ΙΙ. Συμβούλιο της Επικρατείας 524/2019:«Συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας νέων ασφαλισμένων»

Περίληψη: Με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2084/92 θεσπίζονται ενιαίοι κανόνες για ορισμένα ζητήματα που αφορούν τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας των νέων ασφαλισμένων, δηλαδή των προσώπων που υπήχθησαν το πρώτον στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού φορέα από 1.1.1993 και εφεξής. Περαιτέρω, με την παρ. 2 του άρθρου 43 του πιο πάνω ν. 2084/92, ορίζεται ρητώς ότι για όσα ζητήματα δεν ρυθμίζονται από τον νόμο αυτό, ισχύουν οι καταστατικές διατάξεις των οικείων ασφαλιστικών φορέων. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 2084/92 καθορίζονται κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους νέους ασφαλισμένους (οποιουδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης) οι χρονικές προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας. Ομοίως, κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους νέους ασφαλισμένους καθορίζονται και τα είδη αναπηρίας με βάση τα οποία μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα συνταξιοδότησής τους. Οι τελευταίες αυτές ρυθμίσεις θεσπίζονται δια παραπομπής στη νομοθεσία του ΙΚΑ και συγκεκριμένα δια παραπομπής στις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/51, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/90 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τις παρ. 4 και 5 του ν. 1976/91. Με τη νομοθέτηση δια παραπομ-πής, κατά τα ανωτέρω, οι περί ΙΚΑ διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/51, με τις οποίες ορίζονται τα είδη της αναπηρίας (βαριά, απλή ή μερική αναπηρία οφειλόμενη σε πάθηση σωματική ή πνευματική, συμπεριλαμβανομένης της κατά κύριο λόγο ψυχιατρικής πάθησης, μεταγενέστερης της υπαγωγής στην ασφάλιση ή προγενέστερης, όπως ειδικότερα ορίζεται), κατ’ επίκληση των οποίων μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα συνταξιοδότησης, καθίστανται διατάξεις που εφαρμόζονται για τους νέους ασφαλισμένους όλων των ασφαλιστικών φορέων («οριζόντιες διατάξεις»). Εξάλλου, οι ίδιες ως άνω διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 2084/92 δεν παραπέμπουν στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/91, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της έκτασης της εξουσίας των ασφαλιστικών οργάνων του ΙΚΑ και των επιλαμβανομένων κατόπιν προσφυγής διοικητικών δικαστηρίων, κατά τον καθορισμό του ποσοστού της ασφαλιστικής αναπηρίας των ασφαλισμένων του ΙΚΑ με κοινωνικά κριτήρια.

 

(…) 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ως καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, από 1.1.2017 (βλ. άρθρα 51, 53 και 70 παρ. 9 του ν. 4387/2016, Α΄ 85), ζητεί την αναίρεση της 2596/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος ασφαλιστικού φορέα κατά της 2211/2016 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου και ακυρώθηκε η 10119/25.9.2014 απόφαση της Διευθύντριας του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Πειραιά, αναγνωρίστηκε δε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι ανάπηρος κατά την έννοια του άρθρου 28 παρ. 5 εδ. γ΄ του α.ν. 1846/1951 και δικαιούται κύρια σύνταξη λόγω μερικής αναπηρίας, για το χρονικό διάστημα από 23.12.2011 έως 31.12.2013.

