Περίληψη: Με τις διατάξεις της περίπτ. στ’ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν. ν. 1846/51, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/97 (παρ. 13) επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση τήρησης του Ειδικού Βιβλίου Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού (ΕΒΝΠ), η οποία εκπληρώνεται με την προσήκουσα καταχώριση κάθε νεοπροσλαμβανόμενου μισθωτού στο πιο πάνω ειδικό έντυπο της επιχείρησης και προβλέπεται η επιβολή προστίμου για την παράβαση της υποχρέωσης αυτής. Περαιτέρω, με τις ίδιες διατάξεις παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προκειμένου να θεσπιστεί ο τρόπος καθορισμού του προστίμου αυτού «για κάθε παράβαση και για κάθε άτομο». Με βάση την ανωτέρω νομοθετική εξουσιοδότηση εκδόθηκε η Φ21/500/26.3.1998(παρ. 14) απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σύμφωνα με τις διατάξεις της πιο πάνω παρ. 4 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, όταν επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο για την παράβαση της μη προσήκουσας τηρήσεως του ΕΒΝΠ, το πρόστιμο αυτό υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των μισθωτών που βρέθηκαν μη καταχωρισμένοι ή πλημμελώς καταχωρισμένοι στο πιο πάνω ειδικό έντυπο, πολλαπλασιαζόμενο επί ένα σταθερό χρηματικό ποσό. Επομένως, από τις ανωτέρω διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 και της Φ21/500/26.3.1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνάγεται ότι κάθε μη καταχώριση ή μη προσήκουσα καταχώριση μισθωτού στο ΕΒΝΠ αποτελεί αυτοτελή παράβαση, για κάθε δε μη καταχωρισμένο ή μη προσηκόντως καταχωρισμένο στο ΕΒΝΠ μισθωτό επιβάλλεται στον εργοδότη ένα αυτοτελές και διακεκριμένο ποσό προστίμου. Συνακολούθως, το εκκλητό απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδίδεται επί προσφυγής κατά Πράξης Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων, με την οποία καταλογίζεται σε βάρος του εργοδότη χρηματικό ποσό, το οποίο αναλύεται σε περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα κατά τα ανωτέρω πρόστιμα, ισάριθμα με τους μισθωτούς που βρέθηκαν κατά τον έλεγχο μη καταχωρισμένοι ή μη προσηκόντως καταχωρισμένοι, κρίνεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε αυτοτελές και διακεκριμένο πρόστιμο χωριστά.
(…) 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 55/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 701/2017 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καβάλας. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου ασφαλιστικού φορέα και ακυρώθηκε η ...../17.7.2003 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (ΤΔΕ) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Καβάλας, με την οποία είχε γίνει δεκτή ένσταση της αναιρεσείουσας κατά των ..../15.7.2003 και ...../15.7.2003 πράξεων επιβολής προστίμου ακαταχώριστων εργαζομένων (ΠΕΠΑΕ), κρίθηκε δε ότι νομίμως είχαν επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσείουσας με τις ανωτέρω ΠΕΠΑΕ ποσά 90.240 και 71.040 ευρώ, αντιστοίχως, λόγω εκπρόθεσμων καταχωρίσεων των νεοπροσλαμβανόμενων εργαζομένων στο Ειδικό Βιβλίο Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού που τηρούσε η αναιρεσείουσα κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997.
- Επειδή, η υπόθεση αυτή εισήχθη ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης του Α΄ Τμήματος με την από 30.9.2019 πράξη της Προέδρου του λόγω σπουδαιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).
- Επειδή, στις παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι παρ. 3 και 4 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και περαιτέρω η παρ. 3 συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζονται τα εξής: «1. «Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται κατά αποφάσεων που εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, είτε τελεσιδίκως κατ` έφεση, αναθεώρηση ή αναψηλάφηση... . 2 … 3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. … 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. …5. …».
- Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) ορίζεται ότι: «Η δικαιοδοσία των δικαστηρίων, αν από τον Κώδικα δεν ορίζεται διαφορετικά, ασκείται σε δύο βαθμούς». Περαιτέρω, στο άρθρο 92 του ίδιου Κώδικα, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147) και η περίπτ. ε΄ της παρ. 4 του ίδιου άρθρου 92 του ΚΔΔ προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), ορίζεται ότι: «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Προκειμένου για απαιτήσεις αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένων κατά των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, ... το ανωτέρω όριο ορίζεται στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό. Αν το αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά. ... 3. ... 4. Επιτρέπεται πάντοτε να ασκηθεί έφεση: α) ... ε) αν πρόκειται για την επιβολή προστίμων για παράβαση διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εφόσον προβάλλεται από το διάδικο και προκύπτει, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι η επίλυση της διαφοράς έχει για αυτόν ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις».
- Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης για διαφορές με χρηματικό αντικείμενο που υπολείπεται των 40.000 ευρώ, ενώ οι διαφορές με χρηματικό αντικείμενο 40.000 ευρώ και άνω άγονται παραδεκτώς ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου, αν με την αίτηση αναίρεσης προβάλλονται βασίμως ισχυρισμοί με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παρ. 3. Ειδικότερα, στην τελευταία περίπτωση, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 4877/2012 7μ., 4163/2012 7μ., 2182, 2582, 3994/2013, 329/2014, 3026/2017, 2196/2018 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όταν η διαφορά που άγεται κατ` αναίρεση ανέκυψε κατόπιν άσκησης προσφυγής του άρθρου 63 του ΚΔΔ κατά πράξης επιβολής εισφορών ή προστίμων, ως ποσό του αντικειμένου της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, από το ύψος του οποίου εξαρτάται το παραδεκτό ή μη της αίτησης αναίρεσης, λαμβάνεται το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στην καταλογιστική πράξη και αμφισβητείται με την αίτηση αναίρεσης. Το ίδιο ισχύει και όταν με κοινή προσφυγή έχουν προσβληθεί περισσότερες πράξεις επιβολής εισφορών ή προστίμων και το αρμόδιο για την εξέταση της κοινής προσφυγής διοικητικό όργανο και, ακολούθως, τα διοικητικά δικαστήρια (πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο) εκδίδουν κοινή απόφαση (βλ. ΣτΕ 1462/2005 Ολομ., 4379/2009, 1481/2010, 4234/2012, 2546/2016).
- Επειδή, εξάλλου, όπως παγίως έχει κριθεί, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης που έχει εκδοθεί σε πρώτο βαθμό επί διαφοράς για την οποία προβλέπονται δύο βαθμοί ουσιαστικής κρίσης σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 92 του ΚΔΔ (βλ. ΣτΕ 18/2020, 2972/2015, 67/2014, 3097/2009, 1913/2005, 3043, 1648/1993, πρβ. ΣτΕ 654/1993 Ολομ.). Ο επιβαλλόμενος με την παρ. 1 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 περιορισμός στον αναιρετικό έλεγχο συνίσταται στην υποχρεωτική τήρηση εκ μέρους των διαδίκων αλλά και των δικαστηρίων της ουσίας των δύο βαθμών ουσιαστικής κρίσης, όπου αυτό προβλέπεται, και αποσκοπεί στην πληρέστερη εκκαθάριση του πραγματικού της υπόθεσης και στη διάγνωση των νομικών ζητημάτων που τίθενται ενόψει του πραγματικού αυτού από τα διοικητικά δικαστήρια της ουσίας πριν επιληφθεί των νομικών αυτών ζητημάτων το αναιρετικό δικαστήριο. Εξάλλου, ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 92 του ΚΔΔ από τους διαδίκους και στη συνέχεια από τα δικαστήρια της ουσίας αποτελεί ζήτημα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο από το αναιρετικό δικαστήριο. Ειδικότερα, η ορθή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 92 του ΚΔΔ ερευνάται αυτεπαγγέλτως τόσο στην περίπτωση που συναρτάται ευθέως με το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, κατά τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 18/2020, 2972/2015, 67/2014, 3097/2009, 1913/2005 κ.ά.), όσο και στην περίπτωση που συναρτάται με την εξουσία του δικάσαντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να δικάσει κατ` ουσίαν τη διαφορά που ήχθη ενώπιόν του (βλ. ΣτΕ 374/2020, ΣτΕ 2714, 2636/2015, 2756-57/2013 7μ., 3139/2014 υπό το καθεστώς του ν. 3900/2010, ΣτΕ 2972, 1146, 235/2015 υπό το καθεστώς του ν. 3772/2009 και ΣτΕ 4635/2014, 3965, 1092/2012 υπό το καθεστώς του ν. 2944/2001). Από τη συνδυαστική δε ερμηνεία των διατάξεων των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 συνάγεται ότι όχι μόνο στην πρώτη αλλά και στη δεύτερη από τις ανωτέρω περιπτώσεις το ζήτημα του εκκλητού ή μη της πρωτοδίκως εκδοθείσας απόφασης ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, δηλαδή, ανεξαρτήτως του αν προβάλλονται παραδεκτοί και βάσιμοι ισχυρισμοί με το περιεχόμενο που προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 2714, 2636/2015, 2756-57/2013 7μ.) ή αν το ποσό της διαφοράς υπολείπεται του νομίμου ορίου των 40.000 ευρώ (βλ. ΣτΕ 374/2020). Συνάγεται, επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις ότι, αν η αίτηση αναίρεσης ασκείται παραδεκτώς και από την άποψη της συνδρομής των διατάξεων των πιο πάνω παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, το ζήτημα της ορθής εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 92 του ΚΔΔ ερευνάται ακόμη και αν δεν έχει προβληθεί σχετικός λόγος αναίρεσης (βλ. ΣτΕ 2714, 2636/2015, 2756-2757/2013 7μ., 3139/2014). Μειοψήφησε η Σύμβουλος Κ. Κονιδιτσιώτου, κατά τη γνώμη της οποίας η εφαρμογή των κανόνων για την παραδεκτή άσκηση της αίτησης αναίρεσης του ν. 3900/2010 (ποσό διαφοράς, προβολή ισχυρισμών για αντίθεση ή ανυπαρξία νομολογίας κ.λ.π.) είναι γενικής ισχύος και δεν εξαρτάται, κατά το γράμμα αλλά και το σκοπό της ρύθμισης του αναιρετικού φίλτρου, από άλλες μη προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, όπως η βαρύτητα της φερόμενης ως πλημμέλειας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Σε κάθε δε περίπτωση, σφάλμα κατά την ερμηνεία διατάξεων που αφορούν το εκκλητό ή μη πρωτόδικης απόφασης δεν συνιστά μείζον ζήτημα δημόσιας τάξης, που, τυχόν, θα δικαιολογούσε την κατ` εξαίρεση μη εφαρμογή των ανωτέρω κανόνων του παραδεκτού.
- Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την ..../15.7.2003 ΠΕΠΑΕ του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στην Καβάλα επιβλήθηκε σε βάρος της εδρεύουσας στον ...... Καβάλας αναιρεσείουσας καπνεμπορικής εταιρείας, με βάση την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, πρόστιμο συνολικού ύψους 95.040 ευρώ, αναλυόμενο σε 99 πρόστιμα για 99 μισθωτούς, ύψους 960 ευρώ το καθένα και με την ..../15.7.2003 ΠΕΠΑΕ του ίδιου Υποκαταστήματος επιβλήθηκε σε βάρος της ανωτέρω, με βάση τις ίδιες διατάξεις του ν. 2556/1997, πρόστιμο συνολικού ύψους 71.040 ευρώ, αναλυόμενο σε 74 πρόστιμα ύψους 960 ευρώ το καθένα για ισάριθμους μισθωτούς. Κατά των ανωτέρω πράξεων η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον της αρμοδίας ΤΔΕ του ανωτέρω Υποκαταστήματος ένσταση, η οποία έγινε δεκτή με την ..../17.7.2003 απόφαση της ανωτέρω επιτροπής. Κατά της απόφασης αυτής το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καβάλας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 701/2017 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της 19/2014 προδικαστικής απόφασής του, δέχθηκε εν μέρει την πιο πάνω προσφυγή του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, έκρινε δε ότι νομίμως είχαν επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσείουσας με τις ..... και ..../2003 ΠΕΠΑΕ πρόστιμο συνολικού ύψους 90.240 ευρώ, αναλυόμενο σε 94 πρόστιμα ύψους 960 ευρώ το καθένα για ισάριθμους πλημμελώς καταχωρισμένους στο ΕΒΝΠ μισθωτούς και πρόστιμο συνολικού ύψους 71.040 ευρώ αναλυόμενο σε 74 πρόστιμα ύψους 960 ευρώ το καθένα για ισάριθμους πλημμελώς καταχωρισμένους στο ΕΒΝΠ μισθωτούς, αντιστοίχως. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και 26 παρ. 9 περίπτ. στ΄ της παρ. 9 του α.ν. 1846/1951, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, τα επιμέρους πρόστιμα που επιβάλλονται για παραβάσεις κατά την τήρηση του Ειδικού Βιβλίου Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού (ΕΒΝΠ) είναι αυτοτελή και διακεκριμένα, ανέρχονται δε στο ποσό των 960 ευρώ. Επομένως, κατά το δικάσαν διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92 του ΚΔΔ, το εκκλητό πρωτόδικης απόφασης που εκδίδεται επί προσφυγής κατά ΠΕΠΑΕ κρίνεται με βάση το ανωτέρω ποσό των επιμέρους διακεκριμένων και αυτοτελών προστίμων που επιβλήθηκαν και όχι με βάση το συνολικό ποσό που αναγράφεται στην καταλογιστική αυτή πράξη ούτε από το συνολικό ποσό που αμφισβητείται με την έφεση. Έκρινε επίσης το δικάσαν δικαστήριο ότι τα ζητήματα της συνδρομής των λόγων που δικαιολογούν, κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 92 παρ. 4 του ΚΔΔ, την άσκηση έφεσης με χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο του νομίμου ορίου των 5.000 ευρώ δεν ερευνώνται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνον κατόπιν προβολής, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, από τον εκκαλούντα «συγκεκριμένων» και σαφώς τεκμηριωμένων σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι, μάλιστα, απαιτείται να περιέχονται απαραιτήτως στο ίδιο το εισαγωγικό δικόγραφο, χωρίς, εν πάση περιπτώσει, να μπορεί να καλυφθεί η έλλειψή τους εκ των υστέρων με άλλο δικόγραφο, ούτε προσθέτων λόγων, του εκκαλούντος. Κατά το δικάσαν δικαστήριο, μόνον τέτοιοι ισχυρισμοί είναι παραδεκτοί και εξετάζονται κατά τη βασιμότητά τους, εφ’ όσον δε, και καθ’ ό μέρος, γίνουν και κατ’ ουσίαν δεκτοί, η έφεση, κατά το αντίστοιχο και μόνον μέρος, κρίνεται παραδεκτή από την ανωτέρω άποψη και εκδικάζεται περαιτέρω. Με τις σκέψεις δε αυτές, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κρίνοντας ότι το ποσό της διαφοράς με βάση το οποίο κρίνεται το εκκλητό της πρωτόδικης απόφασης ανερχόταν σε 960 ευρώ και άρα υπολειπόταν του κατωτάτου ορίου των 5.000 ευρώ και ότι, ως εκ τούτου, η έφεση της αναιρεσείουσας απαραδέκτως στρεφόταν κατά απόφασης μη υποκείμενης σε έφεση. Έκρινε, περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο ότι η αναιρεσείουσα, προς άρση του ανεκκλήτου της πρωτόδικης απόφασης απαραδέκτως είχε προβάλει με δικόγραφο προσθέτων λόγων και όχι με το εισαγωγικό δικόγραφο της έφεσης τον ισχυρισμό ότι υφίστατο ευρύτερες οικονομικές συνέπειες από το ύψος του συνολικού προστίμου που της επιβλήθηκε με τις ένδικες ΠΕΠΑΕ. Επομένως, κατά το διοικητικό εφετείο, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ήταν εξεταστέος. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.
- Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 11.7.2019, διέπεται από τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Με την αίτηση δε αυτή άγεται κατ` αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο που αντιστοιχεί στα ποσά που καταλογίστηκαν με καθεμιά από τις πιο πάνω .... και ..../2003 ΠΕΠΑΕ που αμφισβητούνται με την κρινόμενη αίτηση, αυτοτελώς λαμβανόμενα υπόψη. Κατά τα εκτεθέντα δε στην προηγούμενη σκέψη, τα ποσά αυτά ανέρχονται σε 90.240 και 71.040 ευρώ αντιστοίχως και άρα υπερβαίνουν το νόμιμο όριο των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι είναι μη νόμιμη η κρίση του δικάσαντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι η πρωτοδίκως εκδοθείσα απόφαση ήταν ανέκκλητη. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 92 του ΚΔΔ, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση δεν υπέκειτο σε έφεση, ισχυρίζεται δε ειδικότερα η αναιρεσείουσα ότι, κατ` ορθή έννοια των ανωτέρω δικονομικών διατάξεων σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περίπτ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν 1846/1951, το ποσό με βάση το οποίο έπρεπε να κριθεί το εκκλητό της πρωτόδικης απόφασης ήταν το συνολικό ποσό που επιβλήθηκε με τις εν λόγω ΠΕΠΑΕ (95.240 + 71.040), δηλαδή 166.080 ευρώ μείον το ποσό των 960 ευρώ που έπρεπε να της επιβληθεί για την παράβαση της μη επίδειξης του ΕΒΝΠ, ήτοι 165.120 ευρώ, και όχι 960 ευρώ που δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο. Εξάλλου, προς άρση του απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης ως προς το νομικό ζήτημα της ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 92 του ΚΔΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περίπτ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951, το οποίο τίθεται με τους πιο πάνω λόγους αναίρεσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η πλησσόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι αντίθετη προς τις 1097/2010, 3300/2011 και 318/2011 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκε ότι για την παράβαση της υποχρέωσης του εργοδότη να επιδείξει το ΕΒΝΠ στα ελεγκτικά όργανα επιβάλλεται ένα μόνο πρόστιμο και όχι τόσα πρόστιμα όσα και οι μισθωτοί που απασχολεί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι στις ανωτέρω τρεις αποφάσεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα ως αντίθετες προς την κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί του ανεκκλήτου της πρωτόδικης απόφασης περιέχεται κρίση μόνο για το ζήτημα ότι η παράβαση της μη επίδειξης του ΕΒΝΠ επισύρει, κατά τις διατάξεις της περίπτ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951, ένα και μόνο πρόστιμο και δεν εκφέρεται καμία κρίση για το κριθέν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τιθέμενο με τον λόγο αναίρεσης ζήτημα της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 92 του ΚΔΔ σε συνδυασμό με τις πιο πάνω διατάξεις της νομοθεσίας του ΙΚΑ. Ωστόσο, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην 7η σκέψη, το τιθέμενο με την κρινόμενη αίτηση ζήτημα του εκκλητού της πρωτοδίκως εκδοθείσας απόφασης, που αφορά την έκταση της δικαιοδοσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, άγεται παραδεκτώς προς εξέταση με την κρινόμενη αίτηση, ως ζήτημα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ` αναίρεση, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να εξεταστεί ως προς το βάσιμο αυτού. Κατά τη μειοψηφήσασα όμως γνώμη, εφόσον για το τιθέμενο με την κρινόμενη αίτηση ζήτημα δεν προβάλλεται βάσιμος ισχυρισμός περί αντίθεσης προς τη νομολογία ή περί ανυπαρξίας νομολογίας προς άρση του απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
- Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 92 του ΚΔΔ που παρατίθενται στην 5η σκέψη, αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά, όπως καθορίζονται με την πρωτόδικη απόφαση και ανεξαρτήτως αν τα αυτοτελή αυτά ποσά καταλογίστηκαν με μία διοικητική πράξη (ΣτΕ 126/2014, 782/2013, 2202, 3965, 4170/2012, 1591, 4101, 4242/2011, 2171, 3293, 4020/2010, 2870, 3735/2008, 1756/2007 Ολομ., 3163, 3233/2007).
