριστικές περιόδους λειτουργίας του, επαναπροσλαμβανόμενη με την ίδια ειδικότητα, μέχρι και την 31.08.2010, οπότε ενημέρωσε προφορικά την εναγομένη ότι ήδη πληροί τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος από το ΙΚΑ, στο οποίο ήταν ασφαλισμένη. Για το σκοπό αυτό και έλαβε την από 14.10.2010 προσκομιζόμενη με επίκληση δήλωση της εναγομένης, από την οποία προκύπτουν τα συνολικά έτη εργασίας της σ’ αυτήν και προχώρησε την 1.11.2010 στην κατάθεση της από 6.9.2010 αίτησής της προς το ΙΚΑ για τη χορήγηση σύνταξης. Κατά το χρόνο που η ενάγουσα αποχώρησε από την εργασία της, ήτοι στις 31.8.2010, είχε ήδη συμπληρώσει τις προϋποθέσεις του νόμου για την λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, αφού είχε συμπληρώσει το απαιτούμενο όριο ηλικίας των 55 ετών και είχε συμπληρώσει και 4.500 ημέρες εργασίας. Οι προϋποθέσεις αυτές αποδεικνύεται ότι πληρούντο κατά την αποχώρηση της ενάγουσας από την εργασία της την 31.08.2010 και ενόσω η σύμβαση εργασίας της ήταν ενεργός [...]. Ακολούθως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα από την αρχική της πρόσληψη μέχρι την αποχώρησή της, ήτοι από 13.4.1987 έως 31.08.2010 είχε συμπληρώσει είκοσι τρία χρόνια υπηρεσίας, καθόσον σύμφωνα με την άποψη που θεωρεί το δικαστήριο τούτο ορθότερη, ως προς την ερμηνεία της σχετικής διατάξεως της οικείας ΣΣΕ, που με όμοιο περιεχόμενο επαναλαμβάνεται από το έτος 1990, για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολύσεως εποχικώς απασχολουμένων ξενοδοχοϋπαλλήλων Ν. Ηρακλείου, λαμβάνεται υπόψη ολόκληρος ο χρόνος απασχολήσεως του μισθωτού από της προσλήψεώς του στο αυτό ξενοδοχείο, μη αφαιρουμένου του χρόνου μη απασχολήσεώς του, κατά τις νεκρές περιόδους που το ξενοδοχείο δεν λειτουργεί. Επομένως η εναγομένη δικαιούται αποζημίωση ίση με το 40% της αποζημιώσεως απολύσεως, η οποία ενόψει του χρόνου εργασίας της στην εναγομένη ανέρχεται σε δέκα εννέα μηνιαίους μισθούς συν το 1/6 τούτων για την αναλογία των επιδομάτων εορτών και αδείας. (...)
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 της από 16.7.2008 συλλογικής σύμβασης εργασίας “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων του Νομού Ηρακλείου”, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 18.7.2008 με την υπ’ αριθ. 68974/3219/6.10.2008 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 2137/ 15.10.2008 τ. Β’) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ.1 και 5 του Ν. 1346/83, καθότι προέβη στον υπολογισμό της οφειλομένης στην αναιρεσίβλητη αποζημιώσεως για την αποχώρησή της από την εργασία της ως ξενοδοχοϋπαλλήλου στην εποχιακού χαρακτήρα επιχείρηση της αναιρεσείουσας εταιρείας, λόγω συμπληρώσεως των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, προσμετρώντας στο χρόνο υπηρεσίας αυτής και τα χρονικά διαστήματα των νεκρών περιόδων, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν λειτουργούσε το ξενοδοχείο και δεν απασχολείτο εκεί η αναιρεσίβλητη. Επομένως ο σχετικός περί των ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.