  1. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος γεννήθηκε το έτος 1959, πραγματοποίησε στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. 1.210 ημέρες εργασίας, από το έτος 1994 έως τις 27.10.2008, ασκώντας το επάγγελμα του ηλεκτροσυγκολλητή - οξυγονοκολλητή. Με την ../23.12.2011 αίτησή του προς το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω αναπηρίας από επαγγελματική νόσο. Η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπής (Α.Υ.Ε.) του ΚΕ.Π.Α., στην οποία ο αναιρεσίβλητος παραπέμφθηκε για εξέταση, με την …/16.1.2013 γνωμάτευσή της, αφού διαπίστωσε ότι αυτός πάσχει από «βρογχικό άσθμα 2ου προς 3ου επιπέδου λόγω επαγγέλματος (οξυγονοκολλητής) με μόνιμη βλάβη παρά την θεραπεία με νεφελοποιητή ... . ......», προσδιόρισε το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του σε 50%, για το χρονικό διάστημα από 23-12-2011 έως 31-12-2013. Κατά της ανωτέρω γνωμάτευσης, η Διευθύντρια του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πειραιά άσκησε αίτηση θεραπείας, ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής (Β.Υ.Ε.) του ΚΕ.Π.Α., η οποία, με την ..12.6.2013 γνωμάτευσή της, αφού διαπίστωσε ότι ο αναιρεσίβλητος πάσχει από «χρόνιο βρογχικό άσθμα με εμμένουσα αποφρακτικού τύπου διαταραχή της αναπνευστικής λειτουργίας ήπιου βαθμού και αντικειμενικά ευρήματα από την κλινική εξέταση. Πλημμελής φαρμακευτική αγωγή την τελευταία διετία. Μερικώς ρυθμισμένο άσθμα», προσδιόρισε το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του, για το αυτό χρονικό διάστημα, σε 40%, αναθεωρώντας την ../16.1.2013 γνωμάτευση της Α.Υ.Ε του ΚΕ.Π.Α. Κατόπιν τούτου, η Διευθύντρια του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πειραιά, με την 10119/25.9.2014 απόφασή της, απέρριψε την αίτηση του αναιρεσιβλήτου για την χορήγηση σύνταξης λόγω αναπηρίας από επαγγελματική νόσο. Προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά της τελευταίας απόφασης, έγινε δεκτή με την 2211/2016 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε ότι αυτός δεν μπορούσε, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 23.12.2011 έως 31.12.2013, να κερδίζει, από την άσκηση του επαγγέλματός του ή κάποιου άλλου παρόμοιου, περισσότερο από το 1/2 του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία, υγιής μισθωτός της ίδιας ή ανάλογης μόρφωσης και συνεπώς, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, ήταν ανάπηρος, κατά την έννοια του άρθρου 28 παρ. 5 εδ.γ΄ του Α.Ν.1846/1951 (50%) και δικαιούται να λάβει κύρια σύνταξη λόγω μερικής αναπηρίας. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης ο αναιρεσείων ασφαλιστικός φορέας άσκησε έφεση, με την οποία προέβαλε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 2084/1992, οι νέοι ασφαλισμένοι, ήτοι οι υπαχθέντες το πρώτον στην ασφάλιση από 1.1.1993 και εφεξής, όπως ο αναιρεσίβλητος, δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας κατά το άρθρο 28 παρ. 5 του ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του ν.1902/1990 και τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 12 του ν.1976/1991 και όχι όπως το πιο πάνω άρθρο 27 του ν. 1902/1990 τροποποιήθηκε και με την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991, δεδομένου ότι η πιο πάνω παρ. 3 δεν μνημονεύεται στο άρθρο 25 του ν. 2084/1992. Επομένως, κατά τον αναιρεσείοντα, για τους νέους ασφαλισμένους ισχύει το κείμενο της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν.1902/1990, σύμφωνα με το οποίο το ποσοστό αναπηρίας που δεν οφείλεται σε ιατρικά κριτήρια δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15% του ποσοστού που οφείλεται σε ιατρικά κριτήρια και άρα εσφαλμένως το πρωτόδικο δικαστήριο προσαύξησε το ποσοστό αναπηρίας του αναιρεσιβλήτου κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι από 40% σε 50%, υπολαμβάνοντας εσφαλμένως ότι εφαρμοστέες εν προκειμένω ήταν οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991, που επιτρέπουν αύξηση του ποσοστού ιατρικής αναπηρίας μέχρι και 17 ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιωθεί σύνταξης αναπηρίας, ενώ εάν ορθά είχε εφαρμόσει το άρθρο 25 του ν.1084/1992 σε συνδυασμό με το άρθρο 27 του ν.1902/1990, η ως άνω προσαύξηση δεν θα μπορούσε να υπερβεί το 15% του ποσοστού αναπηρίας που του είχε αναγνωρίσει η ΒΥΕ, ήτοι 40% Χ 15% = 6% και κατ΄ επέκταση το ποσοστό (ασφαλιστικής) αναπηρίας του δεν θα μπορούσε να υπερβεί το 46%, με συνέπεια να μην είναι ανάπηρος κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951. Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν.1902/1990, τροποποιήθηκε το άρθρο 28 του α.ν.1846/1951 και θεσπίστηκε, μεταξύ άλλων, περιορισμός ως προς τον προσδιορισμό της ασφαλιστικής αναπηρίας, σύμφωνα με τον οποίο το ποσοστό αναπηρίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15% του ποσοστού που οφείλεται σε ιατρικά κριτήρια (άρθρο 28 παρ. 5 περιπτ. στ΄). Ακολούθως, όμως, κατά το δικάσαν δικαστήριο, με την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991, η εν λόγω περίπτωση στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 28 αντικαταστάθηκε και, συνεπώς, καταργήθηκε, ορίστηκε δε ότι το ποσοστό ιατρικής αναπηρίας μπορεί να προσαυξηθεί μέχρι 17 ποσοστιαίες μονάδες. Συνεπώς, κατά το δικάσαν δικαστήριο, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2084/1992, σύμφωνα με την οποία οι ασφαλιζόμενοι από 1.1.1993 που καθίστανται ανάπηροι δικαιούνται σύνταξης αναπηρίας κατά τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν.1846/1951 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του ν. 1902/1990 και τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 12 του ν.1976/1991, εκ παραδρομής δεν αναφέρεται στην παρ. 3 του τελευταίου άρθρου περί 17 ποσοστιαίων μονάδων, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η σχετική διάταξη περί προσαύξησης της ιατρικής αναπηρίας μέχρι 15% είχε καταργηθεί και επομένως μόνο με ρητή διάταξη νόμου θα μπορούσε να επανέλθει σε ισχύ η εν λόγω διάταξη. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι στην εισηγητική έκθεση του ν. 2084/1992 αναφέρεται ότι με τις διατάξεις του άρθρου 25 προβλέπεται ότι η συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το ΙΚΑ, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά περί επαναφοράς καταργηθεισών διατάξεων. Με τις σκέψεις δε αυτές, το δικάσαν δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991 εφαρμόζεται και για τους ασφαλιζομένους από 1.1.1993 και ότι, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλονταν το αντίθετο, έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως ορθώς είχε κριθεί και πρωτοδίκως.
  1. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 - έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζεται ότι: «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]» (η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016). Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 ορίζεται ότι: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αν πρόκειται για διαφορά που δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο ή για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ ή για διαφορά που ανακύπτει κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ουσίας και αφορά περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παρ. 3, ενώ αν πρόκειται για χρηματικού αντικειμένου διαφορά το ποσό της οποίας υπολείπεται των 40.000 ευρώ, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται απαραδέκτως, χωρίς να ασκεί καμία επιρροή η τυχόν προβολή ισχυρισμών με το ως άνω περιεχόμενο (ΣτΕ 1875-76/2012 7μ, 2156/2013, 957/2014, 1634/2018). Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παρ. 3, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους αναίρεσης τίθεται, ενόψει των σχετικών κρίσεων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που έκρινε επί του ίδιου ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, ανεξαρτήτως αν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και των επικαλούμενων ως αντίθετων αποφάσεων (ΣτΕ 1307, 1649/2014, 1060/2015, 3026/2017, 457/2018 κ.ά.).
  1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 16.1.2018, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Με την αίτηση δε αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά που ανέκυψε κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας εκ μέρους του αναιρεσίβλητου με αντικείμενο τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας για ορισμένο χρονικό διάστημα (από 23.12.2011 έως 31.12.2013), από τον αναιρεσείοντα φορέα κύριας ασφάλισης, δηλαδή αντικείμενο που δεν εξαντλείται στο χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στις συντάξεις αναπηρίας του οικείου χρονικού διαστήματος, αλλά συνιστά προϋπόθεση για τη θεμελίωση μόνιμου συνταξιοδοτικού δικαιώματος (βλ. άρθρο 18 της 57440/1938 Απόφασης Υπουργού Εργασίας, Β΄ 33, καθώς και ΣτΕ 2760/2018, 734/2017, 3152/2015 κ.ά.). Επομένως, κατά τα εκτιθέμενα στην 4η σκέψη, για το παραδεκτό της κρινόμενης αίτησης απαιτείται η προβολή ισχυρισμών περί αντίθεσης προς τη νομολογία ή περί ανυπαρξίας νομολογίας επί νομικού ζητήματος που τίθεται με τους λόγους αναίρεσης, κρίσιμου για την επίλυση της ένδικης διαφοράς. Με την κρινόμενη αίτηση πλήσσεται η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί εφαρμογής και στην περίπτωση των νέων ασφαλισμένων των διατάξεων που θεσπίστηκαν με το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 1976/1991, προβάλλεται δε ειδικότερα ότι, όπως έγινε δεκτό με τη 269/2012 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 25 του ν. 2084/1992 προκύπτει σαφώς ότι εφαρμοστέα ως προς τους νέους ασφαλισμένους, κατά τον καθορισμό του ποσοστού της ασφαλιστικής τους αναπηρίας, είναι οι διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 όπως είχαν αντικατασταθεί με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990 και όχι όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 1976/1991, δεδομένου ότι το πιο πάνω άρθρο 25 του ν. 2084/1992 που ρυθμίζει τον τρόπο προσδιορισμού του ποσοστού αναπηρίας για τους νέους ασφαλισμένους παραπέμπει ρητώς μόνο στις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990, και στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991, όχι, όμως και στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης ο αναιρεσείων προβάλλει ότι επί του ανωτέρω ζητήματος της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 2084/1992 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990 και 12 του ν. 1976/1991 δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται βασίμως και, ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς από την άποψη των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, εφόσον δε ασκείται παραδεκτώς και κατά τα λοιπά, πρέπει να εξεταστεί ως προς το βάσιμο του πιο πάνω μόνου λόγου αναίρεσης.