- Επειδή, περαιτέρω, στην παράγραφο 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951 (Α΄ 170) ορίζονται τα εξής: «Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγομένων εις την ασφάλισιν προσώπων, του αριθμού τούτων και των καταβλητέων εισφορών, οι εργοδόται υποχρεούνται: α) ... στ) (περίπτωση που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, Α΄ 270, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν δηλαδή από την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 του ν. 3232/2004, Α΄ 48 και, τελικώς, την κατάργησή της με την παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4255/2014, Α΄ 89) Να καταχωρούν σε θεωρημένο και ειδικό προς τούτο έντυπο τους προσλαμβανόμενους μισθωτούς τους αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία. ... Για τον κάθε μισθωτό που θα βρεθεί από τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. να απασχολείται και δεν είναι καταχωρημένος, κατά τα ανωτέρω, επιβάλλεται, με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Ι.Κ.Α., σε βάρος του εργοδότη του πρόστιμο. Πρόστιμο επιβάλλεται επίσης και στον εργοδότη που δεν επιδεικνύει στα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. το κατά τα ανωτέρω έντυπο καταχώρησης προσλαμβανόμενων μισθωτών. Τα πρόστιμα δεν μπορούν να ξεπερνούν κατ’ άτομο το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία της επιβολής τους. Τα κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενα πρόστιμα αποτελούν έσοδα του Ι.Κ.Α. Με Κανονισμό θα ορισθούν τα όργανα και οι διαδικασίες επιβολής, βεβαίωσης, είσπραξης, αμφισβήτησης, διοικητικής επίλυσης ασφαλιστικής διαφοράς, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. ... Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από πρόταση του ΙΚΑ θα προσδιοριστεί το ύψος του προστίμου για κάθε παράβαση και για κάθε άτομο, το είδος του εντύπου καταχώρησης, η υπηρεσία, το όργανο και η διαδικασία εκτύπωσης, θεώρησης, χορήγησης, ελέγχου, τήρησης, ανάληψης της δαπάνης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τη διαδικασία εφαρμογής της διάταξης αυτής. ... Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1.4.1998». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκε η Φ21/500/26.3.1998 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 313), στην οποία ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1.Κάθε εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί σε ειδικό και θεωρημένο έντυπο, τους μισθωτούς που προσλαμβάνει αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία. Ο τύπος του ειδικού εντύπου θα έχει τη μορφή γραμμογραφημένου βιβλίου που ... θα αποτελείται από 10, 50 ή 100 τουλάχιστον διπλά αριθμημένα φύλλα. ... Εντός πλαισίου εφιστάται η προσοχή στον εργοδότη αφενός για την υποχρεωτική καταχώρηση των νεοπροσλαμβανομένων μισθωτών και αφετέρου για την υποχρεωτική τήρηση του βιβλίου στον τόπο απασχόλησης και την επίδειξή του, όταν ζητηθεί. … Στα εσωτερικά φύλλα καθώς και σε αντίστοιχες στήλες θα αναγράφονται ο αύξων αριθμός (Α/Α), το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου, το πατρώνυμό του, η ημερομηνία πρόσληψής του, ο αριθμός μητρώου του απασχολούμενου, η ειδικότητά του, ο μισθός ή το ημερομίσθιό του και η υπογραφή του εργαζόμενου και του εργοδότη. ... 2. … Το Ειδικό Βιβλίο συμπληρωμένο, όπως προβλέπεται παραπάνω, τηρείται σε προσιτό σημείο στον τόπο εργασίας των μισθωτών με ευθύνη του εργοδότη και τίθεται αμέσως στη διάθεση των αρμοδίων οργάνων του ΙΚΑ όταν ζητηθεί... Το πρώτο φύλλο παραλαμβάνεται κατά τον έλεγχο από τα όργανα που τον διενήργησαν και το δεύτερο παραμένει στο στέλεχος και φυλάσσεται από τον υπόχρεο εργοδότη για δέκα (10) έτη, κατ` αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της περ. β΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του Α.Ν. 1846/1951, ... . Κατά τον έλεγχο αναγράφονται και στα δύο φύλλα η ημερομηνία του ελέγχου, πιθανές παρατηρήσεις και τίθεται η υπογραφή του οργάνου που τον διενήργησε. 3. … 4. (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την Φ21/2376/12.12.2001 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Β΄ 1735, έναρξη ισχύος από 1.1.2002) Κάθε εργοδότης που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2556/1997 και δεν καταχωρεί τους νεοπροσλαμβανόμενους μισθωτούς στο Ειδικό Βιβλίο ή δεν επιδεικνύει αυτό στα αρμόδια όργανα όταν του ζητηθεί υπόκειται σε πρόστιμο. Για τη μη επίδειξη του βιβλίου, κατά τον έλεγχο, ο εργοδότης δεν μπορεί να αντιτάξει στα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ καμία αιτιολογία για τη μη επιβολή του. Το ύψος του προστίμου ορίζεται για κάθε παράβαση και για κάθε άτομο σε δώδεκα και μισό (12 ½) τεκμαρτά ημερομίσθια της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία επιβολής του, που στρογγυλοποιείται στην αμέσως προηγούμενη ή επόμενη δεκάδα ευρώ αναλόγως. Το ύψος του προστίμου μπορεί να αναπροσαρμόζεται μετά από απόφαση του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α., σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνά, κατ’ άτομο, το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία επιβολής του προστίμου. …». Περαιτέρω, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 εκδόθηκε και η Φ21/762/30.3.1998 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 313), με την οποία τροποποιήθηκαν διατάξεις του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. (απόφαση Υπουργού Εργασίας 55575/Ι.479/18.11.1965, Β΄ 816). Ειδικότερα, στην παρ. 5 του άρθρου 26 του πιο πάνω Κανονισμού, η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 της πιο πάνω υπουργικής απόφασης, ορίζονται τα εξής: «Αν ο εργοδότης παρέλειψε την καταχώρηση των μισθωτών που έχει προσλάβει στο ειδικό έντυπο ή αρνείται την επίδειξή του στα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ, ο υπάλληλος του ελέγχου συντάσσει Πράξη Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων (ΠΕΠΑΕ), που πρέπει να περιέχει τα ονοματεπώνυμα των μισθωτών, για τους οποίους επιβάλλεται το πρόστιμο, την ημερομηνία ελέγχου, την παράβαση για την οποία επιβάλλεται το πρόστιμο και το οφειλόμενο ποσό. Για τη μη επίδειξη του Ειδικού Εντύπου στα αρμόδια όργανα ουδεμία αιτιολογία μπορεί να αντιτάξει ο εργοδότης. ...».