  1. Επειδή, στη παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138) ορίστηκε ότι: «Οι παράγραφοι 1 – 5 ... του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύουν σήμερα, αντικαθίστανται ως εξής: «1. ... 4. α) Ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα για σύνταξη λόγω αναπηρίας, αν έγινε ανάπηρος κατά την έννοια της παραγράφου 5 του παρόντος και έχει πραγματοποιήσει τον αριθμό ημερών εργασίας που ορίζεται από την παρ. 1 του παρόντος άρθρου ή τριακόσιες (300) ημέρες εργασίας και δεν έχει συμπληρώσει το 21ο έτος ηλικίας. Οι πιο πάνω 300 ημέρες εργασίας αυξάνονται προοδευτικά σε 4.200 ημέρες εργασίας με προσθήκη ανά 120 ημερών εργασίας κατά μέσο όρο για κάθε έτος ηλικίας πέραν του 21ου.....β) Εφ΄ όσον ...δεν συγκεντρώνει τις χρονικές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, δικαιούται σύνταξη, αν έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση τουλάχιστον χίλιες πεντακόσιες (1.500) ημέρες εργασίας.... 5. α) Ο ασφαλισμένος θεωρείται βαριά ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες και τη μόρφωσή του περισσότερο από το ένα πέμπτο (1/5) του ποσού που συνήθως κερδίζει σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. β) Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, διάρκειας ενός έτους το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το ένα τρίτο (1/3) του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. γ) Ο ασφαλισμένος θεωρείται μερικά ανάπηρος αν λόγω πάθησης η βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εξάμηνης το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη διάρκειας, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το μισό (1/2) του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. δ) Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος ή μερικά ανάπηρος κατά την έννοια των προηγούμενων εδαφίων, έστω και εάν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένηση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εφ’ όσον όμως η μεταγενέστερη της ασφάλισης αναπηρία φθάνει τουλάχιστον το μισό της κατά περίπτωση αναπηρίας. ε) Με κανονισμό, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, προκαθορίζεται με εκατοστιαία αναλογία, σύμφωνα με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, το ποσοστό αναπηρίας που συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή πνευματική εξασθένηση ή η συνδυασμένη εμφάνιση τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων. Μέχρι την έκδοση του κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται ιατρικώς σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ισχύουσες διατάξεις. Ειδικά προκειμένου περί παθήσεων που οφείλονται κατά κύριο λόγο σε νευροψυχιατρικά αίτια που αποδεικνύονται κλινικά, η αναπηρία προσδιορίζεται ιατρικώς σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ισχύουσες διατάξεις. Για την αναπηρία του ασφαλισμένου από άποψη ιατρική γνωμοδοτούν οι αρμόδιες κατά τον κανονισμό ασφαλιστικής αρμοδιότητας υγειονομικές επιτροπές, οι οποίες, εκτός από τη διαπίστωση της φύσεως, των αιτιών, της εκτάσεως και της διάρκειας της σωματικής ή της πνευματικής παθήσεως του ασφαλισμένου, ερευνούν και την επίδραση αυτών στην καθολική ικανότητά του για άσκηση του συνήθους ή παρεμφερούς επαγγέλματός του ή την ανάκτηση της ικανότητας αυτής. στ) Κατά τον προσδιορισμό της βαθμίδας της αναπηρίας σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια α΄, β΄ και γ΄, το ποσοστό αναπηρίας που δεν οφείλεται σε ιατρικά κριτήρια δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15% του ποσοστού που οφείλεται σε ιατρικά κριτήρια. ζ) Εφ’ όσον ο ασφαλισμένος κρίνεται βαριά ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου α΄ δικαιούται σύνταξη ίση με την οριζόμενη κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του παρόντος νόμου. Εφ’ όσον ο ασφαλισμένος κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου β΄, δικαιούται τα τρία τέταρτα (3/4) της σύνταξης αυτής και, εφ’ όσον κρίνεται μερικά ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου γ΄, δικαιούται το μισό (1/2) της σύνταξης αυτής. η) Ο ασφαλισμένος, που έχει συμπληρώσει έξι χιλιάδες (6.000) ημέρες εργασίας και κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου β΄, δικαιούται την ακεραία κατά τα ανωτέρω σύνταξη. Επίσης ο ασφαλισμένος, του οποίου η αναπηρία οφείλεται κατά κύριο λόγο σε νευροψυχιατρικές παθήσεις και κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια των ανωτέρω εδαφίων β΄ ή γ΄, δικαιούται την ακεραία ή τα 3/4 της ακεραίας σύνταξης αντίστοιχα. θ) Αν ο ασφαλισμένος κατέστη ανάπηρος από πρόθεση ή από πλημμέλημα ή κακούργημα, το οποίο ο ίδιος διέπραξε, η δε ενοχή αποδεικνύεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, δεν δικαιούται σύνταξη αναπηρίας. Αν όμως υπάρχουν πρόσωπα από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, αυτά δικαιούνται τη σύνταξη, την οποία θα εδικαιούντο σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου».
  1. Επειδή, ακολούθως, στο άρθρο 12 του ν.1976/1991 (Α΄ 184), ορίστηκαν τα εξής: «1. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 28 του α.ν 1846/1951, που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 καταργείται από την ημερομηνία που ίσχυσε. 2. Στο τέλος της περ. ε της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν 1846/1951, που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 προστίθεται διάταξη ως εξής: "Προς τούτο δημιουργείται ειδικό σώμα γιατρών υγειονομικών επιτροπών αναπηρίας, που αποτελείται από ιατρούς του Ι.Κ.Α με απασχόληση στις επιτροπές αυτές. Οι ιατροί αυτοί υποβάλλονται σε ειδική εκπαίδευση στο έργο των υγειονομικών επιτροπών... Οι προς εξέταση περιπτώσεις από τις υγειονομικές επιτροπές των παραπάνω υποκαταστημάτων καταχωρίζονται σε πινάκια και κάθε πινάκιο παραπέμπεται στις επιτροπές αυτές ύστερα από δημόσια κλήρωση, που γίνεται μία (1) ώρα πριν από την έναρξη της λειτουργίας των επιτροπών... Στα παραπάνω υποκαταστήματα η προετοιμασία του φακέλου με τις αναγκαίες παρακλινικές εξετάσεις και εξετάσεις ειδικών ιατρών γίνεται από τον προϊστάμενο της υγειονομικής υπηρεσίας, ο οποίος συμμετέχει στην υγειονομική επιτροπή άνευ ψήφου, ως εισηγητής. ...Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. καθορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την πληρότητα του φακέλου των κρινόμενων περιστατικών, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής. Μέχρι τη συγκρότηση και λειτουργία των κατά το άρθρο αυτό προβλεπόμενων υγειονομικών επιτροπών αναπηρίας η συγκρότηση και λειτουργία τους γίνεται με τις ισχύουσες διατάξεις΄΄. 3. Η περ. στ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990, αντικαθίσταται ως εξής: "στ. Κατά τον προσδιορισμό του βαθμού της αναπηρίας σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια α΄, β΄ και γ΄, το ποσοστό αναπηρίας που οφείλεται με ιατρικά κριτήρια μπορεί να αυξηθεί και μέχρι 17 ποσοστιαίες μονάδες, λόγω κοινωνικών κριτηρίων ή κριτηρίων αγοράς εργασίας". 4. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτ. η της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν.1846/1951, που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990, αντικαθίσταται ως εξής: "Επίσης ο ασφαλισμένος, του οποίου η αναπηρία οφείλεται κατά κύριο λόγο σε ψυχιατρικές παθήσεις και κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια των εδαφίων β΄ ή γ΄, δικαιούται την ακεραία ή τα 3/4 της ακεραίας σύνταξης αντίστοιχα". 5. Το τρίτο εδάφιο της περίπτ. ε της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, που προστέθηκε με την παρ 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 καταργείται. 6. ....».