- Επειδή, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 2556/1997, η υποχρέωση τήρησης εκ μέρους του εργοδότη του Ειδικού Βιβλίου Νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού προβλέφθηκε ως μηχανισμός διακρίβωσης εκ μέρους των ελεγκτικών οργάνων της ακριβούς ημερομηνίας πρόσληψης του μισθωτού προς τον σκοπό της διασφάλισης της ασφαλιστικής κάλυψης των μισθωτών από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ από την πρώτη ημέρα της πρόσληψής τους, αλλά και προς τον σκοπό της προστασίας των εργοδοτών από αβάσιμες καταγγελίες μισθωτών ως προς τον ακριβή χρόνο της πρόσληψής τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική αυτή έκθεση, με βάση τις ισχύουσες κατά τον χρόνο θέσπισης του ν. 2556/1997 διατάξεις της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, επιτρεπόταν στον εργοδότη να δηλώσει τον νεοπροσλαμβανόμενο μισθωτό στη μισθολογική κατάσταση της επιχείρησής του μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από εκείνον μέσα στον οποίο ο μισθωτός ανέλαβε εργασία (δυνατότητα που έπαυσε να υφίσταται μετά τη θέσπιση της υποχρέωσης του εργοδότη να υποβάλλει ηλεκτρονικώς στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» Αναγγελία Πρόσληψης και Πίνακα Προσωπικού, βλ. σχετικώς 28153/126/30.8.2013 απόφαση Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, Β΄2163). Η κατά τα ανωτέρω προθεσμία παρείχε στον εργοδότη τη δυνατότητα να μην ασφαλίζει τον προσληφθέντα εργαζόμενο μέχρι να διενεργηθεί σε αυτόν επιτόπιος έλεγχος, οπότε δήλωνε ενώπιον του ελεγκτικού οργάνου ότι τον προσέλαβε μόλις την προηγούμενη ημέρα του ελέγχου. Για την αντιμετώπιση δε του προβλήματος αυτού θεσπίστηκε η υποχρέωση τήρησης του ΕΒΝΠ.
- Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις της περίπτ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν. ν. 1846/1951, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση τήρησης του Ειδικού Βιβλίου Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού (ΕΒΝΠ), η οποία εκπληρώνεται με την προσήκουσα καταχώριση κάθε νεοπροσλαμβανόμενου μισθωτού στο πιο πάνω ειδικό έντυπο της επιχείρησης και προβλέπεται η επιβολή προστίμου για την παράβαση της υποχρέωσης αυτής. Περαιτέρω, με τις ίδιες διατάξεις παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προκειμένου να θεσπιστεί ο τρόπος καθορισμού του προστίμου αυτού «για κάθε παράβαση και για κάθε άτομο». Με βάση την ανωτέρω νομοθετική εξουσιοδότηση εκδόθηκε η Φ21/500/26.3.1998 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σύμφωνα με τις διατάξεις της πιο πάνω παρ. 4 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, όταν επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο για την παράβαση της μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ, το πρόστιμο αυτό υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των μισθωτών που βρέθηκαν μη καταχωρισμένοι ή πλημμελώς καταχωρισμένοι στο πιο πάνω ειδικό έντυπο, πολλαπλασιαζόμενο επί ενός σταθερού χρηματικού ποσού. Επομένως, από τις ανωτέρω διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 και της Φ21/500/26.3.1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνάγεται ότι κάθε μη καταχώριση ή μη προσήκουσα καταχώριση μισθωτού στο ΕΒΝΠ αποτελεί αυτοτελή παράβαση, για κάθε δε μη καταχωρισμένο ή μη προσηκόντως καταχωρισμένο στο ΕΒΝΠ μισθωτό επιβάλλεται στον εργοδότη ένα αυτοτελές και διακεκριμένο ποσό προστίμου. Συνακολούθως, το εκκλητό απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδίδεται επί προσφυγής κατά Πράξης Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων, με την οποία καταλογίζεται σε βάρος του εργοδότη χρηματικό ποσό, το οποίο αναλύεται σε περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα κατά τα ανωτέρω πρόστιμα, ισάριθμα με τους μισθωτούς που βρέθηκαν κατά τον έλεγχο μη καταχωρισμένοι ή μη προσηκόντως καταχωρισμένοι, κρίνεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε αυτοτελές και διακεκριμένο πρόστιμο χωριστά (πρβ. ΣτΕ 782/2013). Μειοψήφησε η Πρόεδρος του Τμήματος Σπ. Χρυσικοπούλου, στη γνώμη της οποίας προσχώρησε η Πάρεδρος Χαρ. Χαραλαμπίδη. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η αυτοτέλεια του προστίμου μπορεί να προβλέπεται ρητώς στο νόμο (βλ. ενδεικτικώς τα άρθρα 33 του Κώδικα βιβλίων και Στοιχείων και 5 του ν. 2523/1997 και τις ΣτΕ 276/2014, 1442/2009, 2870/2008) ή να συνάγεται από τις διατάξεις που προβλέπουν τη σχετική παράβαση ως απόρροια της αυτοτέλειας της παράβασης αυτής σε σχέση με άλλες παραβάσεις. Στην τελευταία περίπτωση, η παράβαση μπορεί να χαρακτηριστεί αυτοτελής λόγω της αυτοτέλειας της αντικειμενικής της υπόστασης ή του γενεσιουργού λόγου της υποχρέωσης που παραβιάστηκε (βλ. ΣτΕ 2870/2008, 3137/2015, 458/2018, 2922/2017, 11η και 24η σκέψη). Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ανωτέρω διατάξεις της νομοθεσίας του ΙΚΑ δεν προβλέπεται ότι κάθε παράλειψη καταχώρισης ή κάθε μη καταχώριση μισθωτού συνιστά αυτοτελή παράβαση που επισύρει αυτοτελές και διακεκριμένο πρόστιμο ούτε μπορεί να συναχθεί ότι κάθε επιμέρους μη καταχώριση ή μη προσήκουσα καταχώριση μισθωτού συνιστά αυτοτελή παράβαση. Επομένως, στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της παράβασης αποτελεί μόνο η μη προσήκουσα τήρηση του ΕΒΝΠ και όχι οι τρόποι με τους οποίους αυτή μπορεί να εκδηλωθεί (π.χ. χρονικές ανακολουθίες, διαγραφές, εσφαλμένη αναγραφή των στοιχείων των μισθωτών). Γενεσιουργός δε λόγος της υποχρέωσης των εργοδοτών να τηρούν το ΕΒΝΠ είναι η διευκόλυνση, μέσω του μέτρου - μηχανισμού αυτού, των ελέγχων εκ μέρους του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ και όχι η ίδρυση ασφαλιστικών δικαιωμάτων υπέρ των καταχωρισμένων εργαζομένων. Επομένως, ναι μεν η υποχρέωση καταχώρισης στο ΕΒΝΠ συνδέεται με συγκεκριμένο κάθε φορά μισθωτό που προσλαμβάνεται και πρέπει αμέσως να ασφαλιστεί, ωστόσο από τον τρόπο που οργανώνεται ο μηχανισμός του ΕΒΝΠ συνάγεται ότι στον εργοδότη επιβάλλεται μία γενική - ενιαία υποχρέωση προσήκουσας τήρησης του ενιαίου αυτού εντύπου νεοπροσλαμβανόμενων ανά επιχείρηση, δηλαδή η τήρηση αυτού ως συνόλου κατά τρόπον ώστε να απεικονίζεται σε αυτό με καθαρότητα, σαφήνεια και ακρίβεια το χρονικό σημείο των προσλήψεων που διενεργεί ο εργοδότης και δεν επιβάλλονται αυτοτελείς υποχρεώσεις εξατομικευμένων αναγγελιών πρόσληψης κάθε μισθωτού. Συνεπώς, η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης της προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ συνιστά αυτοτελή και διακεκριμένη παράβαση και, ως εκ τούτου, και το πρόστιμο που επιβάλλεται όταν διαπιστώνεται η παράβαση αυτή στο πλαίσιο συγκεκριμένου ελέγχου, είναι ένα μόνο, ενιαίο, υπό την έννοια ότι δεν αναλύεται σε αυτοτελή και διακεκριμένα ποσά, ισάριθμα προς τους μισθωτούς που βρέθηκαν στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή μη καταχωρισμένοι ή μη προσηκόντως καταχωρισμένοι. Εξάλλου, ούτε από τις διατάξεις της Φ21/500/26.3.1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να συναχθεί το αντίθετο, διότι η ανωτέρω υπουργική απόφαση αφορά αποκλειστικώς και μόνο τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου για την πιο πάνω αυτοτελή παράβαση, δεδομένου ότι στο εύρος της νομοθετικής εξουσιοδότησης με βάση την οποία εκδόθηκε δεν περιλαμβάνεται η ίδρυση νέων υποχρεώσεων των εργοδοτών ούτε η θέσπιση νέων αυτοτελών παραβάσεων, πέραν των δύο αυτοτελών και διακεκριμένων παραβάσεων της μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ και της μη επίδειξης αυτού. Ως εκ τούτου, κατά την έννοια των διατάξεων της κανονιστικής αυτής απόφασης, ο αριθμός των μισθωτών που βρέθηκαν μη καταχωρισμένοι ή πλημμελώς καταχωρισμένοι λαμβάνεται υπόψη μόνο ως παράγοντας του γινομένου που διαμορφώνει το ποσό του προστίμου, επέχοντας θέση συντελεστή βαρύτητας της παράβασης. Επομένως, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, αφού για την αυτοτελή και διακεκριμένη παράβαση της μη τήρησης του ΕΒΝΠ που διαπιστώνεται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ελέγχου επιβάλλεται ένα μόνο ενιαίο πρόστιμο, το εκκλητό πρωτόδικης απόφασης που εκδίδεται επί προσφυγής κατά ΠΕΠΑΕ κρίνεται με βάση το ποσό του ενιαίου αυτού προστίμου που επιβλήθηκε για την ανωτέρω παράβαση με την ΠΕΠΑΕ, καθ` ο μέρος αυτή αμφισβητείται.
- Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, νομίμως έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι το εκκλητό της πρωτοδίκως εκδοθείσας απόφασης έπρεπε να κριθεί με βάση το ποσό των 960 ευρώ που αντιστοιχούσε σε καθένα από τα 94 και 74 αυτοτελή και διακεκριμένα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με τις .... και ..../2003 ΠΕΠΑΕ αντιστοίχως και ότι, ως εκ τούτου, η πρωτοδίκως εκδοθείσα απόφαση ήταν ανέκκλητη, διότι αφορούσε πρόστιμα ύψους υπολειπόμενου του ορίου που ορίζεται με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 92 του ΚΔΔ. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αναιρεσείουσα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατά τη μειοψηφήσασα όμως γνώμη, η αναιρεσιβαλλόμενη εφετειακή απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί, διότι η πρωτοδίκως εκδοθείσα απόφαση υπέκειτο σε έφεση με βάση τα αμφισβητούμενα ποσά των προστίμων που καταλογίστηκαν με καθεμία από τις ανωτέρω δύο ΠΕΠΑΕ, τα οποία ανέρχονταν σε 90.240 και 71.040 ευρώ αντιστοίχως, μη νομίμως δε έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι με τις πράξεις αυτές καταλογίστηκαν συνολικά 94 και 74 αυτοτελή και διακεκριμένα πρόστιμα ύψους 960 ευρώ το καθένα.
- Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι το δικάσαν δικαστήριο έκρινε κατά παράβαση των διατάξεων της περίπτ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951 ότι για την παράβαση της μη επίδειξης του ΕΒΝΠ στα ελεγκτικά όργανα καταλογίζονται πλείονα αυτοτελή πρόστιμα ισάριθμα των μισθωτών που βρέθηκαν να απασχολούνται στην επιχείρηση, ενώ κατ` ορθή ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων έπρεπε, κατά την αναιρεσείουσα, να καταλογιστεί σε βάρος της ένα (1) μόνο πρόστιμο ύψους 960 ευρώ και όχι 168 (94 + 74) πρόστιμα συνολικού ύψους 166.080 (960 Χ 168) ευρώ. Συναφώς δε προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι το δικάσαν δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει λόγο έφεσης με περιεχόμενο ταυτόσημο με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης. Προς άρση του απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης ως προς το πιο πάνω ζήτημα, που αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της περίπτ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951 και ειδικότερα το αν για την παράβαση της μη επίδειξης του ΕΒΝΠ στα ελεγκτικά όργανα επιβάλλεται ένα μόνο πρόστιμο ύψους 960 ευρώ ή πρόστιμα ισάριθμα με τους μισθωτούς που βρέθηκαν απασχολούμενοι στην επιχείρηση κατά τον έλεγχο, προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς το ζήτημα αυτό είναι αντίθετη προς τις 1097/2010, 3300/2011 και 318/2011 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, επίκληση των οποίων έγινε ήδη προς άρση του απαραδέκτου της αίτησης ως προς τον πρώτο λόγο αναίρεσης. Όπως όμως έχει ήδη εκτεθεί, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη και δεν εξέφερε κρίση για την ουσία της υπόθεσης και ειδικότερα για το νόμιμο ή μη του υπολογισμού του ύψους του προστίμου στην προκειμένη περίπτωση. Συνεπώς, ο λόγος αυτός αναίρεσης, καθώς και ο σχετικός ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τις ανωτέρω αποφάσεις είναι απορριπτέοι ως στηριζόμενοι στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει εκφέρει σχετική κρίση.
- Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα και για το λόγο ότι το δικάσαν δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει λόγο έφεσης, προβληθέντα με δικόγραφο προσθέτων λόγων, κατά τον οποίο το απαράδεκτο της έφεσης της αναιρεσείουσας λόγω του ανέκκλητου της πρωτόδικης απόφασης έπρεπε να αρθεί στην προκειμένη περίπτωση, κατ` εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 92 του ΚΔΔ, διότι η επίλυση της διαφοράς είχε ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις για την αναιρεσείουσα. Όπως όμως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν δικαστήριο δεν παρέλειψε να εξετάσει τον πιο πάνω λόγο έφεσης, αλλά αντιθέτως τον εξέτασε και τον απέρριψε με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα είχε προβάλει απαραδέκτως τον πιο πάνω ισχυρισμό το πρώτον με δικόγραφο πρόσθετων λόγων και όχι με το εισαγωγικό δικόγραφο της έφεσης και επομένως ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ήταν εξεταστέος. Συνεπώς, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όπως διατυπώνεται, χωρίς με αυτόν να πλήσσεται η πιο πάνω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί του απαραδέκτου της προβολής του ισχυρισμού αυτού το πρώτον με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.