  1. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 25 του ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 165), το οποίο είναι ενταγμένο στο τρίτο μέρος του νόμου με τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους ασφαλιζομένους στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.1993», ορίζεται ότι: «1. Ο ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη αναπηρίας, αν έγινε ανάπηρος κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του ν. 1902/1990 και τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 184ν Α΄) και έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση α) τριακόσιες (300) ημέρες ή ένα (1) έτος εργασίας και δεν έχει συμπληρώσει το 21 ο έτος της ηλικίας. Οι πιο πάνω 300 ημέρες ή ένα έτος εργασίας αυξάνονται προοδευτικά σε 1.500 ημέρες ή 5 έτη εργασίας με την προσθήκη ανά 120 ημερών ή 5 μηνών εργασίας κατά μέσο όρο για κάθε έτος ηλικίας πέραν του 21ου ή β) έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον χίλιες πεντακόσιες (1.500) ημέρες ή 5 έτη εργασίας, από τις οποίες τις εξακόσιες (600) ημέρες ή δύο (2) έτη μέσα στα πέντε (5) έτη τα αμέσως προηγούμενα από εκείνο που έγινε ανάπηρος. Αν κατά τη διάρκεια των πέντε αυτών ετών ο ασφαλισμένος έχει επιδοτηθεί για ασθένεια ή ανεργία ή έχει συνταξιοδοτηθεί, η περίοδος των πέντε ετών επεκτείνεται για τον αντίστοιχο προς την επιδότηση ή συνταξιοδότηση χρόνο, ή γ) έχει πραγματοποιήσει τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες (4.500) ημέρες ή δεκαπέντε (15) έτη εργασίας οποτεδήποτε ...». Εξάλλου, στο άρθρο 43 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 43 του παρόντος νόμου έχουν εφαρμογή για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι υπάγονται για πρώτη φορά στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης από 1.1.1993 και μετά, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις. ... 2. Για τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά θέματα, που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του τρίτου μέρους του παρόντος νόμου εξακολουθούν να ισχύουν οι υφιστάμενες γενικές ή ειδικές διατάξεις των φορέων».
  1. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2084/1992 θεσπίζονται ενιαίοι κανόνες για ορισμένα ζητήματα που αφορούν τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας των νέων ασφαλισμένων, δηλαδή των προσώπων που υπήχθησαν το πρώτον στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού φορέα από 1.1.1993 και εφεξής. Περαιτέρω, με την παρ. 2 του άρθρου 43 του πιο πάνω ν. 2084/1992, ορίζεται ρητώς ότι για όσα ζητήματα δεν ρυθμίζονται από τον νόμο αυτό, ισχύουν οι καταστατικές διατάξεις των οικείων ασφαλιστικών φορέων. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 2084/1992 καθορίζονται κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους νέους ασφαλισμένους (οποιουδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης) οι χρονικές προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας. Ομοίως, κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους νέους ασφαλισμένους καθορίζονται και τα είδη αναπηρίας με βάση τα οποία μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα συνταξιοδότησής τους. Οι τελευταίες αυτές ρυθμίσεις θεσπίζονται δια παραπομπής στη νομοθεσία του ΙΚΑ και συγκεκριμένα δια παραπομπής στις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τις παρ. 4 και 5 του ν. 1976/1991. Με τη νομοθέτηση δια παραπομπής, κατά τα ανωτέρω, οι περί ΙΚΑ διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, με τις οποίες ορίζονται τα είδη της αναπηρίας (βαριά, απλή ή μερική αναπηρία οφειλόμενη σε πάθηση σωματική ή πνευματική, συμπεριλαμβανόμενης της κατά κύριο λόγο ψυχιατρικής πάθησης, μεταγενέστερη της υπαγωγής στην ασφάλιση ή προγενέστερη, όπως ειδικότερα ορίζεται), κατ΄ επίκληση των οποίων μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα συνταξιοδότησης, καθίστανται διατάξεις που εφαρμόζονται για τους νέους ασφαλισμένους όλων των ασφαλιστικών φορέων («οριζόντιες διατάξεις»). Εξάλλου, οι ίδιες ως άνω διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 2084/1992 δεν παραπέμπουν στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της έκτασης της εξουσίας των ασφαλιστικών οργάνων του ΙΚΑ και των επιλαμβανόμενων κατόπιν προσφυγής διοικητικών δικαστηρίων, κατά τον καθορισμό του ποσοστού της ασφαλιστικής αναπηρίας των ασφαλισμένων του ΙΚΑ με κοινωνικά κριτήρια. Από τη μη παραπομπή στην παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991 συνάγεται η βούληση του νομοθέτη να μην επεκτείνει σε όλους τους νέους ασφαλισμένους την ισχύουσα για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ ρύθμιση περί δυνατότητας καθορισμού του ποσοστού της ασφαλιστικής τους αναπηρίας με προσαύξηση της ιατρικής αναπηρίας κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες. Δεν μπορεί, όμως, να συναχθεί από την εν λόγω μη παραπομπή στην παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991 ότι αναβιώνουν οι διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990, ως ίσχυαν πριν τροποποιηθούν με την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991, χωρίς να προβλέπεται ρητώς και σαφώς η αναβίωση των πιο πάνω ρυθμίσεων του ν. 1902/1990 (πρβ. ΣτΕ 1937/1981 Ολομ και ΕΔΔΑ, απόφαση της 17.4.2012 Grudic v. Serbia), εφόσον ούτε από την αιτιολογική έκθεση ούτε από το όλο πλέγμα των διατάξεων του ν. 2084/1992 αλλά ούτε από τον σκοπό των διατάξεων του πιο πάνω άρθρου 25 του νόμου αυτού προκύπτει ότι ο νομοθέτης ήθελε να καταργήσει την πιο πάνω δυνατότητα για τους νέους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και να επαναφέρει σε ισχύ τις καταργημένες, κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 2084/1992 ρυθμίσεις του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990 που προέβλεπαν πιο περιορισμένη δυνατότητα προσαύξησης του ποσοστού της ιατρικής αναπηρίας, προκειμένου να καθοριστεί το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας και συγκεκριμένα προσαύξηση μέχρι ποσοστού 15% επί του ποσοστού της ιατρικής αναπηρίας. Συνεπώς, εφόσον με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2084/1992 ή με άλλες διατάξεις δεν ρυθμίζεται – ούτε ευθέως ούτε δια παραπομπής – το ειδικότερο ζήτημα του τρόπου καθορισμού του ποσοστού της ασφαλιστικής αναπηρίας με κοινωνικά κριτήρια για τους νέους ασφαλισμένους, το ανωτέρω ζήτημα διέπεται από τις εκάστοτε ισχύουσες καταστατικές διατάξεις του οικείου ασφαλιστικού φορέα. Επομένως, προκειμένου περί νέου ασφαλισμένου του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ (και ήδη ασφαλισμένου του ΕΦΚΑ, διεπόμενου από τις καταστατικές διατάξεις του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 4387/2016), το ποσοστό της ασφαλιστικής του αναπηρίας καθορίζεται με βάση τα οριζόμενα στην περίπτ. στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως η περίπτ. αυτή ισχύει, μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991, ήτοι με προσαύξηση της ιατρικής αναπηρίας μέχρι 17 ποσοστιαίες μονάδες.
  1. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως, αν και με εν μέρει διαφορετική (νομική) αιτιολογία, έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι, κατά τον καθορισμό του ποσοστού της ασφαλιστικής αναπηρίας του αναιρεσίβλητου, ο οποίος είναι νέος ασφαλισμένος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, ήδη νέος ασφαλισμένος του ΕΦΚΑ, διεπόμενος από τη νομοθεσία περί ΙΚΑ, εφαρμοστέα είναι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1976/1991 που επιτρέπει προσαύξηση της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες και όχι η καταργηθείσα με την πιο πάνω διάταξη ρύθμιση του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990, που επέτρεπε προσαύξηση μόνο σε ποσοστό 15% επί του ποσοστού της ιατρικής αναπηρίας, ο δε περί του αντιθέτου μόνος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.